Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

«Πάνω από την έρημο της τέχνης, το σούρουπο…»

                                                                                                                                                                                                               



    
    Σκέψεις για την κρίση, την τέχνη και την αριστερά

                                                                                                                    
του Βασίλη Τσιράκη


Το Γενάρη του 2002 οι άνθρωποι που περίμεναν υπομονετικά στην ουρά μπροστά στο θέατρο «Κολόν» του Μπουένος Άιρες βαστούσαν στα χέρια τους όχι το αντίτιμο του εισιτήριου, αλλά πακέτα ρύζι, μακαρόνια και άλλα τυποποιημένα τρόφιμα, τα περισσότερα ίσως απαλλοτριωμένα από κάποια έφοδο στο σούπερ Μάρκετ της γειτονιάς τους. Η δε ουρά στην είσοδο έφτανε ως τη διπλανή πλατεία, όπου όλως παραδόξως τον τελευταίο καιρό είχαν κάνει την εμφάνιση τους νέοι πλανόδιοι ζωγράφοι, γλύπτες, αλλά και χαλκοποιοί και ξυλοποιοί που δοκίμαζαν να πουλήσουν τις ζωγραφιές και τις κατασκευές τους.
Η κρίση γκρεμίζοντας τα κεκτημένα και τα αυτονόητα, τις βεβαιότητες και τα σημεία αναφοράς, μεταβάλει ραγδαία τον τρόπο ζωής, αλλά και τον τρόπο σκέψης των «κάτω» και κυρίως όσων υφίστανται άμεσα και με βάρβαρο τρόπο τις συνέπειες της. Η άρση της κανονικότητας και η ανασφάλεια που αυτή προκαλεί, δημιουργεί νέα δεδομένα και οξύνει τις εσωτερικές αντιθέσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, προκαλώντας αλλαγές όχι μόνο στις συμπεριφορές, αλλά και στις συνειδήσεις σημαντικού κομματιού της κοινωνίας.
Το κομμάτι αυτό αρχίζει να δραστηριοποιείται, να ερευνά και να ζυμώνεται,  επιχειρώντας να εμβαθύνει στις αιτίες, με στόχο να επανοηματοδοτήσει την κρίση και να επαναπροσδιοριστεί συνολικά απέναντι της, για να μπορέσει έτσι να διαχειριστεί καλύτερα τις επιπτώσεις της, τόσο στο επίπεδο της οικονομικής του κατάστασης, όσο και στο επίπεδο της ψυχολογικής. Διαφορετικά όπως χαρακτηριστικά έχει γραφεί, «η συνεχής φροντίδα για την επιβίωση κάνει τον άνθρωπο αδύναμο, δουλικό, για λύπηση»*2.
Ακόμα η αναγκαστική μείωση του καταναλωτισμού ωθεί τα θύματα της κρίσης σε άλλες διεξόδους αυτοεπιβεβαίωσης, με ένα μέρος τους να  στρέφεται από την κατανάλωση προς την «παραγωγή», την όποια παραγωγή έχει τη δυνατότητα να πραγματώσει και να «πουλήσει». Παραγωγή ιδεών και πολιτικών προτάσεων, αλλά και καλλιτεχνικής δημιουργίας, όπως και παραγωγή αγροτικών προϊόντων, ή ακόμα κατασκευή και επισκευή βασικών υλικών και αντικειμένων της καθημερινής ζωής.
Από αυτή τη σκοπιά θα μπορούσε να ειδωθεί και το κίνημα των πλατειών, ως πρωτίστως πολιτιστικό γεγονός, ως χώρος πρωταρχικής συσσώρευσης της επανανοηματοδότησης της κρίσης, ως η αυθόρμητη πρώτη κίνηση «παραγωγής» όσων απώλεσαν την κανονικότητα τους. Ίσως έτσι θα μπορούσε να εξηγηθεί και ή ελλειμματική παρουσία ενεργών στρωμάτων της κοινωνίας από τις πλατείες (όπως των φοιτητών), στρωμάτων που στην πλειοψηφία τους η κρίση έπληξε είτε έμμεσα, είτε σε βαθμό που να μη μεταβάλει την κανονικότητα τους.
Και βέβαια η τέχνη ως κομμάτι του κοινωνικού γίγνεσθαι δεν μπορεί να απουσιάζει από αυτή τη νέα απόπειρα «παραγωγής». Η ιστορία έχει αποδείξει πως σε μαύρες εποχές, η τέχνη όχι μόνο δεν περικόπτεται ως είδος πολυτελείας, αλλά αντίθετα αναπτύσσεται ως αναγκαιότητα περισσότερο παρά ως επιλογή.
Όμως το ότι η τέχνη δεν μπορεί πια να επιβιώσει ως επιλογή διασκέδασης ή ως βραδινή δημόσια εμφάνιση, ή ακόμα το ότι δεν μπορεί να μεταπλαστεί σε τραγούδι η απώλεια των χρημάτων ενός φιλάργυρου ή η μείωση των κερδών ενός καπιταλιστή, δεν σημαίνει πως η τέχνη της κρίσης θα είναι νομοτελειακά ανατρεπτική. Είναι δυνατό να κυριαρχήσει η άλλη πλευρά της, η τέχνη της εσωστρέφειας και της ατομικής διαφυγής, η τέχνη της νοσταλγίας ή ακόμη της λησμονιάς, η τέχνη ως παρηγορήτρα, ως νάρκωση και ανακούφιση, η τέχνη ως αυνανισμός.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ελληνική λογοτεχνία στη διάρκεια της κατοχής, «ένα λίγο-πολύ ένοχο μυστικό»*3 από όπου απουσιάζει πλήρως όχι μόνο ο αγώνας ενάντια στον κατακτητή, αλλά και η ίδια η φτώχεια, η καταπίεση και η πείνα και στη θέση τους κυριαρχούν θέματα ρηχά και ανάλαφρα, ώστε «η τέχνη να μην καταφέρνει ως την ώρα, μήτε κι απόμακρα να πλησιάσει τη γιγάντια πραγματικότητα»*4.
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έγραφε πως οι εποχές της φρίκης, τραγουδούν τα τραγούδια της φρίκης. Όμως το νέο περιεχόμενο στο βαθμό και στο χρόνο που εμφανίζεται, αναζητά νέες φόρμες και εκφραστικά μέσα, επιδιώκοντας την υπέρβαση του παλιού μέσα από πειραματισμούς που να ανατρέπουν την μέχρι τότε αίσθηση του ωραίου. Ακλόνητα παραδείγματα ο φουτουρισμός, αλλά και ο σουπρεματισμός και ο κονστρουκτιβισμός πριν και μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, ο ντανταϊσμός του Α’ παγκόσμιου πολέμου και ο σουρεαλισμός του μεσοπολέμου, το θέατρο του παραλόγου του Β΄ παγκόσμιου πολέμου, η τέχνη του Μάη, η πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα κλπ.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως η τέχνη των «κάτω» σε περιόδους κρίσης θα δώσει απαραίτητα και εξ αρχής έργα υψηλής αισθητικής και ποιότητας. Αν συμφωνήσουμε πως τα τραγούδια της φρίκης μπορούν να γράψουν μόνο όσοι έχουν γευτεί στον ένα ή άλλο βαθμό τη φρίκη, τότε «…τα έργα των προλεταριακών ποιητών, ανεξάρτητα από την καλλιτεχνική τους αξία, είναι κιόλας σημαντικά από το γεγονός του άμεσου δεσμού τους με τη ζωή της τάξης.»*5.
Γιατί ίσως σε μαύρες εποχές τέχνη είναι να αγωνίζεσαι και το στυλ είναι η τάξη που εκπροσωπείς, γιατί σε εποχές όξυνσης της ταξικής πάλης μια εφημερίδα τοίχου στην πύλη ενός εργοστάσιου, ίσως να υπερέχει αισθητικά ενός πίνακα ζωγραφικής μέσα στην αποστειρωμένη αίθουσα ενός μουσείου.
Όπως τα τραγούδια και ο χορός στο Σύνταγμα, όπου η σκηνή της επιστροφής του κόσμου στην πλατεία τραγουδώντας μετά την άγρια καταστολή των ΜΑΤ, είχε στοιχεία μιας άλλης αισθητικής υψηλής καλλιτεχνικής αξίας, μη συγκρίσιμης τελικά με την αισθητική της «κανονικής» τέχνης, μια που η σκηνή της πλατείας μας ανακάλεσε στη μνήμη την αντίστοιχη σκηνή του «Θίασου».
Δεν θα σταθούμε εδώ στην ενδιαφέρουσα διαμάχη στους κόλπους του μαρξισμού για το αν μπορεί να υπάρξει προλεταριακή κουλτούρα και τέχνη. Αυτό όμως που θέλουμε να επισημάνουμε με έμφαση είναι πως τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο και ότι αν τα αποκόψουμε από το πλέγμα των σχέσεων που τα διέπουν γίνονται ακατανόητα, όπως ακριβώς το μαύρο τετράγωνο του Μάλεβιτς χάνει κάθε καλλιτεχνική αξία αν αποκοπεί από τις κοινωνικές διεργασίες της εποχής.
Σήμερα λοιπόν είναι επιτακτική ανάγκη να ανοίξει η αριστερά τη συζήτηση για την τέχνη και να σκύψει με περισσότερη προσοχή και σεβασμό στην τέχνη των «κάτω», λαμβάνοντας υπόψη τις νέες ιστορικές συνθήκες και το περιβάλλον στο οποίο παράγεται, αλλά και τον τρόπο που παράγεται, τις δυσκολίες και τα προβλήματα του εργάτη δημιουργού.
Κυρίως όμως να προσαρμόσει την αισθητική της αντίληψη στη νέα πραγματικότητα εκτιμώντας την ιδιαιτερότητα και την χρηστικότητα της ερασιτεχνικής δημιουργίας, ιδιαίτερα όταν αυτή παίρνει συλλογική έκφραση μέσα στους ίδιους τους δρόμους του αγώνα, δείχνοντας πως οι πράξεις αντίστασης, οι απεργίες, οι καταλήψεις, οι διαδηλώσεις είναι πρωταρχικά στοιχεία δημιουργίας εργατικού πολιτισμού και αδιάσειστες ενδείξεις πως οι «κάτω» μπορούν να έχουν τη δική τους φωνή και ζωή. 
Γιατί αν η τέχνη που παράγεται μέσα σ’ ένα ιστορικό γεγονός είναι ταυτόχρονα και μέτρο αξιολόγησης του, (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Δεκέμβρη του 08, όπου η διακοπή των θεατρικών παραστάσεων αντιστοιχούσε στην επί δυο εβδομάδες διακοπή της κανονικότητας της λειτουργίας της κοινωνίας), τότε πάνω από τη σημερινή έρημο της τέχνης βρίσκεται κάποιο σούρουπο… Κι ας κάνουμε ότι περνά από το χέρι μας για να είναι το σούρουπο αυτό, το τέλος της βαρβαρότητας.


Βασίλης Τσιράκης

*1. Από τη διακήρυξη της καλλιτεχνικής ομάδας «Κουζνίτσα», στο έργο του Λ. Τρότσκι «Λογοτεχνία και επανάσταση». Εκδόσεις Θεωρία 1982.
*2. Γ.Β Πλεχάνωφ «Αισθητική». Εκδόσεις Αναγνωστίδη
*3. Αγγέλας Καστρινάκη «Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950». Εκδόσεις «ΠΟΛΙΣ».
*4. Λόγια του Μάρκου Αυγέρη το Φλεβάρη του 1946 στο ίδιο έργο.
*5. Λόγια του Πλέτνεβ στο «Λογοτεχνία και επανάσταση».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου