Ήμουν 16 χρόνια στη χρήση και είμαι 986 μέρες καθαρός» μου είπε την πρώτη φορά που τον συνάντησα για να πάμε στην πρόβα. Ο Θανάσης Βούρβος, είναι 34 ετών, σπουδάζει παιδαγωγικά προσχολικής ηλικίας, είναι εθελοντής σε ανθρωπιστικές οργανώσεις, τρέχει στο μαραθώνιο, διαβάζει –γενικά αυτός ο τύπος έχει πολύ ενέργεια. Πριν από μερικά χρόνια περιφερόταν, όπως όλοι οι τοξικοεξαρτημένοι, σα φάντασμα στην πόλη από στέκι σε στέκι αναζητώντας τη δόση του. Πέρυσι ήταν πάνω στη σκηνή με την υπόλοιπη θεατρική ομάδα του προγράμματος απεξάρτησης 18Ανω και έπαιζε μπροστά σε εκατοντάδες θεατές τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη. «Ρε συ συγκρίνεται αυτό με το παγκάκι, το καλαμάκι και τις ενέσεις; Και τώρα που το θυμάμαι ανατριχιάζω. Παλιά όλη μου η ύπαρξη περιστρεφόταν γύρω από το πίνω, για να βγω , να κάνω έρωτα, για όλα. Πέρασα διήμερα και τριήμερα στη ΓΑΔΑ να τραβάω στερητικά και να μη μου δίνουν ούτε depon. Ένιωθα εντελώς σιχαμένος, έκανα κακό στον εαυτό μου και στους άλλους. Δεν έμπαινε τίποτα ανάμεσα στο χρήστη και την πρέζα. Βλέπαμε ανθρώπους να πεθαίνουν δίπλα μας και δε μας ένοιαζε. Τον Ιούνιο του 2011 πήρα τηλέφωνο στο 18Άνω και είπα Παιδιά πεθαίνω, σώστε με. Μέσα από την απεξάρτηση και την επανένταξη είδα πόση δύναμη μπορεί να κρύβει ένας άνθρωπος μέσα του. Μας θέλουν στη μαστούρα. Να πάνε να γαμηθούνε».
Το Σάββατο μια ομάδα 35 νέων ανθρώπων που κάνουν αυτό το πέρασμα από το σκοτάδι στο φως, όπως ο Θανάσης, ανέβηκαν ξανά στη σκηνή μπροστά στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου στην πρεμιέρα του έργου του Δημήτρη Δημητριάδη «Πεθαίνω σα χώρα». Το έργο έχει έναν ισχυρό συμβολισμό με την παρούσα κοινωνικοπολιτική συγκυρία της Ελλάδας, αφού περιγράφει το ιστορικό μιας μεγάλης καταστροφής μιας χώρας με την εισβολή του ξένου στρατού και μια κοινωνία σε πλήρη κατάρρευση, αταξία και ηθική κατάπτωση. Έχει όμως και έναν συμβολισμό για την ιστορία του συγκεκριμένου προγράμματος απεξάρτησης, αφού ήταν η πρώτη παράσταση που ανέβασε το 18Ανω το 1989 μέσα στο ψυχιατρείο με θεατές ψυχικά ασθενείς και κατοίκους της περιοχής. Σήμερα το 18Ανω, ως δημόσιο στεγνό και πετυχημένο πρόγραμμα απεξάρτησης, αντιμετωπίζει, όπως όλοι σχεδόν οι φορείς υγείας και ψυχικής υγείας, σοβαρά οικονομικά προβλήματα που διακυβεύουν τη συνέχεια του. Οι περικοπές δαπανών είχαν ως αποτέλεσμα σοβαρές ελλείψεις σε προσωπικό και αναλώσιμα υλικά. Υπήρχαν φορές που δε μπορούσαν να γίνουν στοιχειώδεις δουλειές, όπως αιμοληψίες, αφού δεν είχαν μπουκαλάκια. Παρ’ όλα αυτά θεραπευτές και θεραπευόμενοι επιμένουν να κάνουν την θεραπεία τέχνη και την τέχνη θεραπεία επιτελώντας το έργο της μεταμόρφωσης. Όσοι μέχρι χθες ήταν σκιές ξαναγίνονται άνθρωποι.
Το θεραπευτικό πρόγραμμα στο 18Ανω περιλαμβάνει επί της ουσίας δύο φάσεις, το στάδιο της απεξάρτησης στο «κλειστό», όπου ο εξαρτημένος ζει για ένα διάστημα 8μηνών έως 1 έτους στο θεραπευτικό πλαίσιο μακριά από εξωτερικά ερεθίσματα και το στάδιο της επανένταξης που καλείται πλέον «καθαρός» να αντιμετωπίσει ένα συχνά «παθολογικό» εξωτερικό περιβάλλον. Η τέχνη και η ψυχοθεραπεία παίζουν κομβικό ρόλο σ’ αυτή τη διαδικασία. Μέσα στο κλειστό ο εξαρτημένος μέσα από τη δραματοθεραπεία και τις άλλες ομάδες του πυλού, της φωτογραφίας, της μουσικής σκαλίζει τον εσωτερικό του κόσμο, ψηλαφίζει τα τραύματα του και επανοικειοποιείται το παρελθόν του. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε ομάδα που φεύγει από το «κλειστό» αποχαιρετά με μια παράσταση. Είναι η δραματοποίηση της θεραπείας. Στη συνέχεια στην επανένταξη μέσα από τη συμμετοχή σε μια ομάδα τέχνης έρχεται σε μια ισορροπία μαθαίνοντας να δουλεύει συλλογικά κι επίμονα μαζί με άλλους για ένα σκοπό. Κάθε παράσταση απαιτεί 4-5 μήνες γεμάτους πρόβες για να ανέβει. Οι θεραπευόμενοι δεν αναλαμβάνουν απλώς ένα ρόλο. Φτιάχνουν μόνοι τους τα σκηνικά και συνδιαμορφώνουν το τελικό κείμενο.
Ο Παναγιώτης Ζαγανιάρης, η Βάσω Τσουμελέα, η Δώρα Κοχύλα και η Δήμητρα Ραμπαούνη είναι οι θεραπευτές και συντονιστές της ομάδας. Τους ζαλίσαμε τόσες μέρες με τις ερωτήσεις μας, πηγαινοερχόμασταν ανάμεσα τους, τους αναστατώσαμε στις πρόβες αλλά αυτοί ήταν απόλυτα προσηλωμένοι στο να καθοδηγούν και να εμψυχώνουν τα παιδιά. «Απεξάρτηση σημαίνει αλλαγή. Δίνεται η δυνατότητα στους θεραπευόμενους να αποκτήσουν λόγο. Οι εξαρτημένοι είναι μονολιθικές προσωπικότητες. Μέσα από την πολλαπλότητα των ρόλων, συνειδητοποιούν ότι μπορούν να έχουν κι άλλες δυνατότητες. Όταν δημιουργείς, φεύγει ο φόβος. Το έργο που επιλέξαμε φέτος είναι πολύ επίκαιρο πολιτικά και συναισθηματικά. Ο στόχος μας ,πέρα από όλα τα υπόλοιπα, είναι η παράσταση να γίνεται ένα εργαλείο ευαισθητοποίησης. Έχουμε την εμπειρία χρήστες να παρακολουθούν την παράσταση και μετά να γράφονται στο πρόγραμμα» μου εξηγούν σε μια από τις κουβέντες που κάνουμε.
Το κόστος των παραστάσεων το καλύπτουν μόνοι τους, χωρίς καμία συνδρομή από το κράτος. Οι πρόβες γίνονται όλη τη χρονιά στο κτίριο της οδού Κεφαληνίας στην Κυψέλη. Είναι ο χώρος των εκπαιδευτικών σεμιναρίων του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αθηνών. Στο υπόγειο υπάρχει το βεστιάριο με κουστούμια και σκηνικά από παλιότερες παραστάσεις. Το βασικό σκηνικό αυτής της παράστασης είναι εντελώς λιτό. Έχει ένα ζωγραφισμένο τούνελ και δίπλα έναν τοίχο που γράφει «Βασανίζομαι», «Θέλω να ζήσω». Πριν από κάθε πρόβα γίνεται ένας κύκλος της ομάδας με ενημερώσεις. Όταν ήρθε η σειρά μου, συστήθηκα με τη συστολή του ανθρώπου που καταλαβαίνει ότι στη συλλογική συνείδηση το ζήτημα «mediaκαι εξαρτήσεις», ταυτίζεται με εικόνες τρυπημένων χεριών στην Τοσίτσα και με μονόστηλα στις σελίδες του αστυνομικού ρεπορτάζ. Τους ζήτησα να μας αφήσουν να παρακολουθήσουμε λίγο αυτή τη μαγική διαδρομή προς το ξέφωτο. Ξεκίνησε η πρόβα. Νευρικότητα, 1-2 κολλάνε και ξεχνάνε τα λόγια τους, άλλοι στέκονται σε λάθος σημείο, μπερδεύονται, γελάνε. Ο Παναγιώτης δεν τους αφήνει σε ησυχία, τους ξεμπλοκάρει όταν τα χάνουν, γίνεται πιο αυστηρός όταν χαλαρώνουν, τους φωνάζει «Μπράβο» κάθε φορά που τελειώνουν ένα μέρος. Για κάποιους απ’ αυτούς αυτό το «μπράβο» είναι το πρώτο που ακούνε μετά από πολλά χρόνια. Και πάλι απ’ την αρχή, ξανά και ξανά. «Δε μπορεί να καταλάβει όποιος δεν έχει νιώσει το κορμί του ανύπαρκτο» λέει το κείμενο. Αυτοί το χουν νιώσει, πως είναι να έχεις ένα σημαδεμένο σώμα, μοναχικό και ανεπιθύμητο στους άλλους, που περιφέρει την εξαθλίωση του στις πλατείες , που προσδιορίζεται από την ανάγκη της δόσης και ζει μόνο φευγαλέα και εντελώς εφήμερα τη στιγμή της τεχνητής και ψεύτικης συγκίνησης.
Στη δική μας συνάντηση κάτσαμε πάλι σε κύκλο. Τους ρώτησα αν προτιμούν να μιλήσουμε ανώνυμα. «Με λένε Παναγιώτη Φραγκιά και δε ντρέπομαι για τίποτα» μου απάντησε ο Παναγιώτης και προσπάθησε με λίγες λέξεις να συμπυκνώσει το δικό του βίωμα: «Είχα κι εγώ μια πολύ φανταχτερή εικόνα για τον εαυτό μου και ήταν δύσκολο να την τσαλακώσω. Φτάνοντας όμως σήμερα εδώ, δε θα άλλαζα με τίποτα την ηρεμία που νιώθω τα βράδια πριν κοιμηθώ». Μετά η Ελενα, 35 ετών: «Το έργο δένει πολύ μ’ αυτό που συμβαίνει έξω. Ξεκίνησα πριν λίγες μέρες δουλειά. Φυλλάδια, μη φανταστείς κάτι σοβαρό. Βλέπω όμως την αντίδραση του κόσμου. Πολύ απότομη. Θυμάμαι τον θεραπευτή μας που έλεγε ότι κάναμε την επανάσταση μας με λάθος τρόπο. Ε, ίσως ήρθε η στιγμή να την κάνουμε σωστά». «Η χώρα που πεθαίνει για μένα παίρνει και μια άλλη έννοια, τον παλιό μου εαυτό» προσθέτει η Αγγελική. «Δεν προσαρμοζόμαστε εμείς στους ρόλους αλλά οι ρόλοι σε μας. Δεν είναι σκηνοθετική η ματιά, είναι θεραπευτική» συμπληρώνει ο Κώστας. Η τέχνη γι’ αυτούς είναι μέσο έκφρασης και συνάμα διαμεσολάβηση ανάμεσα στον εαυτό τους και τους άλλους. Ο Γιώργος είναι 30 ετών και περιγράφει αυτή τη διαδικασία ως εμπειρία και όχι απλή αποστασιοποίημένη διαπίστωση «Είναι για μένα ένας τρόπος για να δείξω το θυμό μου και όχι με τη βία, όπως παλιά». «Εγώ ήμουν πολύ βίαιος και καταπιεστικός άνθρωπος. Μέσα απ’ αυτή την ομάδα ανακάλυψα ένα κομμάτι του εαυτού μου που δεν είχε εκδηλωθεί παλιά. Αγάπησα τα παιδιά εδώ. Την οικογένεια μου δεν τη διάλεξα. Αυτούς τους ανθρώπους, τους διάλεξα» λέει ο Στάθης.
Όση ώρα μιλάμε προσέχω, αυτό που μου χε πει ένας φίλος παλιά, ότι η πολυετής χρήση ακόμα και μετά την απεξάρτηση σου αφήνει μια βραχνάδα στη φωνή. Ισχύει και είναι μάλλον διαρκής υπόμνηση του παλιού σου εαυτού, που ο μόνος τρόπος να τον ξεχάσεις , είναι να τον θυμηθείς. Η φωνή όμως τώρα είναι σταθερή και το βλέμμα δεν κατεβαίνει. Αυτή είναι η σημειολογία του απεγκλωβισμού. Τελευταίος είναι ο Μάριος: «Στο κλειστό έφτασα στην κραυγή. Μετά την παράσταση η κραυγή έγινε λόγος. Η ομάδα δουλεύει πολύ με το ασυνείδητο. Είναι σαν εκπαίδευση. Εγώ είχα πολύ σοβαρό πρόβλημα να σχετιστώ με ανθρώπους σε ισότιμο βαθμό. Με βοήθησε πολύ. Η δουλειά εδώ μέσα σε κάνει δρων πολιτικό υποκείμενο. Τώρα θέλουν να κλείσουν τέτοια προγράμματα και να τους στείλουν όλους σε υποκατάστατα ή σε στρατόπεδα για να βγάζουν τα στερητικά τους. Για τους πλούσιους πρεζάκηδες θα υπάρχουν ιδιωτικές κλινικές που πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Θέλουν τους ανθρώπους να αγχώνονται μόνο για την υλική τους επιβίωση».
Η εξάρτηση συχνά παρουσιάζεται στη δημόσια σφαίρα ως ένα εξατομικευμένο πρόβλημα που προσιδιάζει σε συγκεκριμένα δυσλειτουργικά οικογενειακά περιβάλλοντα. Στην πραγματικότητα είναι ένα πολυπαραγοντικό κοινωνικό ζήτημα που αφορά όλες τις κοινωνικές κατηγορίες, ιδιαίτερα σε συνθήκες επισφάλειας και κρίσης, όπως αυτές που διανύουμε. Στο ψυχολογικό υπόστρωμα της εξάρτησης υπάρχει μια διάχυτη και υπό διαρκή απειλή ταυτότητα, που αρνείται να ενσωματωθεί σε μια, αποστερημένη νοήματος, πραγματικότητα σε μια αμφίδρομη σχέση με μια κοινωνία που αρνείται να ενσωματώσει τον ευάλωτο ψυχισμό. Έτσι ειδικά για τη νεολαία η εξάρτηση αποτελεί πράξη φυγής και ρήξης από την κοινωνία και αναζήτηση ενός «τεχνητού παράδεισου» που καταπραΰνει την εσωτερική ένταση. Γι’ αυτό έχει σημασία η θεραπεία να μη περιορίζεται στα συμπτώματα μόνο της εξάρτησης αλλά και στις ψυχικές της διεργασίες.
Η Κατερίνα Μάτσα, πρώην επιστημονικά υπεύθυνη στο 18Ανω, προσπάθησε πολλά χρόνια να αναδείξει με τη δουλειά της αυτές της πτυχές και το λυτρωτικό ρόλο που μπορεί να παίξει η τέχνη στην αναδόμηση μιας ελλειμματικής ψυχικής ταυτότητας. Πέρυσι συνταξιοδοτήθηκε αλλά έχει ταυτίσει το όνομα της με το συγκεκριμένο θεραπευτικό πρόγραμμα. «Στο 18Ανω στόχος μας δεν είναι η αλλαγή της συμπεριφοράς. Το ζητούμενο είναι η αλλαγή του εαυτού. Μέσω της τέχνης ο θεραπευόμενος που μέχρι πρότινος είχε μόνο σχέσεις προσκόλλησης και όχι δεσίματος, καταφέρνει να ενταχθεί σε μια ομάδα ανθρώπων και να εκφράσει όλα αυτά που ήταν ανείπωτα. Ενώ ως τοξικοεξαρτημένος είχε μάθει να ζει αποσπασματικά , μόνο την ώρα που έπαιρνε ουσίες, τώρα βλέπει τον εαυτό του σε μια συνέχεια. Η τέχνη όμως γίνεται μέσο χειραφέτησης. Δε σε παγιδεύει στο εδώ και τώρα. Σου ανοίγει δρόμο για το μέλλον. Ένας άνθρωπος που ζούσε μακριά από την κουλτούρα, γίνεται μέτοχος του πανανθρώπινου πολιτισμού. Υπάρχουν σπουδαίοι ηθοποιοί που όταν μπήκαν στο πρόγραμμα δεν είχαν καμία σχέση με το θέατρο, μερικοί από τους καλύτερους φωτογράφους πήραν εδώ τα πρώτα τους ερείσματα, μουσικοί που διαπρέπουν στο εξωτερικό και μου στέλνουν ακόμα γράμματα. Αυτό δείχνει ότι υπάρχει μια δυναμική αναξιοποίητη και ανακαλύπτουν ότι μπορούν να λειτουργήσουν και οι ίδιοι ως καλλιτέχνες».
Φτάνουμε στο Σάββατο. Τελευταία πρόβα. Ο κόσμος έχει μαζευτεί και περιμένει να ανοίξουν οι πόρτες. Τελευταίος κύκλος. Λένε με μια λέξη τι νιώθουν. «Άγχος», «Αγωνία», «Περηφάνια», «Να προσέχουμε», «Να είμαστε ψύχραιμοι», «Έχω εμπιστοσύνη στην ομάδα», «Είμαστε νέοι, ωραίοι και θα σκίσουμε». Φώτα, πόρτες και ξεκινάει η παράσταση. Είναι η στιγμή που ένα σώμα κακοποιημένο για χρόνια εκτίθεται χωρίς ντροπή. Μια αίθουσα κατάμεστη με γονείς που βουρκώνουν σ’ αυτή τη νέα εικόνα του παιδιού τους, φίλους που κρατάνε λουλούδια και χαμογελούν με πείσμα, ανθρώπους που έχουν τελειώσει το πρόγραμμα και έρχονται κάθε φορά να χειροκροτήσουν τους επόμενους σ’ αυτό το εναρκτήριο λάκτισμα για μια ζωή καθαρή. Είναι αυτό που λέει μια κοπέλα πάνω στη σκηνή σ’ ένα από τα πιο συγκλονιστικά σημεία του έργου: «Αυτή η χώρα είναι πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θα θελα να είμαι η ζωή. Θέλω να ζήσω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου