Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Διορθωτική της αγοράς η «κοινωνική οικονομία»



                                                                      
ΣΤΕΝΑ ΠΡΟΝΟΙΑΚΟΣ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΕΘΗΚΕ



Του
Γιάννη Ευσταθόπουλου

Eνα έτος μετά την αρχική του εξαγγελία, το πολυαναμενόμενο νομοσχέδιο για την «Κοινωνική Οικονομία και Κοινωνική Επιχειρηματικότητα» κατατέθηκε από το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης στις αρχές Αυγούστου. Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο καθοριστικής σημασίας για το μέλλον και τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα, το οποίο όμως παρουσιάζει μεγάλες αδυναμίες. Όπως καταδεικνύεται στην συνέχεια, το σχέδιο νόμου προωθεί μια εκδοχή της κοινωνικής οικονομίας προσανατολισμένη κυρίως στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών και στην εργασιακή ένταξη ατόμων που ανήκουν σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Υπό τη συγκεκριμένη οπτική, η κοινωνική οικονομία εκλαμβάνεται ως υπολειμματικός τομέας της καπιταλιστικής οικονομίας, με πρωταρχική αποστολή τη διόρθωση «αποτυχιών» της αγοράς και του κράτους.
Το σχέδιο νόμου τείνει προς μια σοσιαλφιλελεύθερη εκδοχή της κοινωνικής οικονομίας
Το νομοσχέδιο ορίζει την κοινωνική οικονομία ως «το σύνολο των οικονομικών, επιχειρηματικών, παραγωγικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων, οι οποίες αναλαμβάνονται από νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, των οποίων ο καταστατικός σκοπός είναι η επιδίωξη του συλλογικού οφέλους και η εξυπηρέτηση γενικότερων κοινωνικών συμφερόντων». Πρόκειται για έναν μάλλον ανεπαρκή ορισμό της κοινωνικής οικονομίας. Αντίθετα, ο ορισμός που δίνει το CIRIEC1, ένα εκ των κορυφαίων διεθνών ερευνητικών δικτύων για την κοινωνική οικονομία, προσφέρει μια σαφώς πιο πιστή περιγραφή του εύρους και της ποικιλομορφίας που παρουσιάζει σήμερα ο συγκεκριμένος «τομέας». Συνοπτικά, ο συγκεκριμένος ορισμός διακρίνει δύο βασικές ομάδες φορέων κοινωνικής οικονομίας, ήτοι:
* Οργανισμούς και επιχειρήσεις συνεταιριστικού χαρακτήρα που δραστηριοποιούνται σε αγοραίες δραστηριότητες και που εξυπηρετούν τις ανάγκες των μελών τους. Οι εν λόγω οργανισμοί είναι, ως επί το πλείστον, εκτεθειμένοι στον ανταγωνισμό, λειτουργούν με δημοκρατικές αρχές και θέτουν ως πρωταρχικό στόχο την προάσπιση της απασχόλησης και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Σημειώνεται ότι οι εν λόγω φορείς δεν απασχολούν υποχρεωτικά άτομα από ευπαθείς πληθυσμιακές ομάδες. Ως εκ τούτου, ο «κοινωνικός» τους χαρακτήρας δεν έγκειται στη φύση των προϊόντων και των υπηρεσιών τους ή στα χαρακτηριστικά των μελών τους αλλά σε στόχους όπως η συμβολή στην απασχόληση, η διασφάλιση του ελέγχου των εργαζομένων επί της εργασίας τους και η δίκαιη κατανομή του παραγόμενου πλούτου.
* Η δεύτερη ομάδα συγκροτείται από οργανισμούς που παρέχουν (μη αγοραίες) κοινωνικές υπηρεσίες ή που παράγουν εμπορεύσιμα αγαθά, επιδιώκοντας ωστόσο την εργασιακή και κοινωνική ένταξη ευπαθών ομάδων.
Η προσέγγιση του νομοσχεδίου κατατείνει προς τη δεύτερη ομάδα φορέων, όπως υποδεικνύει η πρόβλεψη ορισμών για την «κοινωνική φροντίδα» αλλά και η περιγραφή του «συλλογικού σκοπού», οι δράσεις για την εξυπηρέτηση του οποίου είναι «ιδίως οι πολιτιστικές, οι περιβαλλοντικές, οι οικολογικές δραστηριότητες, η αξιοποίηση και ανάδειξη τοπικών προϊόντων, η παροχή κοινωνικών υπηρεσιών».
Συνολικά, η προσέγγιση του νομοσχεδίου εντάσσεται σε ένα «μινιμαλιστικό» σχέδιο ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας, την οποία αντιλαμβάνεται ως «οικονομία ένταξης» των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού και καταπολέμησης της μεγάλης φτώχειας. Λαμβάνοντας ως παράδειγμα τη βρετανική, γαλλική και σουηδική εμπειρία, εκτιμάται ότι οι κοινωνικές επιχειρήσεις έχουν εδραιωθεί και σε νέους τομείς, πέραν της ένταξης ευπαθών ομάδων, όπως στην κάλυψη κοινωνικών αναγκών εξαιτίας της ελλιπούς παροχής δημόσιων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας2 ή ακόμα στην παροχή «εξωτερικευμένων» κοινωνικών υπηρεσιών της Τ.Α. με χαμηλότερο κόστος3.
Συνολικά, το νομοσχέδιο ευθυγραμμίζεται με τη μέχρι σήμερα εγχώρια εμπειρία στο συγκεκριμένο πεδίο. Η κυρίαρχη αντίληψη περί κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα φαίνεται να περιορίζεται στον προνοιακό χαρακτήρα των εν λόγω επιχειρήσεων, είτε αυτός αφορά τα χαρακτηριστικά των παρεχόμενων υπηρεσιών (κοινωνική φροντίδα), είτε τη στελέχωση των επιχειρήσεων (ένταξη ευπαθών ομάδων). Στην εδραίωση αυτής της αντίληψης συνέβαλαν, μεταξύ άλλων, τα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά προγράμματα για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού, που λειτούργησαν ως προνομιακό πεδίο ανάπτυξης δράσεων κοινωνικής οικονομίας προνοιακού, ως επί το πλείστον, χαρακτήρα.

Η κοινωνική οικονομία ως πεδίο εφαρμογής πολιτικών απασχόλησης προνοιακού χαρακτήρα
Πέραν αυτού, ιδιαίτερες ανησυχίες προκαλεί ο ορισμός των ευπαθών ομάδων του πληθυσμού που προβλέπονται ως μέλη/εργαζόμενοι ή αποδέκτες των παρεχόμενων, από τις κοινωνικές επιχειρήσεις, υπηρεσιών. Το σχέδιο νόμου διακρίνει τις ευπαθείς ομάδες σε «ευάλωτες», στις οποίες εντάσσεται μια ευρεία κατηγορία ομάδων του πληθυσμού με «πραγματικά» προβλήματα (π.χ. άτομα με ειδικές ανάγκες, εξαρτημένοι από ουσίες κ.λπ.) και σε «ειδικές» ομάδες πληθυσμού, στις οποίες συγκαταλέγονται σχεδόν όλες οι κατηγορίες ανέργων. Το γεγονός αυτό ενέχει σοβαρούς κινδύνους. Πρώτον, επειδή ο χαρακτηρισμός των ανέργων ως «ευπαθούς ομάδας» σηματοδοτεί μια επικίνδυνη διολίσθηση των πολιτικών απασχόλησης προς μια προνοιακή αντίληψη τόσο των αιτίων όσο και των πολιτικών αντιμετώπισης της ανεργίας. Παραβλέπεται δηλαδή ότι η ανεργία οφείλεται πρωτίστως στα χαρακτηριστικά της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής στην Ευρώπη και στην Ελλάδα και στην κατάργηση του στόχου της πλήρους απασχόλησης. Ως αποτέλεσμα, οι άνεργοι γκετοποιούνται σε μια υποδεέστερη κατηγορία που δεν απολαμβάνει ούτε τα εργασιακά δικαιώματα ούτε τις απολαβές των «κανονικών» εργαζομένων. Δεύτερον, επειδή η δυνατότητα ανάθεσης προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας από τους ΟΤΑ και το Δημόσιο σε κοινωνικές επιχειρήσεις θέτει τις βάσεις για την εδραίωση πελατειακών σχέσεων υποβιβάζοντάς τες σε ένα ευκαιριακό εγχείρημα πελατειακού χαρακτήρα, το όραμα και η πνοή του οποίου θα οριοθετείται μοιραία από τη διάρκεια και το ύψος των χρηματοδοτήσεων του ΕΣΠΑ.
Οι κατηγορίες Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων
Η περιγραφή των τριών κατηγοριών κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων (ΚοινΣΕπ.) που θεσπίζονται συμβάλλει στο να αναδειχθούν καλύτερα οι προφανείς αδυναμίες του νομοσχεδίου:
* «Κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις κοινωνικής φροντίδας». Όπως έχει αφήσει να εννοηθεί το ίδιο το Υπουργείο Εργασίας (επί υπουργίας Λ. Κατσέλη), οι εν λόγω επιχειρήσεις θα υπογράφουν συμφωνίες με το Δημόσιο και την Τ.Α. για την παροχή υπηρεσιών κοινωνικού και προνοιακού χαρακτήρα. Μάλιστα, αναφέρθηκε ρητά ο στόχος της μετεξέλιξης των «υφιστάμενων μη βιώσιμων δομών κοινωνικής προστασίας και πρόνοιας σε κοινωνικές επιχειρήσεις». Η συγκεκριμένη διατύπωση επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι το κίνημα κοινωνικής επιχειρηματικότητας, οδηγούμενο από μια παράλληλη εντύπωση ότι το κράτος πρόνοιας έχει αποτύχει, αναπτύχθηκε ως μια «καινοτόμος προσέγγιση για την αντιμετώπιση πολύπλοκων αναγκών»4, απηχώντας την ανερχόμενη ιδέα ότι ο επιμερισμός πόρων βάσει της ιδιωτικής αγοράς αποφέρει πιο αποδοτικά αποτελέσματα.
* «Κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις συλλογικού σκοπού», οι οποίες αφορούν την παραγωγή προϊόντων και παροχή υπηρεσιών για την ικανοποίηση των αναγκών της συλλογικότητας (πολιτισμός, περιβάλλον, οικολογία, εκπαίδευση, παροχές κοινής ωφέλειας, αξιοποίηση τοπικών προϊόντων, διατήρηση παραδοσιακών δραστηριοτήτων και επαγγελμάτων κ.ά.). Υπό προϋποθέσεις, οι εν λόγω επιχειρήσεις μπορούν να συνεισφέρουν στην αξιοποίηση του τοπικού κοινωνικού κεφαλαίου. Ο κίνδυνος των πελατειακών και ευκαιριακών πρακτικών συνεχίζει ωστόσο να ελλοχεύει και στην περίπτωση αυτής της κατηγορίας επιχειρήσεων, δεδομένου ότι οι παρεχόμενες υπηρεσίες, όπως αυτές περιγράφονται στο νόμο, είναι εξαρτημένες σε πολύ υψηλό βαθμό από δημόσιους χρηματοδοτικούς πόρους.
* «Κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις ένταξης». Στις εν λόγω επιχειρήσεις θα απασχολούνται άτομα που ανήκουν στις «ευάλωτες» ομάδες του πληθυσμού με στόχο την κοινωνική και εργασιακή τους ένταξη. Αυτή η προοπτική μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται αυστηρά κριτήρια για τη στελέχωση, λειτουργία και αξιολόγηση αυτής της κατηγορίας επιχειρήσεων, όπως έχει αποδείξει, για παράδειγμα, ο θεσμός των Κοινωνικών Συνεταιρισμών Περιορισμένης Ευθύνης (Κοι.Σ.Π.Ε.) που ασχολείται με την κοινωνική και επαγγελματική ένταξη ατόμων με ψυχοκοινωνικά προβλήματα.

Εναλλακτικές προσεγγίσεις και εμπειρίες της Κοινωνικής Οικονομίας
Το σημαντικότερο ίσως πρόβλημα του νομοσχεδίου, πέραν των όσων αναφέρθηκαν προηγουμένως, έγκειται στη μη αναγνώριση και στήριξη πρωτοβουλιών που εμπίπτουν στη λογική της «αλληλέγγυας οικονομίας». Τόσο η διεθνής εμπειρία των Scop (Γαλλία)5 και των Sociedades Laborales/ Cooperativas (Ισπανία) όσο και ορισμένες αξιόλογες πρωτοβουλίες στην Ελλάδα μπορούν να στηρίξουν ένα εναλλακτικό υπόδειγμα συγκρότησης της κοινωνικής οικονομίας. Οι εν λόγω κοινωνικές επιχειρήσεις, που θα μπορούσαν να προσδιοριστούν ως «παραγωγικού σκοπού», διαφοροποιούνται σε τέσσερα τουλάχιστον σημεία από τις προαναφερθείσες μορφές:
* Δραστηριοποιούνται με επιτυχία σε όλους τους τομείς της οικονομίας.
* Αποσκοπούν στη δημιουργία σταθερών και ποιοτικών θέσεων εργασίας. Αντιθέτως, η εξάρτηση των κοινωνικών επιχειρήσεων του νομοσχεδίου από δημόσιους χρηματοδοτικούς πόρους καθιστά τις θέσεις εργασίας ιδιαιτέρως επισφαλείς. Το γεγονός αυτό αντιβαίνει συνολικότερα στις θεμελιώδεις αρχές της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας ως διαύλου πραγματικής οικονομικής, εργασιακής και κοινωνικής χειραφέτησης των μελών της.
* Όχι μόνο δεν επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό -πέραν των πόρων που απαιτούνται για την ίδρυση και αρχική ανάπτυξη της επιχείρησης- αλλά παράγουν πλούτο και συνεισφέρουν στην οικονομική ανάπτυξη.
* Τέλος, συμβάλλουν σε μια δικαιότερη κατανομή του παραγόμενου πλούτου, καταπολεμώντας τις κραυγαλέες εισοδηματικές ανισότητες των μεγάλων επιχειρήσεων και πολυεθνικών – ανισότητες που αποτελούν και τη βαθύτερη αιτία της σημερινής παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης.


Σημειώσεις
1. CIRIEC (2007) «Τhe social economy in the European Union».
2. Defourny, J., Nyssens, M. (2008) «Social Enterprises in Europe: Recent trends and developments», EMES, Working Paper No 08/01.
3. Fremeaux, P. (2011) «Et si l’economie sociale et solidaire changeait d’echelle?», Alternatives Economiques Poche, No 49, Avril 2011.
4. Johnson, S. (2000) «Social Entrepreneurship Literature Review», Canadian Centre for Social Entrepreneurship.
5. Δρόσου Ιωάννα, «Γαλλικοί Εργατικοί Παραγωγικοί Συνεταιρισμοί», Η Εποχή, 7/11/2010.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου