Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

Το «The Wall» βγήκε το 1979 ως κλασική ροκ όπερα – στο στιλ του «Tommy» των Who. Μια ιστορία ενδιαφέρουσα, με ψυχολογικές πτυχές, υπαρξιακές αγωνίες και τα σχετικά. Όμως επειδή οι Pink Floyd –δηλαδή ο Roger Waters– ήταν συνηθισμένοι σε concept δουλειές (σχεδόν κάθε άλμπουμ τους περιστρέφεται γύρω από κάποια κεντρική ιδέα), το μουσικό μέρος είχε πλούτο –και γοητεία– που δεν υπολειπόταν των συνήθων στάνταρντ των Floyd. Έτσι, ο ακροατής του τότε μπορούσε να είναι ευχαριστημένος με τις τέσσερις πλευρές του original διπλού LP. Αλλά για τον ίδιο τον Waters το «The Wall» σηματοδότησε την αρχή της περιόδου απομάκρυνσής του από το συγκρότημα, καθώς το ίδιο το έργο –με οποιαδήποτε «θεραπευτική» δράση ή επίδραση κι αν είχε πάνω του– δεν μπόρεσε να τον κάνει να αποκτήσει ξανά το αρχικό ενδιαφέρον του για το γκρουπ.Σήμερα, έπειτα από πάνω τριάντα χρόνια, οι παιδικοί φόβοι έχουν διευρυνθεί κι έχουν γίνει μαζικοί. Ολόκληρα κράτη και κοινωνίες ζουν υπό καθεστώς τρόμου – και όχι μόνο. Συνεπώς, το «The Wall» φαντάζει πιο επίκαιρο πλέον. Αυτό έκανε τον Roger Waters να ανεβάσει ξανά το θρυλικό έργο του – ξεκινώντας από την αμερικάνικη ήπειρο στις αρχές του περασμένου φθινοπώρου και περνώντας τώρα στην Ευρώπη. Μάλιστα, ο γνωστός κι εκφρασμένος φιλελληνισμός του ήταν που τον έκανε να επιλέξει το δικό μας χώρο για την κινηματογράφηση του έργου του. Και βέβαια, το ισχυρό ενδιαφέρον από την πλευρά μας και η ταχεία εξάντληση των εισιτηρίων πρόσθεσε ημερομηνίες.
Έχοντας στο παρελθόν (προ 30ετίας) μια περιορισμένη κι επιλεκτική live παρουσίαση από το συγκρότημα και μιαν άλλη all star cast ερμηνεία το 1990 εκεί όπου στεκόταν το τείχος του Βερολίνου, το «The Wall» έχει έναν τέτοιο συμβολισμό, που απαιτεί ιδιαίτερη σκηνική δομή και δράση. Ένας τοίχος πλάτους 74 μέτρων και ύψους 11 μέτρων χτίζεται κατά τη διάρκεια του πρώτου μέρους της παράστασης – και γκρεμίζεται λίγο πριν από το τέλος. Η φοβία της διαφορετικότητας εκφράζεται μέσα από αλληγορικούς χαρακτήρες –π.χ. με κούκλες του παλιού συνεργάτη του Gerry Scarfe–, η μουσική παραμένει βασικά ίδια, με διάφορες σολιστικές επεκτάσεις όμως που βοηθούν στη δράση, ενώ οι οπτικές προβολές –λόγω υψηλής τεχνολογίας– είναι πληρέστερες τώρα. Ενώ το «The Wall» στην αρχική του σύλληψη και μορφή αφορούσε κυρίως τον ίδιο τον Roger Waters –και τη γενικότερη αποξένωση του performing (ή μη) καλλιτέχνη σε σχέση με το κοινό του–, το «The Wall» του 21ου αιώνα έχει να κάνει με την αποξένωση –ή καλύτερα με την απομόνωση– των κοινωνιών, των ιδεολογιών, των πολιτισμών. Οι φωτογραφίες θυμάτων μιας παράλογης διαμάχης, ανθρώπων ποικίλης προέλευσης και απόχρωσης που έχασαν τη ζωή τους στον πόλεμο και τον τρόμο, «κοσμούν» τον τοίχο που ορθώνεται μπροστά μας. Δύο κορίτσια (μουσουλμάνα και χριστιανή) κι ένα αγόρι (εβραιόπουλο) που γεννήθηκαν χωρίς να τρέφουν μίσος το ένα για το άλλο αποτελούν τους κεντρικούς χαρακτήρες της πλοκής, και γενικά ο Roger Waters δίνει σημασία στη σωστή πολιτική διάσταση του έργου.
Θα μπορούσαμε ίσως να προσθέσουμε διάφορες λεπτομέρειες σε σχέση με το έργο –δηλαδή την original εκδοχή του από τους Pink Floyd, τη φιλμική άποψη που δημιούργησε ο Alan Parker (με κινούμενα σχέδια του Scarfe, τον Bob Geldoff ως πρωταγωνιστή κ.λπ.), τη θρυλική παρουσίαση (με αστέρες όπως η Joni Mitchell, ο Van Morrison, η Cyndi Lauper, ο Bryan Adams, οι Scorpions, η Sinead O’Connor) στο «τείχος του αίσχους»–, όμως δεν θα αφορούσαν τη νέα πραγματικότητα του «The Wall», αυτού που θα βιώσουμε εδώ και τώρα.
Αυτό που πρέπει, τέλος, να σημειώσουμε οπωσδήποτε είναι ότι τα βράδια της 8ης, της 9ης και της 12ης Ιουλίου δεν θα έχουμε μαζί μας κάμερες ή κινητά τηλέφωνα για να «μαγνητοσκοπήσουμε» ιδιωτικά το event. Θα το κάνουν για μας επαγγελματικά, και με τεχνολογία υψηλής ποιότητας, ο ίδιος ο Waters και η παρέα του. Είναι παράκληση του ιδίου – και αυτό λέει η λογική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου