τρία
ντάμπλιγιου εκτόνωση τελεία τζι αρ
Πρέπει να ήταν αρχές του 1997 (μπορεί και του ’96 δεν θυμάμαι καλά) όταν πάτησα πρώτη φορά www. Λειτουργικό ms windows 95 (μετά την πρόσθεση των τριών κακών της μοίρας μου έγιναν 98), dial up συνδέσεις και σελίδες λευκές με γκρι και μαύρους κόκκους. Οι ελληνικές σελίδες λιγοστές, κυρίως προφίλ εταιρειών με ελάχιστες φωτογραφίες, τα coming soon έδιναν κι έπαιρναν. Η Ελλάδα ανακάλυπτε τον μαγικό κόσμο του διαδικτύου. Αργά. Πατούσες το dial, μπίρου μπίρου καλούσε το μόντεμ, έβαζες τον ελληνικό στην χόβολη και περίμενες. Υπομονή να είχες. Τα πρώτα web portals κάνουν την εμφάνισή τους, οι πιο καινοτόμες εταιρείες αποκτούν σελίδες και οι χρήστες επικοινωνούν γράφοντας ελληνικά με λατινικούς χαρακτήρες κατ’ ανάγκη. Ανοίγουν chat rooms & clubs και μαθαίνουμε τι σημαίνει blogging. To πρώτο μου blog το έφτιαξα στον pathfinder το 2002, όπου φιλοξενούνταν και το club στο οποίο ήμουν admin. Πλάκα είχε. Για να ανεβάσω κείμενο ή να κάνω αλλαγή στην σελίδα άναβα αρωματική λαμπάδα για να ξορκίσω τα διαόλια της γραμμής κι έκανα γονατιστή τον γύρο του τετραγώνου δέκα φορές.
To IKA και η εφορία έμελλε να φέρουν την μεγάλη αλλαγή. Το σύστημα υποβολής των ασφαλιστικών εισφορών καθώς και των δηλώσεων ΦΠΑ εκσυγχρονίζεται, οι εταιρείες οφείλουν να αποκτήσουν πρόσβαση στο διαδίκτυο και οι λογιστές να μάθουν να χειρίζονται ποντίκι. Κάνω σεμινάρια από το πρωί ως το βράδυ. «-Κυρία Λω δεν λειτουργεί σας λέω. –Κυρία Λογιστιάδου, το κρατάτε ανάποδα, η μπίλια να ακουμπάει στην επιφάνεια του γραφείου παρακαλώ». Τα νεύρα μου στα καλώδια μαζί με τα τελευταία εγκεφαλικά κύτταρα που διατελούν εν ηρεμία.
Μπίρου στο μπίρου έρχεται η ευρυζωνικότητα. Κάθε σπίτι ένας καημός, κάθε καημός και χρήστης. Τα βιογραφικά αναγράφουν ως δεξιότητα την χρήση του διαδικτύου αντάμα με τις γνώσεις Internet Explorer και Outlook Express και γω βάζω το μυαλό μου στην κατάψυξη για να μην πάθω κανένα ανεύρυσμα στην προσπάθειά μου να επιλέξω προσωπικό. Ξέρω και ίντερνετ, να σε πάω μια βόλτα στον θαυμαστό, νέο κόσμο που γίνεται πολύχρωμος και λαχταριστός και γεμίζει εργαλεία που ούτε στα όνειρά μου. Το social networking εξελίσσεται, myspace, facebook, youtube, twitter, google+βάλε, τα απρόσωπα nicknames αποκτούν προφίλ, φωτογραφίες και σελίδες και η συνέχεια επί των οθονών.
Ο θαυμαστός νέος κόσμος κατακλύζει τον παλιό κι αυτός ανταριάζεται. Συνειδητοποιώντας ότι το διαδίκτυο είναι δυνατόν να εξυπηρετήσει και άλλες σκοπιμότητες εκτός από αυτές των πορνοσελίδων, των εταιρειών, των οργανισμών και των διαδικτυακών καταστημάτων, οι επαγγελματίες της επικοινωνίας (επιχειρηματίες και εργαζόμενοι) σπεύδουν να καταλάβουν τη θέση που τους αναλογεί στη νέα πραγματικότητα, ενώ πολίτες/μπλόγκερς δειλά στην αρχή, σταθερά και αυθάδικα στην συνέχεια τους βγάζουν την γλώσσα και διεκδικούν μια θέση στα μέσα που μέχρι πρότινος λοιδορούσαν. Τρεχάτε δαχτυλάκια μου, οι αναγνώστες λιγοστοί και ποιος να τους πρωτοπιάσει. Στην ποδιά της μικρής αγοράς σφάζονται χιλιάδες παλικάρια, η οποία τους παρακολουθεί χαμογελώντας ξέροντας ότι εκείνη θα γελάσει τελευταία, πώς κάνετε έτσι όλοι θα πάρετε από την πίτα που έχω φουρνίσει. Ένα ψίχουλο. Τόσο βγαίνει το μερίδιο πώς να το κάνουμε.
Η διαδικτυακή Ελλάδα ως κομπλεξαρισμένη επαρχιωτοπούλα (αυτό το είμαστε τριάντα χρόνια πίσω δεν χωνεύεται εύκολα), φοράει τα καλά της και μπαίνει στον χορό, προσπαθώντας να παίξει το παιχνίδι πριν ακόμα μάθει τους κανόνες του. Πιάνει το τσιγκέλι, παίρνει το μαντήλι τις πρώτης, πηδάει πιο ψηλά, φοράει κατακόκκινο βρακί, τυρκουάζ ζαρτιέρα, λιμπιστερό στηθόδεσμο, δείχνεται και καμώνεται κι όλο και κοιτάει στα εξωτερικά να δει τι κάνουν εκεί για ν’ αντιγράψει. Και πώς αντιγράφει, αχ πώς! Χωρίς μέθοδο, χωρίς πρόγραμμα, άλλα ντ’ άλλα της Παρασκευής το γάλα που το χύσαμε Δευτέρα και πήραμε χαμπάρι ότι ξίνισε την Πέμπτη…
Αρχοντοχωριάτα ολκής, νεόκοπη αναγνώστρια που διεκδικεί βραβεία και ταχταρίσματα, γυρνάει την πλάτη στα παραδοσιακά μέσα, έχει κλείσει την τηλεόραση χρόνια τώρα, μη βλέπεις που ξέρει όλα τα σίριαλ απέξω στο γιουτιούμπ τα βλέπει καλέ, γράφει κακές λέξεις φανερά, κανένας δεν μπορεί να την λογοκρίνει τι ευτυχία, αναμασά μαλάκες, σκατά και πουτάνες τρεις φορές την μέρα πριν το φαγητό για να ανοίξει η όρεξη, κατάδηλα ευτυχής που εκφέρει αιρετικό λόγο. Μιμείται τους βάρβαρους ξένους, κλέβει τα κόλπα τους, μαθαίνει γρήγορα (το Ελληνικό δαιμόνιο δεν κρύβεται αγάπη μου, όλους θα τους φάμε, θα δεις) και ακκίζεται. Το βράδυ γέρνει στο μαξιλάρι χαμογελώντας για όσα με παρρησία και θάρρος ξεστόμισε.
Η Ελλάδα ως γνωστόν δεν διαβάζει. Αλλά γράφει. Κι αν δεν γράφει, σχολιάζει. Και αν δεν σχολιάζει παρακολουθεί. Σελίδες, πύλες, προφίλ, κανάλια. Αν τα bits ήταν ευρά θα είχαμε βγει από την κρίση χρέους. Την γνωστή κρίση. Που μας έχει οδηγήσει στην ανέχεια και στην ύφεση. Και εναντίον της οποίας πρέπει να επαναστατήσουμε. Εικονικώς. Γράψε, μοίρασε, σχολίασε, καυγάδισε, βρίσε τον επώνυμο, τον πολιτικό, ξαναμοίρασε, ξανασχολίασε, βρίσε τον ανώνυμο εικονικό σου φίλο, ανέβασε φωτογραφία, γράψε κείμενο, μάζεψε αναγνώστες, επαναστάτησε. Ταχρίρ- Σύνταγμα με το τρόλλεϋ 10, στάση Καλλιφρονά δεν έχει, ας σταματήσουμε στις Τζιτζιφιές να φάμε και μαρίδα. Πιο έξυπνοι είναι οι Αιγύπτιοι; Και οι Ισπανοί; Μας είπαν ότι κοιμόμαστε. Ξυπνήσαμε. Το κάναμε εκδήλωση στο facebook. Και αγανακτήσαμε. Μετά μας πέρασε. Δεν πειράζει. Όλο και κάποιος θα βρεθεί να μας βρίσει ξανά. Θα ξαναξυπνήσουμε πού θα πάει.
Το διαδίκτυο στην Ελλάδα λειτουργεί ως άτυπος διαχειριστής οργής. Ως κυματοθραύστης της αδικίας και της ανομίας που επιτίθεται ανοιχτά, πρόστυχα και χυδαία. Λένε ότι αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν κάτι θα ήταν παράνομες. Λέω ότι αν το διαδίκτυο μπορούσε να αλλάξει κάτι θα είχε καταργηθεί. Ελάχιστοι ξεφεύγουν από τις εύκολες φόρμες, οι περισσότεροι μένουν στο ότι έβρισαν τον πολιτικό ή τον δημοσιογράφο και κοιμούνται ήσυχοι. Ζούμε στην εποχή του γενναίου, νέου κόσμου του Χάξλεϊ (Aldous Huxley). Η οργή απλώνεται, σχηματοποιείται, λειαίνεται και ξεχνιέται. Μέχρι την επόμενη μέρα. Ανακυκλώνουμε την πίκρα μας κυνηγώντας τις ίδιες μας τις ουρές. Μέσα στην φάκα.
Η επανάσταση απαιτεί αυταπάρνηση. Πολύ φοβάμαι ότι το στοιχείο αυτό εκλείπει από το ανομοιογενές πλήθος που έχουμε καταντήσει. Ο χρόνος που αναλώνεται στην επικοινωνία των δράσεων και αντιδράσεων έναντι της ύφεσης και της κατάρρευσης της αγοράς και της κοινωνίας είναι διπλάσιος από αυτόν της ίδιας της δράσης. Η εικόνα επιτίθεται με βιαιότητα στην ουσία και νικάει κατά κράτος. Όταν ζεις σε απολυταρχικό καθεστώς τον ξέρεις τον εχθρό, απέναντί σου είναι και η γνώση αυτή σού δίνει δύναμη να αντιπαλέψεις. Όταν όμως βιώνεις επιφάσεις δημοκρατίας και ελεύθερου και ανοιχτού διαλόγου απολαμβάνεις την εικονική, ιδιάζουσα ελευθερία σου και μένεις με το ποντίκι στο χέρι. Ξεσπάς, θυμώνεις, ουρλιάζεις, λυπάσαι εικονικά και έτσι γίνεσαι πειθήνιο όργανο με τρανταχτό άλλοθι.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει λόγος να εφαρμόσουν ούτε sopa ούτε pipa. Βουτήξαμε στα βαθιά των ωκεανών της πληροφορίας χωρίς σωσίβιο ή έστω μίτο. Μετά από κάθε διαδικτυακή βραδιά με λίγο απ’ όλα (πέντε περιπαιχτικά σχόλια, τρία εξυπνακίστικα, δύο τουίτς αποφθεγμάτων, μια σοβαρή ανάρτηση για το γεγονός της ημέρας, δέκα βρισίδια ή μπράβο στους συντάκτες στα μεγάλα πόρταλς, τσατ με την γκόμενα που ψήνεται, τραγουδάκι για το αγόρι στο απέναντι προφίλ, μπόλικη αγανάκτηση και τριάντα αναστεναγμούς για την κατάντια της χώρας), καθετί μας έχει ξεθυμάνει και ξεπλυθεί. Η οργή, η αγανάκτηση, η πίκρα, ο θυμός ακόμα και η απόγνωση. Η υπερπληροφόρηση, τα απανωτά κλικ, οι οθόνες που εναλλάσσονται σκεπάζουν με καταχνιά τα συναισθήματά μας αφού εικονικώς το κάναμε το καθήκον μας. Φωνάξαμε, κλάψαμε, αντιδράσαμε, επαναστατήσαμε, εκτονωθήκαμε. Εικονικώς.
Ακολουθεί η ματιά του Stuart McMillen επί του βιβλίου του Neil Postman Amusing ourselves to death. Μια ενδιαφέρουσα άποψη. Οι εικόνες στάλθηκαν από φίλο μέσω email και έτσι δεν γνωρίζω ποιος είναι ο μεταφραστής.
Το κείμενο στηρίζεται σε προσωπικά μου βιώματα. Δεν έχω ελέγξει ημερομηνίες ή/και στατιστικές για τις απαρχές του Ελληνικού Internet.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου