του Μέθεξις
«Τι περιμένουμε;», με ρώτησε ένας σύντροφος εχτές, γεμάτος παράπονο και αγωνία. «Μα καλά, δεν βλέπει ο κόσμος που πάμε; Τι άλλο θα χρειαστεί για να ξεσηκωθεί; Πόσο ακόμα θα ανέχεται αυτή τη κατάσταση;»
Η αλήθεια είναι πως δυσκολεύτηκα να απαντήσω, για λίγο ένοιωσα άσχημα, συνειδητοποιώντας πως δεν είχα έτοιμη απάντηση στο ερώτημα. Όλα τα στερεότυπα που πέρασαν από το μυαλό μου, μου φάνηκαν ξαφνικά ανούσια και άχρηστα στην προσπάθεια να απαντήσω. Νέος ο σύντροφος, καμιά 25αρια χρονών, ακόμα ταλαντεύεται ανάμεσα στα Μαρξιστικά και τα Αναρχικά προτάγματα αλλά μαχητικός και ζωηρός στο διάλογο, με τεράστια όρεξη και συχνά αξιοθαύμαστη έμπνευση. Δεν έχει ακόμα περάσει στο στάδιο της απογοήτευσης από το κίνημα, ελπίζει ακόμα στην επανάσταση που θα ξεσπάσει από στιγμή σε στιγμή. Οι απορίες του έχουν να κάνουν μόνο με την «καθυστέρηση» της επανάστασης και όχι με την ίδια την ύπαρξη μιας επαναστατικής πραγματικότητας.
Εγώ από την άλλη, αν και πάντα αισιόδοξος, τελευταία έχω αρχίσει να αμφιβάλλω σοβαρά για την εξεγερσιακή ετοιμότητα των καιρών μας. Έχοντας ακόμα νωπή στη μνήμη την προδοτική για το κίνημα στάση των ορθόδοξων κομμουνιστών, την καθεστωτική κωλοτούμπα των υπολοίπων αριστερών αλλά και την πρόδηλη ανικανότητα του αναρχικού χώρου να ξεπεράσει τα δικά του στερεότυπα κατά τη διάρκεια των τελευταίων μαζικών κινητοποιήσεων, βρίσκομαι σε μια φάση άρνησης αλλά και διακαούς πόθου για την «επερχόμενη» εξέγερση. Τη μια σκέφτομαι πως δεν υπάρχει πραγματικό εξεγερσιακό υποκείμενο, την άλλη αναγνωρίζω εξεγερσιακές διαθέσεις σε μεγάλες πλέον μάζες του κόσμου. Τη μια παρασύρομαι στη δίνη της καταθλιπτικής παραδοχής μιας τεράστιας ήττας και της χαμένης ευκαιρίας, την άλλη παραδίδομαι στη ελπιδοφόρα φρενίτιδα κάθε στιγμής σε κάθε πορεία, σε κάθε συγκέντρωση.
Όχι, δεν θεωρώ πως είμαι διχασμένη προσωπικότητα, ούτε φοβάμαι μην τα χάνω σιγά σιγά. Μάλλον, όπως και το κίνημα, περνάω και εγώ την πολιτική μου κλιμακτήριο. Οι πολιτικές μου ορμόνες έχουν τρελαθεί και το πολιτικό μου κριτήριο λειτουργεί σαν βελόνα πυξίδας πάνω από περιστρεφόμενο μαγνήτη. Φταίει η ηλικία μου, φταίει η πίεση που δέχομαι από παντού, φταίει η αγωνία για επιβίωση, φταίνε τα χρέη, φταίνε τα χημικά που μας ψεκάσανε, φταίει τι φταίει;
Μάλλον δεν θα το μάθω ποτέ αλλά δεν με νοιάζει κιόλας. Το μόνο που με νοιάζει τούτη τη στιγμή, είναι να βρω μια απάντηση στο ερώτημα του νεαρού συντρόφου. Στο ίδιο ερώτημα που κατατρώει και τα δικά μου σωθικά, και τα σωθικά πολλών ακόμα. Τι περιμένουμε;
Ξενύχτησα απόψε, διαβάζοντας στη μπλογκόσφαιρα τη γνώμη άλλων, ίσως πιο έμπειρων, ίσως πιο έξυπνων από μένα, προσπαθώντας να βρω μιαν απάντηση, αλλά μάταια. Τίποτα πειστικό, τίποτα καινούργιο. Απ’ ότι φαίνεται μάλλον όλοι την ίδια απορία έχουμε, την ίδια έκπληξη για το ανεξήγητο. Υπάρχουν φυσικά οι «γραμμές» και οι «ορθόδοξες» αναλύσεις, οι προκάτ απαντήσεις που συνηθίζονται από χώρους που μόνιμα αντιμετωπίζουν κάτι ως πραγματικό μόνο όταν οι ίδιοι το ορίσουν ως τέτοιο. Αλλά αυτοί δεν με αφορούν, άλλωστε είναι και οι λιγότεροι πλέον.
Και ξαφνικά, το κατάλαβα, σαν αναλαμπή στο σκοτάδι μου φώτισε το νου. Μόνο έτσι θα μάθουμε την απάντηση. Όχι στο πληθυντικό, στον ενικό πρέπει να ρωτάμε, κάθε πρωί τον καθρέπτη μας και κάθε στιγμή το διπλανό μας. Όχι εμείς, αλλά εγώ, εσύ.
«Τι περιμένεις ρε μαλάκα;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου