Οι χρυσές ευκαιρίες της Κατοχής..


                       Ελευθεροτυπία, 3/4/2010
                           απο      ιος
ΤΟ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ ΤΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ



Οι χρυσές ευκαιρίες της Κατοχής

Εκτός από την Ανάσταση του Κυρίου, τούτες τις μέρες γιορτάζουμε και την 69η επέτειο της γερμανικής Κατοχής. Μιας εποχής γεμάτης ευκαιρίες για τους τολμηρούς, όπως αποδεικνύει η ξεχασμένη σελίδα της ανθηρής αγοράς ακινήτων της περιόδου.


Η στάση της γερμανικής κυβέρνησης απέναντι στη δημοσιονομική κρίση του ελληνικού κράτους κι οι ρατσιστικές αθλιότητες μερίδας των γερμανικών ΜΜΕ ανακάλεσαν συνειρμικά σε πολλούς συμπατριώτες μας την εμπειρία της Κατοχής του 1941-44.

Οσο κι αν η επίκληση των γερμανικών επανορθώσεων φαντάζει κομματάκι προσχηματική (άλλωστε η κυβέρνηση του «εθνάρχη» Καραμανλή ήταν αυτή που τις αποποιήθηκε πανηγυρικά), όσο κι αν το κέντρισμα των αντιγερμανικών ανακλαστικών από μερίδα των ΜΜΕ αποσκοπεί εμφανώς στη μετάθεση ευθυνών για τη δεκατετράχρονη λεηλασία του δημόσιου πλούτου (εκδίδοντας επί της ουσίας συγχωροχάρτι για τους ντόπιους επιχειρηματίες και λοιπά λαμόγια στο όνομα της «εθνικής ενότητας»), είναι γεγονός πως η τρομακτική εποχή στην οποία εισέρχεται η ελληνική κοινωνία παρουσιάζει κάποιες οφθαλμοφανείς αναλογίες με το δράμα του 1941-44.

Οι αναλογίες αυτές δεν αφορούν τόσο το ρόλο του ξένου παράγοντα (η επικυριαρχία του οποίου στην παρούσα φάση υλοποιείται όχι με τη δύναμη των όπλων αλλά μέσω της συμμαχίας του με τους ντόπιους καπιταλιστές), όσο τις ευκαιρίες που η «κρίση» δημιουργεί για μια δραστική αναδιανομή πλούτου, προς όφελος των «δυναμικών» επιχειρηματικών κύκλων και σε βάρος των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων.

Γιατί η ιταλογερμανική Κατοχή του 1941-44, πέρα από λιμός, βομβαρδισμοί, μπλόκα, αντιστασιακές πράξεις και κτηνώδη αντίποινα, υπήρξε και κάτι άλλο: μια πελώρια οικονομική ευκαιρία οικονομικής αποκατάστασης και κοινωνικής ανόδου για χιλιάδες έλληνες πολίτες, που για τον ένα ή τον άλλο λόγο βρέθηκαν σε θέση να εκμεταλλευτούν τη «συγκυρία» (και τη διάχυτη γύρω τους πείνα, δυστυχία κι ανασφάλεια) για να «φτιαχτούν» ή να αυξήσουν τον πλούτο που ήδη διέθεταν.

Βιομήχανοι που έκαναν χρυσές δουλειές χάρη στις παραγγελίες της Βέρμαχτ ή την παραγωγή ειδών πρώτης ανάγκης, υπεργολάβοι δημοσίων έργων που άνοιγαν δρόμους κι έφτιαχναν λιμάνια ή αεροδρόμια για λογαριασμό του στρατού κατοχής, μικροί και μεγάλοι μαυραγορίτες, «διαμεσολαβητές» κάθε λογής που έσωζαν (ή «προσπαθούσαν να σώσουν») ζωές με αντάλλαγμα χρυσές λίρες – όλοι αυτοί αποτέλεσαν τους κερδισμένους των ημερών, τη σπονδυλική στήλη της εθνικοφροσύνης και τη μαγιά του «αναπτυξιακού θαύματος» των επόμενων δεκαετιών.

Ορισμένοι απ’ αυτούς τους κερδισμένους ήταν κλασικοί τυχοδιώκτες, που ζούσαν τη ζωή τους χωρίς να πολυλογαριάζουν το μέλλον. Με την παροιμιώδη ευθύτητά της, η Μελίνα Μερκούρη μας έχει αφήσει π.χ. μια χαρακτηριστική -άκρως υποκειμενική αλλά ανατριχιαστικά οικεία- περιγραφή του μαυραγορίτη εραστή της εκείνων των χρόνων: «Ο Αλέξης μισούσε τους Γερμανούς γιατί ήταν δυνατοί. Περιφρονούσε τους Ελληνες γιατί ήταν αδύνατοι. Ελυσε το ζήτημα του ίδιου του του αντρισμού εκμεταλλευόμενος και τους δυο. Οι Ελληνες που είχαν ιδανικά γελοιοποιήθηκαν. Οι Γερμανοί που είχαν τα όπλα και τα τανκς νικιόνταν με την εξυπνάδα. Το να τους ξεπεράσεις σε εξυπνάδα σήμαινε να τους πάρεις χρήματα. Το να κάνεις να σωπάσει η φωνή της συνείδησης σήμαινε να πετάξεις τα χρήματα. Ηταν εικοσιέξι χρονών κι έλεγε πως θα σκοτωνόταν πριν απ’ το τέλος του πολέμου. Η ζωή έπρεπε λοιπόν να είναι διασκέδαση» («Γεννήθηκα Ελληνίδα», Αθήνα 1995, σ.79).

Η πλειοψηφία των ωφελημένων από την Κατοχή ανήκε ωστόσο στην κατηγορία των «νοικοκυραίων», των ανθρώπων που είδαν τη «ρευστότητα» της περιόδου απλώς σα μια καλή ευκαιρία να εξασφαλίσουν το μέλλον των παιδιών και των επιχειρήσεών τους. Και, σαν καλοί νοικουραίοι, φρόντισαν να επενδύσουν στην πιο σταθερή (αλλά συγκυριακά υποτιμημένη) «αξία». Αγοράζοντας -αντί πινακίου φακής- κάθε λογής ακίνητα, από οικόπεδα κι αγροτεμάχια μέχρι σπίτια κι ολόκληρες πολυκατοικίες.

Η άλλη όψη αυτού του πλουτισμού είναι γνωστή: το ξεπούλημα των περιουσιακών στοιχείων χιλιάδων ανθρώπων, κυριολεκτικά για ένα κομμάτι ψωμί. Ενώ το πιο αδύναμο κομμάτι της κοινωνίας μετατράπηκε σε ανθρώπινους σκελετούς που πέθαιναν στους δρόμους σαν τις μύγες, μεγάλο τμήμα των εργατικών και μεσαίων στρωμάτων επιβίωσε «σκοτώνοντας» ό,τι είχε αποκτήσει ή κληρονομήσει τα προηγούμενα χρόνια.

«Το πρωί είδα τον Νικολαΐδη, τον χτηματομεσίτη του Χαροκόπου», σημειώνει χαρακτηριστικά το Γενάρη του 1942 στο ημερολόγιό του ο Χριστόφορος Χρηστίδης. «Μου είπε πως αυτό το μήνα έκανε μεσιτείες για δουλειές 6 εκατομμυρίων. Λέει πως τα ακίνητα υψώθηκαν μόνο 4-5 φορές. Ο κοσμάκης που πεινά, άρχισε να ξεπουλά τα σπίτια του» («Χρόνια Κατοχής», Αθήνα 1971, σ.201).

Την εικόνα συμπληρώνει η αποτίμηση του φαινομένου από το Γιώργο Θεοτοκά, ένα χρόνο αργότερα: «Υπάρχει πολλή κρυμμένη δυστυχία. Οι παλιές μεσαίες τάξεις φθίνουν οικονομικά, ζούνε ξεπουλώντας περιουσιακά στοιχεία, έργα τέχνης, έπιπλα κλπ σκεύη και ρούχα και τουαλέτες που αγοράζουν οι καινούριοι πλούσιοι της μαύρης αγοράς. Ουσιαστικά, αυτές οι τάξεις βρίσκονται σε πτώχευση. Οι καινούριοι πλούσιοι είναι άτομα τυχοδιωχτικά, που δρουν μέσα σε μια ζούγκλα κι ό,τι αρπάξει ο καθένας. Φυσικά, αρκετοί είναι οι παλαιοί πλούσιοι που προσαρμόστηκαν και ξανακάνουν χρήματα με τη μέθοδο των νεόπλουτων» («Τετράδια Ημερολογίου», Αθήνα 1980, σ.387).

Με αφοπλιστική λιτότητα, η ίδια διαδικασία καταγράφεται τέλος στο ρεμπέτικο τραγούδι του Μιχάλη Γενίτσαρη: «Μικροί μεγάλοι γίνανε / μαυραγορίτες όλοι / κι αφήσαν όλο το ντουνιά / με δίχως πορτοφόλι. / Πουλήσαμε τα σπίτια μας / και τα υπάρχοντά μας / για δυο ελιές κι ένα ψωμί / να φάνε τα παιδιά μας».

Την καλύτερη αποτύπωση αυτών των αλλαγών συνιστά η καταγραφή των αγοραπωλησιών ακινήτων επί Κατοχής από το σύλλογο που δημιούργησαν μεταπολεμικά οι πωλητές για να πάρουν πίσω τις περιουσίες τους. Το «Υπόμνημα περί ακυρώσεως των αγοραπωλησιών ακινήτων» που τύπωσε τον Αύγουστο του 1946 η Πανελλήνιος Ομοσπονδία Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής περιλαμβάνει εξαιρετικά διαφωτιστικούς στατιστικούς πίνακες, με βάση τα στοιχεία των συμβολαιογραφείων όλης της χώρας. Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και μια αναλυτική λεπτομερής κατάσταση των αγορών μερικών χιλιάδων ακινήτων από 524 φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχει διασωθεί στο αρχείο της Ομοσπονδίας.

Το ερέθισμα για την παρουσίαση που ακολουθεί μας το πρόσφερε η μεταπτυχιακή εργασία του δασκάλου Παναγιώτη Σάμιου («Η Μαύρη Αγορά και οι ακίνητες περιουσίες που άλλαξαν χέρια την περίοδο της Κατοχής», Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα 2010), απ’ την οποία αντλήσαμε πολλά στοιχεία. Συμπληρωματικές πληροφορίες αναζητήσαμε στο αρχείο της Ομοσπονδίας Πωλησάντων, που φυλάσσεται στο ΕΛΙΑ.

Ανατομία μιας «ανακατανομής»

Το πρώτο δεδομένο αφορά τα μεγέθη του φαινομένου. Οπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι, μέσα στην κατοχή άλλαξαν χέρια 350.000 περίπου ακίνητα. Το ένα τρίτο απ’ αυτά ήταν «αστικά» (σπίτια και οικόπεδα), τα δυο τρίτα «αγροτικά» (δηλαδή χωράφια, συχνά στην περίμετρο των αστικών κέντρων, συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου μέρους των σημερινών πολεοδομικών συγκροτημάτων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης), ενώ πουλήθηκαν και 1.000 περίπου «βιομηχανικά» ακίνητα, ως επί το πλείστον βιοτεχνίες.

Η σχέση των περισσότερων απ’ αυτές τις συναλλαγές με τον πόλεμο και την πείνα είναι προφανής: τρεις στις τέσσερις πραγματοποιήθηκαν μέσα στα πρώτα δυο χρόνια της Κατοχής (1941-42), την περίοδο δηλαδή κατά την οποία σημειώθηκε και ο μεγαλύτερος αριθμός θανάτων από ασιτία. Στα τέλη του 1942, η κατάσταση είχε πιά κάπως σταθεροποιηθεί χάρη στα συσίτια του Ερυθρού Σταυρού. Ο κόσμος δεν πέθαινε πλέον από την πείνα, οπότε και το ξεπούλημα των περιουσιακών στοιχείων (όσων δεν είχαν «σκοτωθεί» το προηγούμενο διάστημα) περιορίστηκε αισθητά.

Η προπολεμική αξία αυτών των ακινήτων αποτυπώνεται στον Πίνακα ΙΙ. Οπως διαπιστώνουμε, η συντριπτική πλειοψηφία των πωλήσεων αφορά μικρά και μεσαία περιουσιακά στοιχεία, τα δε «βιομηχανικά» ακίνητα είναι στο σύνολό τους σχεδόν βιοτεχνικές μονάδες και μαγαζιά. Δεν έχουμε βέβαια στοιχεία για το βαθμό συγκέντρωσης αυτών των ιδιοκτησιών προπολεμικά, λογικά όμως το μεγαλύτερο μέρος τους πρέπει να ανήκε σε μεσαία στρώματα μικροϊδιοκτητών.

Η σχέση ανάμεσα στην προπολεμική αξία αυτών των ακινήτων και τις τιμές με τις οποίες «σκοτώθηκαν» αυτά επί Κατοχής φωτίζει ακόμη περισσότερο το χαρακτήρα αυτών των αγοραπωλησιών (Πίνακας ΙΙΙ). Σε μια Ελλάδα όπου οι τιμές των βασικών ειδών διατροφής είχαν δεκαπλασιαστεί (σε σχέση με το μέσο ημερομίσθιο) μεταξύ Οκτωβρίου 1940 κι Απριλίου 1943, τα ακίνητα πωλούνταν κατά μέσο όρο στο 1/13 με 1/20 της αξίας τους! Οπως διαπιστώνουμε δε από τους δειγματοληπτικούς πίνακες που συνοδεύουν ως τεκμήρια το «Υπόμνημα» του 1946, αυτή η υποτίμηση των πωλούμενων ακινήτων υπήρξε μεγαλύτερη στο φόρτε της πείνας, αλλά και όσον αφορά τα ακίνητα μικρότερης προπολεμικής αξίας. Με δυο λόγια, οι μικροϊδιοκτήτες ξεπούλησαν φτηνότερα τα υπάρχοντά τους απ’ ό,τι οι «μεσαίοι» (που ενδεχομένως κινδύνευαν λιγότερο άμεσα από την πείνα).

Ακόμη και τα κλάσματα αυτά είναι ωστόσο σε μεγάλο βαθμό παραπειστικά, καθώς ο μηχανισμός που η δωσίλογη «Ελληνική Πολιτεία» είχε θεσπίσει γι’ αυτές τις συναλλαγές κατέληγε στην πράξη σε ακόμη μεγαλύτερη υποτίμηση της αξίας των πωλούμενων ακινήτων. Σύμφωνα με το Ν.Δ. 771 του 1941, όλες οι συναλλαγές άνω των 30.000 δρχ έπρεπε να πραγματοποιούνται μέσω τράπεζας, με κατάθεση εκεί του συνολικού τιμήματος, από το οποίο ο δικαιούχος δεν μπορούσε να κάνει παρά τμηματικές αναλήψεις 30.000 (κι αργότερα 40.000) δρχ κατά ορισμένα διαστήματα. Με τη δραχμή να υποτιμάται διαρκώς έναντι της χρυσής λίρας (συνολικά 1 προς 4.367 μεταξύ Απριλίου 1941 και Φεβρουαρίου 1944), οι τράπεζες ξεζούμιζαν έτσι με τη σειρά τους τον πωλητή.

Η εικόνα της «κοινωνικής κινητικότητας προς τα κάτω» που σηματοδοτεί αυτή η διαδικασία καταγράφεται αναλυτικά στον Πίνακα ΙV, με τα στοιχεία για τη μεταπολεμική οικονομική κατάσταση των πωλητών. Δυστυχώς δεν παρατίθενται στοιχεία για την αντίστοιχη οικονομική τους θέση πριν από τον πόλεμο, ούτε προσδιορίζεται επακριβώς η διαχωριστική γραμμή μεταξύ «απόρων», «ευπόρων» και «πλουσίων». Είναι ωστόσο προφανές ότι στην εκποίηση των μεσαίων κι ενός σημαντικού τμήματος των μεγάλων ιδιοκτησιών έχουμε να κάνουμε με εκπτώχευση (κι ενδεχομένως προλεταριοποίηση) προπολεμικών μεσοστρωμάτων, ενώ το ίδιο ισχύει και για ένα απροσδιόριστο ποσοστό της εκποίησης ακινήτων μικρής αξίας.

Η πιο ενδιαφέρουσα από τις στατιστικές πληροφορίες του «Υπομνήματος» αφορά, ωστόσο, τον κόσμο των αγοραστών (Πίνακας V). Τα δύο τρίτα τους ήταν άνθρωποι που στη διάρκεια της Κατοχής αγόρασαν από ένα ακίνητο, το ένα τέταρτο αγόρασε 2-3, το ένα εικοστό 4-10, ενώ το ένα τριακοστό «φτάχτηκε» πάρα πολύ χοντρά, αποκτώντας στο ίδιο διάστημα από 11 μέχρι 50 ή και περισσότερα ακίνητα. Πέντε με δέκα χιλιάδες Ελληνες βγήκαν, δηλαδή, από την κατοχή αισθητά πλουσιότεροι απ’ ό,τι ήταν πριν. Στην πραγματικότητα, όπως διαπιστώνουμε από το δειγματοληπτικό κατάλογο των 524 αγοραστών, η συγκεντροποίηση είναι ακόμη μεγαλύτερη, αφού συχνά διαφορετικοί αγοραστές είναι πρόσωπα μιας και της αυτής οικογένειας ή συνιδιοκτήτες της ίδιας επιχείρησης.

Ο αριθμός των υπόλοιπων 50 με 55.000 αγοραστών μας αποκαλύπτει μια άλλη όψη του φαινομένου: τον κόσμο που στο διάστημα της Κατοχής μπορεί να μην πλούτισε ιδιαίτερα, μάλλον όμως δεν έγινε και φτωχότερος, αφού απέκτησε κάποια νέα περιουσιακά στοιχεία. Αν κρίνουμε απ’ το διαθέσιμο δειγματολόγιο των 524, ανάμεσά τους βρίσκονται και χιλιάδες «μικροί» μαυραγορίτες, που μέσα στο θανατικό του 1941-42 αγόρασαν σπίτια και οικόπεδα καταβάλλοντας -σύμφωνα με τα συμβόλαια- κάποια δέκατα της λίρας για το καθένα...

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα ευφάνταστος, για να καταλάβει πως η «πυραμίδα» αυτή των αγοραστών συγκροτούσε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική βάση της πολιτικής συμμαχίας που στήριξε την εθνικόφρονα μεταπολεμική τάξη πραγμάτων. Για τη διατήρηση των κεκτημένων, η θεσμική κατοχύρωση της «συνέχειας του κράτους» και των θεσμών του μεταξύ 1940 και 1945 (με την ελαχιστοποίηση της απελευθερωτικής τομής του 1944) αποτελούσε μονόδρομο. Τα τανκς του Σκόμπι, μαζί με τη γεωπολιτική θέση της χώρας διασφάλισαν και τα συμφέροντα όλων εκείνων που πλούτισαν τα αμέσως προηγούμενα χρόνια.

Ο μεταπολεμικός «διακανονισμός»

Σε αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση, που η προγραμματισμένη σφαγή των μισθωτών κι ενός τμήματος των μικροαστικών στρωμάτων έχει την πλήρη υποστήριξη των πυλώνων της εγχώριας και διεθνούς νομιμότητας, οι αγοραπωλησίες ακινήτων της Κατοχής έπασχαν από μια σοβαρή κρίση νομιμοποίησης: στη διάρκεια του πολέμου, οι Σύμμαχοι και οι εξόριστες κυβερνήσεις είχαν διακηρύξει επανειλημμένα ότι οι αλλαγές ιδιοκτησιών στις κατεχόμενες από τον Αξονα χώρες θα θεωρηθούν μετά τη νίκη άκυρες.

Η πρώτη σχετική -και καθαρά μεταβατική- ρύθμιση έγινε από την κυβέρνηση Σοφούλη την παραμονή των εκλογών του 1946. Με τη Συντακτική Πράξη 114 της 29.3.46 ακύρωσε τις κατοχικές αγοραπωλησίες των μικροϊδιοκτησιών κι απαγόρεσε προσωρινά κάθε πράξη σχετική με τα υπόλοιπα, μέχρι την οριστική ρύθμιση του ζητήματος.

Ακολούθησε η δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ πωλητών κι αγοραστών, συνασπισμένων στις αντίστοιχες Πανελλήνιες Ομοσπονδίες, με διακύβευμα τη γενίκευση ή την κατάργηση της ΣΠ 114. Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Αγοραστών υποστήριζε πως η Συντακτική πράξη ήταν αντισυνταγματική, αφού ερχόταν σε αντίθεση με την «ελευθερία των συμβάσεων».

Για την προβλεπόμενη «τελική ρύθμιση» θα χρειαστεί να τελειώσει πρώτα ο Εμφύλιος και να φανούν στον ορίζοντα οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές. Στις 25 Νοεμβρίου 1949, ο Αναγκαστικός Νόμος 1323 θέσπισε την παρακάτω έκτακτη διαδικασία:

* Τα μεγάλα ακίνητα παρέμειναν στους αγοραστές. Οι πωλητές μπορούσαν να ζητήσουν την καταβολή ενός συμπληρωματικού τιμήματος, ίσου με το 75% της διαφοράς της αξίας του ακινήτου στα μέσα του 1949 και της τιμής πώλησής του.

* Τα μικρομεσαία ακίνητα, πάλι, μπορούσαν να διεκδικηθούν δικαστικά (εφόσον ο πωλητής μπορούσε ν’αποδείξει ότι δεν έχει πιά καμμιά περιουσία και με επιστροφή του τιμήματος σε 4 δόσεις, με τόκο 6%), είτε να μείνουν στον αγοραστή με δικαστικό συμβιβασμό και καταβολή συμπληρωματικού τιμήματος, όπως στην προηγούμενη κατηγορία. Στην πρώτη περίπτωση, καθυστέρηση καταβολής 2 δόσεων έδινε τη δυνατότητα στον αγοραστή να κρατήσει το ακίνητο. Υπήρχε τέλος η δυνατότητα εξώδικου συμβιβασμού, προς την ίδια κατεύθυνση και με λιγότερα έξοδα.

Χάριν της «ασφάλειας των συναλλαγών», αγωγές διεκδίκησης των ακινήτων μπορούσαν να κατατεθούν μόνο μέσα στο πρώτο εξάμηνο από την ψήφιση του νόμου. Την κατάσταση περιέπλεξε ακόμη περισσότερο η άρνηση κάποιων πρωτοδικείων (όπως του Πειραιά και της Κατερίνης) να εφαρμόσουν τον «αντισυνταγματικό» νέο νόμο. Το ζήτημα παραπέμφθηκε στον Αρειο Πάγο, που στις 16 Μαΐου 1950 -δέκα δηλαδή μέρες πριν τη λήξη της προθεσμίας- έκρινε τον Α.Ν. 1323 συνταγματικό, χωρίς όμως να δώσει παράταση σε όσους είχαν περίμεναν την έκβαση της δικαστικής αναμέτρησης πριν καταφύγουν στη Δικαιοσύνη.

Ο επίλογος γράφτηκε στις 28 Μαρτίου του 1951 με τις επίσημες δηλώσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης Ηλία Λαγάκου. Σε 48 από τις 58 περιφέρειες πρωτοδικείων της χώρας, ανακοίνωσε, είχαν κατατεθεί 74.548 αιτήσεις είτε αναστροφής των αγοραπωλησιών είτε δικαστικής συμπλήρωσης του τιμήματος, ενώ μέχρι τις 27.11.1950 είχαν γίνει και κάπου 32.000 εξώδικοι συμβιβασμοί.

Στο Πρωτοδικείο Αθηνών, «το οποίον έχει την μεγαλυτέραν κίνησιν», πρόσθεσε, «η τελευταία ημερομηνία κατά την οποίαν έχουν προσδιορισθεί προς συζήτησιν αγωγαί βάσει του Α.Ν. 1323 είναι η 27 Ιουλίου 1951. Συνεπώς μετά τέσσαρας μήνας τερματίζεται οριστικώς το ζήτημα των αγοραπωλησιών της Κατοχής».

Κι έζησαν όλοι καλά – και κάποιοι ακόμη καλύτερα...




ΠΙΝΑΚΑΣ Ι

Πωλήσεις ακινήτων επί Κατοχής











ανά έτος



ΕΤΟΣ

ΑΚΙΝΗΤΑ

1941

96.000

1942

163.000

1943

66.000

1944

25.000

ΣΥΝΟΛΟ

350.000



ανά κατηγορία



αστικά

110.000

αγροτικά

239.000

βιομηχανικά

1.000

ΣΥΝΟΛΟ

350.000



ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ



Προπολεμική αξία πωληθέντων ακινήτων




ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ< 1.000.000 δρχ1-20.000.000 δρχ.20-50.000.000 δρχ
Αστικά80.00020.00010.000
Αγροτικά190.00040.0009.000
Βιομηχανικά80018020




Πίνακας ΙΙΙ



Το ξεπούλημα των ακινήτων







ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Συνολική αξία (σε χρυσές λίρες)
Αναλογία

πώλησης/προπολ. αξίας
προπολεμικάτιμών πώλησης
Αστικά63.000.0004.500.0001 / 14
Αγροτικά21.000.0001.050.0001 / 20
Βιομηχανικά6.000.000450.0001 / 13
ΣΥΝΟΛΟ90.000.0006.000.0001 / 15




Πίνακας IV

Μεταπολεμική οικονομική κατάσταση των πρώην ιδιοκτητών





ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΚΙΝΗΤΩΝ

ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗ

ΑΞΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ*

μεταπολεμική κατάσταση πρώην ιδιοκτητών

«άποροι»

«εύποροι»

«πλούσιοι»


Αστικά

Μικρές ιδοκτησίες

80.000

1.800

200

Μεσαίες ιδιοκτησίες

18.000

1.300

700

Μεγάλες ιδιοκτησίες

7.500

1.200

300


Αγροτικά

Μικρές ιδοκτησίες

180.000

8.000

2.000

Μεσαίες ιδιοκτησίες

38.000

1.300

700

Μεγάλες ιδιοκτησίες

7.500

1.200

300


Βιομηχανικά

Μικρές ιδοκτησίες

700

80

20

Μεσαίες ιδιοκτησίες

170

8

2

Μεγάλες ιδιοκτησίες

17

2

1




(* μικρές ιδιοκτησίες: κάτω του 1 εκατομμυρίου δρχ. Μεσαίες: 1–20 εκ. δρχ. Μεγάλες: 20–50 εκ. δρχ)






Πίνακας V


Αγοραστές ακινήτων επί Κατοχής




1 ακινήτου40.000
2 ακινήτων10.000
3 ακινήτων5.000
4-10 ακινήτων3.000
11-20 ακινήτων1.500
21-50 ακινήτων400
Πάνω από 51 ακινήτων100
ΣΥΝΟΛΟ60.000





Το προφίλ του αγοραστή

Σε πρόσφατο κείμενό του για την πείνα της Κατοχής, ο πανεπιστημιακός Χρήστος Λούκος επισημαίνει την ανάγκη «να διερευνηθεί και με άλλα ιστορικά κριτήρια [πέρα από τις μαρτυρίες απομνημονευματικού χαρακτήρα] ποιοί και με ακριβώς ωφελήθηκαν από τις έκτακτες συνθήκες που προκάλεσεη ξενική κατοχή. Με δυο λόγια, η ανακατανομή πλούτου που έγινε ποιούς ευνόησε».

Μια πρώτη -μερική- απάντηση μας δίνει ο σχετικός κατάλογος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής, που φυλάσσεται στην ομώνυμη συλλογή του ΕΛΙΑ. Πρόκειται για ένα ντοκουμέντο 68 δακτυλογραφημένων σελίδων, όπου καταγράφονται 524 αγοραστές ακινήτων, τα ακίνητα που αγόρασαν, οι αριθμοί συμβολαίων, το αναγραφόμενο σε αυτά τίμημα της αγοράς και το αντίτιμό του σε χρυσές λίρες την εποχή της αγοραπωλησίας.

Το ντοκουμέντο μας δίνει μια αρκετά περιορισμένη εικόνα του συνόλου. Από τους 100 αγοραστές περισσότερων από 50 ακινήτων αναγράφεται πχ. μόνο ένας (για την ακρίβεια δίδυμο: οι «Παπαλεξανδρής και Στεργίου», που αγόρασαν 120 ακίνητα στα Σπάτα), ενώ φιγουράρουν ελάχιστοι από τους 400 της κατηγορίας «21-50» και μάλλον αρκετοί από τους 1.500 που αγόρασαν από 11 μέχρι 20. Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, κάποια συμπεράσματα μπορούν να βγουν, ειδικά όσον αφορά τις μικρομεσαίες κλίμακες της πυραμίδας.

Μεταξύ των 524 συγκαταλέγονται 28 τουλάχιστον βιομήχανοι, 10 επιχειρηματίες, 18 κτηματίες, 1 εφοπλιστής, 6 εργολάβοι, 4 δικηγόροι και 81 έμποροι, ενώ υπάρχουν επίσης 13 νομικά πρόσωπα με προεξάρχουσα την Εθνική Τράπεζα. Μεταξύ των αγοραστών συγκαταλέγονται και τρεις Εβραίοι, οι δραστηριότητες των οποίων σταματούν για προφανείς λόγους στα μέσα του 1943.

Από τους αναγραφόμενους αγοραστές ακινήτων, «επώνυμες» είναι ίσως μόνο οι οικογένειες Παπαστράτου, Λαναρά, Βασιλειάδη, Καρέλλα και Χυτήρογλου. Στην ίδια κατηγορία μπορεί να υπαχθεί και η Ελένη Βουλπιώτη, σύζυγος του αντιπροσώπου της Ζίμενς Ιωάννη Βουλπιώτη. Μέσα στο 1941 αγόρασε 6 ακίνητα για 1-2 λίρες το καθένα.

Πιο αποκαλυπτικές είναι ίσως οι πληροφορίες που αντλούμε για τη βάση της πυραμίδας. Μια μεγάλη κατηγορία αγοραστών αποτελούν όπως είδαμε οι έμποροι κάθε λογής, ενώ ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η παρουσία επαγγελμάτων που έχουν σχέση με την παραγωγή, διακίνηση ή επεξεργασία τροφίμων.

Ο «οινομάγειρος» Κ.Ζ. αγόρασε π.χ. 5 οικόπεδα μεταξύ Νοεμβρίου 1941 και Σεπτεμβρίου 1942, ο «ορνιθοτρόφος» Α.Α. 2 σπίτια και 2 χωράφια σε ακόμη μικρότερο διάστημα (Δεκέμβριος - Ιούλιος), ενώ ο «κτηνοτρόφος» Κ.Κ. 3 αγροτεμάχια μεταξύ Μαρτίου και Αυγούστου 1942 κι άλλο ένα τον Ιούλιο του 1943. Από τέσσερα χωράφια αγόρασαν την ίδια πάνω κάτω περίοδο ο «εστιάτωρ» Κ.Α. (Απρίλιος-Νοέμβριος 1942), ο «κρεωπώλης» Γ.Κ. (Μάιος 1942 - Σεπτέμβριος 1943) κι ο «κηπουρός» Θ.Κ. (Ιανουάριος - Οκτώβριος 1942), ενώ αποδοτικότερος αποδείχθηκε ο «ζαχαροπλάστης» Κ.Κ. με 5 ακίνητα μέσα στο τετράμηνο Απριλίου – Ιουλίου 1942. Τρεις «βουστασιάρχες», τέλος, ψώνισαν αντίστοιχα 3, 4 κι 6 «κτήματα», «αγρούς» ή οικόπεδα, ως επί το πλείστον το 1942-43.

Ο «αστυφύλαξ» Γ.Δ., πάλι, αγόρασε μέσα στο το Μάιο του 1941 τρία σπίτια καταβάλλοντας από μια λίρα για το καθένα. Τέσσερα ακίνητα αγόρασε και η «σύζυγος ενωμοτάρχου» Τ.Α. το 1941-42, με τιμές αγοράς από 3 έως 11 λίρες. Στον κατάλογο δίνουν επίσης το παρών ένας αξιωματικός (4 κτήματα το 1942-43) κι ο «αρχιερεύς Ματθαίος ή Γεώργιος Κ.», που μεταξύ Απριλίου 1943 και παραμονών της απελευθέρωσης έβαλε στην άκρη 2 σπίτια κι 1 απροσδιόριστο «ακίνητον».

Απροσδιόριστο παραμένει τέλος το επάγγελμα του Γ.Μ., που φέρεται απλώς ως «πρόσφυξ» και μεταξύ Νοεμβρίου 1943 κι Αυγούστου 1944 (ενώ δηλαδή η μεν πείνα είχε υποχωρήσει, αλλά τα μπλόκα, οι συλλήψεις κι οι εκτελέσεις έδιναν κι έπαιρναν) απέκτησε τρία οικοπεδάκια έναντι μηδενικού ή σχεδόν μηδενικού αντιτίμου.



---------------------------------------------------------

ΤΑ ΤΖΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΟΧΗ


ΟΙ ΔΟΣΙΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΕΝΟΧΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Του Δημοσθένη Κούκουνα

(Άρθρο στο περιοδικό CRASH, Δεκέμβριος 2013, σελ. 154-160)



Στον σύγχρονο νομικό πολιτισμό δεν αναγνωρίζεται η συλλογική ή η οικογενειακή ευθύνη. Και καλώς, θα έλεγα. Υπάρχει όμως ένα ζήτημα, τουλάχιστον στην ελληνική πραγματικότητα, με την κληρονομική διαδοχή των πολιτικών οικογενειών. Δεν είναι τωρινό φαινόμενο, ούτε καν περιορίζεται στην Ελλάδα. Είναι σχεδόν καθιερωμένο οι πολιτικές οικογένειες να διαιωνίζονται και να ασκούν εξουσία. Υπό μία οπτική γωνία θα πρόσθετα μάλιστα ότι είναι και ένδειξη δημοκρατικής λειτουργίας. Δεν πρέπει να δίνονται σε όλους ίσες ευκαιρίες; Γιατί να μην παρέχεται και στους γόνους των πολιτικών οικογενειών η δυνατότητα να σταδιοδρομήσουν στην πολιτική;
Αλλά αυτά δεν είναι παρά ένας καλοπροαίρετος θεωρητικός προβληματισμός. Όπως και να το κάνουμε, υπάρχουν στη χώρα μας πολιτικά τζάκια και επιβιώνουν μέσα από την κληροδοσία ενός προνομιακού «δαχτυλιδιού», όπως επίσης υπάρχουν και μεγαλοεπιχειρηματικά τζάκια. Και τα δύο είδη ανακυκλώνονται αενάως…
Έχει διαπιστωθεί ότι οι πολιτικοί και οι μεγαλοεπιχειρηματίες έχουν μια ιδιότυπη αντίληψη περί του νομίμου και του ηθικού. Ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια, από του έτους 2010 και εξής, έχουν παραμερισθεί πολλές αναστολές που σε προηγούμενες εποχές είχαν μια κάποια αξία. Το γεγονός ότι πραγματικά και νομοθετικά η χώρα μας έχει περιέλθει σε μια υποτελή σχέση θα κριθεί ιστορικά εν καιρώ – υποθέτω ενδελεχώς.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η νεώτερη Ελλάδα φθάνει στη χρεοκοπία, ούτε η πρώτη φορά που χάνει την εθνική κυριαρχία της. Και βεβαίως ούτε η πρώτη φορά που μια μειοδοτική έως προδοτική πολιτική εξουσία αυθαιρετεί και επιβάλλει ασφυκτικά δεσμά στον λαό μας.
Έχοντας ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη σύγχρονη ιστορία και ειδικά με την περίοδο της Κατοχής 1941-44, διαπιστώνω πολλά κοινά σημεία εκείνης της εποχής με τη σημερινή. Το ζήτημα είναι ότι αίφνης συναντώ συνεπώνυμα πρόσωπα να κυριαρχούν σήμερα όπως και τότε. Και εδώ ακριβώς ανακύπτει το μέγα ερώτημα: Πόσο συμπτωματικό είναι το γεγονός είναι ότι οδηγηθήκαμε στη σημερινή κατάσταση από τα ίδια «επώνυμα»;

Στον χώρο του Τύπου σήμερα το πιο ισχυρό συγκρότημα είναι ο ΔΟΛ, ο οποίος μεταξύ άλλων ελέγχει και ορισμένα ηλεκτρονικά μέσα. Ακριβώς μια παρόμοια ισχύ είχε και επί Κατοχής. Όπως αναλύω λεπτομερέστερα στο βιβλίο μου «Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια» (Εκδόσεις Ερωδιός), το Συγκρότημα Λαμπράκη είχε ευθέως συνεταιρισθεί από τις πρώτες μέρες της γερμανικής κατοχής με τη γερμανική ημικρατική εταιρία «Mundus», η οποία ανήκε κατά 50% στο υπουργείο Προπαγάνδας του Γκαίμπελς και κατά 50% στο υπουργείο Εξωτερικών του Ρίμπεντροπ. Τόσο απλά. Η πλευρά Λαμπράκη κατείχε το 49% της ελληνικής εταιρίας που ιδρύθηκε και η Mundus το 51%. Ο αείμνηστος Δημήτριος Λαμπράκης διά των εντολοδόχων του, των Γ. Συριώτη, Α. Ζαφειρόπουλου και Ι. Τζαρτίλη (διευθυντικών στελεχών του Συγκροτήματος πριν, κατά και μετά την Κατοχή), είχε επιτύχει έτσι ένα σημαντικό οικονομικό όφελος, χωρίς να χάσει την επιχείρησή του. Με την εκχώρηση του μεριδίου στους Γερμανούς μπόρεσε να αποκτήσει το γνωστό ακίνητο της οδού Αναγνωστοπούλου.
Οι Γερμανοί που έστειλε ο Γκαίμπελς στην Ελλάδα μόλις η χώρα μας κατακτήθηκε είχαν και άλλες επιτυχείς δράσεις. Συνεταιρίσθηκαν με τον Ελευθερουδάκη και τον Κάουφμαν για να ελέγξουν τη διανομή βιβλίων, ενώ ο συνεταιρισμός τους με τον Λαμπράκη εξασφάλιζε την εκτύπωση ελληνόγλωσσων και ξενόγλωσσων εφημερίδων και εντύπων. Ακόμη, συνεταιρίσθηκαν προνομιακά με τον Όθωνα Πικραμμένο και τη χήρα Τσιβόγλου (την πεθερά της Μαρίας Ρεζάν) για να ελέγχουν πλήρως τη διανομή των εφημερίδων και περιοδικών, ελληνικών και ξένων. Δημιουργήθηκε έτσι ένα νέο πρακτορείο εφημερίδων και η οικογένεια Πικραμμένου από την εκχώρηση μεριδίου μπόρεσε να αγοράσει το ακίνητο της οδού Ακαδημίας. Τα ονόματα αυτά δεν είναι φανταστικά, είναι αληθινά. Ούτε και τόσο απόμακρα από τη σημερινή πραγματικότητα, αν λάβουμε υπόψη ότι το Συγκρότημα Λαμπράκη εξακολουθεί να δεσπόζει, ο δε υιός Πικραμμένος είναι εκείνος που διεξήγαγε τις τελευταίες εθνικές εκλογές.
Κάπως έτσι το 1941 είχε ήσυχο το κεφάλι του ο Γκαίμπελς στο Βερολίνο για ό,τι είχε να κάνει με την προπαγάνδα του στη μακρινή κατεχόμενη Ελλάδα. Χωρίς την παραμικρή δυσκολία τα είχαν ρυθμίσει καλά οι άνθρωποί του, ενώ για τα θέματα του χαρτιού υπήρχε ο έμπιστος των Γερμανών από την προπολεμική περίοδο Γιάννης Πετσόπουλος, ο οποίος παράλληλα δεν έπαυε να έχει την ιδιότητα του …μέλους του ΚΚΕ!

Αλλά ας έρθουμε στην πραγματική οικονομία. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής η ελληνική οικονομία καταποντίσθηκε. Υπέστη μια άνευ προηγουμένου καταλήστευση εκ μέρους των κατακτητών, ώστε η επισιτιστική ανεπάρκεια να οδηγήσει στην τραγική πείνα. Ταυτόχρονα γιγαντωνόταν η μαύρη αγορά. Αν κανείς θα είχε την υπομονή να εντρυφήσει στους καταδικασμένους από τα αγορανομικά δικαστήρια της κατοχικής περιόδου, τι έπραξαν και γιατί καταδικάστηκαν, θα έφριττε για τους νεόκοπους «επιχειρηματίες» που θησαύρισαν. Και το θέμα δεν ήταν μόνον οικονομικό, αλλά είχε να κάνει με την εξαπάτηση των αγοραστών, όσων δηλαδή κατάφερναν να βρουν ρευστό για να αγοράσουν σε τιμές μαύρης αγοράς τρόφιμα. Κατά κανόνα αυτά τα τρόφιμα ήταν νοθευμένα με απίθανες αναμίξεις, εντελώς ακατάλληλα για βρώση.
Και όμως. Όλοι οι αυτοί οι ασυνείδητοι εκμεταλλευτές επιβίωσαν της Κατοχής, έχοντας δημιουργήσει τεράστιες μαυραγορίτικες περιουσίες. Παράπλευρα σ’ αυτούς τους γλοιώδεις και κυνικούς μαυραγορίτες υπήρχαν και οι εργολάβοι μηχανικοί και οι προμηθευτές των στρατιωτικών αρχών κατοχής. Αυτοί αναλάμβαναν «νόμιμα», κάθε άλλο παρά ηθικά όμως, διάφορα οχυρωματικά έργα για την προστασία των κατοχικών στρατευμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τις αναθέσεις τις έπαιρναν απευθείας από τους Γερμανούς, χωρίς κανένα έστω υποτυπώδη μειοδοτικό διαγωνισμό. Τιμολογούσαν κατά βούληση και αρκούσε η μονογραφή ενός Γερμανού ή Ιταλού αξιωματικού για να προσκομίσουν και να εισπράξουν το τιμολόγιό τους από την Τράπεζα της Ελλάδος. Χωρίς καμιά άλλη διαδικασία δημοσίου λογιστικού κ.ο.κ.
Απέκτησαν τεράστιες περιουσίες όλοι αυτοί. Υπάρχει ένας κατάλογος των οικονομικών μεγαλοδοσιλόγων, που απέκτησαν τεράστιες περιουσίες. Ένας εξ αυτών, που αρχικά προμήθευε το αγκαθωτό συρματόπλεγμα, για να περιφρουρούνται οι φυλακές και τα στρατόπεδα των Γερμανών, αλλά στη συνέχεια προμήθευε και κάθε είδους οικοδομικό υλικό, ήταν η εταιρία της οικογένειας Αγγελοπούλου. Οι γνωστοί αδελφοί Αγγελόπουλοι, ένας εκ των οποίων έγινε υπουργός του ΕΑΜ, ένας άλλος δολοφονήθηκε από τη «17 Νοέμβρη» και ένας τρίτος μέγας ευεργέτης του Πατριαρχείου. Χωρίς την περιουσία αυτή, είναι αμφίβολο τι καριέρα θα είχε κάνει η υπερφίαλη Γιάννα Δασκαλάκη-Αγγελοπούλου.
Για όσους ξενίζονται από την ύπαρξη δοσιλόγων που συνεργάστηκαν με το ΕΑΜ, δεν έχουν παρά να το ερευνήσουν. Και σε επίπεδο οικονομικού δοσιλογισμού, όπως ο μηχανικός Δοανίδης ή ο εκπαιδευτικός Παπαμαύρος.
Ένας άλλος τέτοιος οικονομικός μεγαλοδοσίλογος είχε εβραϊκή καταγωγή (ας μην απορεί ο αναγνώστης αν υπήρξαν και Εβραίοι δοσίλογοι – η δίωξή τους στην Ελλάδα άρχισε το 1943). Λεγόταν Λάζαρος ή Λεωνίδας Ροζενστάιν ή Ροζάκης και ο γιος του διέπρεψε στα ευρωπαϊκά δικαστήρια, ενώ έγινε γνωστός ως πανεπιστημιακός καθηγητής και στενός συνεργάτης του Κώστα Σημίτη.
Η περίπτωση Ροζάκη-Ροζενστάιν έχει μια ιδιαιτερότητα, που ανάγεται στον αρχικό προβληματισμό μας περί οικογενειακής ευθύνης. Μεταπολεμικά η ελληνική πολιτεία πήρε την απόφαση, στο πλαίσιο της τιμωρίας των οικονομικών δοσιλόγων, να εξορίσει σε νησιά του Αιγαίου ορισμένους απ’ αυτούς. Και, προφανώς για να τιμωρήσει μαζί και τις οικογένειές τους που στο διάστημα της Κατοχής δεν πείνασαν όπως όλοι οι άλλοι απλοί πολίτες, τους έστειλε οικογενειακώς… (Μια συγκυριακή λεπτομέρεια: Η κυβερνητική απόφαση για το πρωτοφανές αυτό μέτρο ανακοινώθηκε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1946 από τον υπουργό Σταμάτη Μερκούρη, πατέρα της Μελίνας και αδελφό του ιδρυτή του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος!).

Βεβαίως και υπήρξαν πολλοί άλλοι συνεργάτες των κατακτητών που διέλαθαν και απέφυγαν την τιμωρία. Ίσως επειδή ήταν πιο προνοητικοί από τους πολλούς και εγκαίρως κατάλαβαν ότι η Γερμανία δεν επρόκειτο να κερδίσει τον πόλεμο. Ένας εξ αυτών, ο πολιτικός μηχανικός Μιχαήλ Αβέρωφ (αδελφός του γνωστού πολιτικού), κέρδισε τεράστια ποσά από τη συνεργασία του με τον κατακτητή στην κατασκευή οχυρωματικών έργων, αλλά είχε την πρόνοια από ένα ορισμένο χρονικό σημείο και ύστερα να συνεργασθεί με τους Συμμάχους. Άλλοι, όπως ο εφοπλιστής Βερνίκος, δεν είχε κανένα ενδοιασμό να πολιτευθεί μεταπολεμικά. Πολλές οι περιπτώσεις, που όμως δεν έχουν τόσο ιστορικό όσο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον.
Θα σταθώ όμως σε μια άλλη περίπτωση, ενός ευφυούς και δραστήριου επιχειρηματία με τοπικό ορίζοντα, στη Δυτική Μακεδονία. Λεγόταν Γεώργιος Παπακωνσταντίνου και ίσως θα παρέμενε ασήμαντος αν ο συνονόματος εγγονός του δεν συνέπιπτε με την ιδιότητα του υπουργού Οικονομικών να είναι εκείνος που έδεσε χειροπόδαρα την Ελλάδα τον Μάιο του 2010 με το απεχθές και επαχθές Μνημόνιο. Σήμερα είναι υπόλογος όχι γι’ αυτό, αλλά για τις αλλοιώσεις που επέφερε στην περίφημη «Λίστα Λαγκάρντ».
Ο παλαιός Γ. Παπακωνσταντίνου στην προπολεμική περίοδο είχε αναπτύξει δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή της Κοζάνης με ιδιόκτητο αλευρόμυλο και ελαιοτριβείο. Ήταν πληροφορημένος ότι κάποιοι Ελληνοαμερικανοί επιχειρηματίες είχαν ενδιαφερθεί για την περιοχή της Πτολεμαΐδας, όπου υπήρχαν πλούσια κοιτάσματα λιγνίτη, και τα σχέδιά τους να δημιουργήσουν μεγάλα λιγνιτωρυχεία εκεί ανατράπηκαν λόγω του πολέμου. Εν τω μεταξύ με την Κατοχή έμαθε από Γερμανούς στρατιωτικούς ότι, καθώς η μόνη πηγή ενέργειας θα μπορούσε πλέον – λόγω των πολεμικών συνθηκών – να είναι ο λιγνίτης, θα ήταν έξυπνο να ασχοληθεί με τέτοια επιχείρηση. Αγόρασε τα χωράφια, στα οποία γνώριζε ότι υπήρχε λιγνίτης και η κατοχική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να του παραχωρήσει προνομιακή άδεια για την ίδρυση εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας για όλη την περιοχή.
Η ηλεκτροδότηση της ευρύτερης περιοχής της Κοζάνης ήταν πλέον μια πολύ κερδοφόρα οικογενειακή επιχείρηση για τον Γ. Παπακωνσταντίνου και το τέλος της Κατοχής δεν μπορούσε να την ανατρέψει, ούτε οι μεταπελευθερωτικές κυβερνήσεις διανοήθηκαν να στερήσουν την περιοχή από ηλεκτρική ενέργεια. Αντίθετα οι δύο γιοι του, ο Μιχάλης και ο Στέλιος, συμμετείχαν στην επιχειρηματική προσπάθειά του, αυτή τη φορά σε μια νέα βάση: Να πωλήσουν τη μονάδα της Πτολεμαΐδας όσο γινόταν ακριβότερα.
Με ομολογουμένως ευφυείς κινήσεις η οικογένεια Παπακωνσταντίνου κράτησε μια σκληρή διαπραγματευτική στάση και μόνον όταν πήρε το τίμημα που θεωρούσε λογικό, το 1958, παρέδωσε τη λιγνιτοφόρο περιοχή στη ΔΕΗ. Ένας πρόσθετος όρος ήταν η πρόσληψη του Στέλιου Παπακωνσταντίνου ως στελέχους της ΔΕΗ. Διατηρήθηκε σε κρίσιμες διευθυντικές θέσεις μέχρι που εμφανίστηκε το δικτατορικό καθεστώς και τον απέλυσε.
Ο πρεσβύτερος αδελφός Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, που είχε σπουδάσει νομικός στη Γερμανία και την Αγγλία και μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1954 ανέλαβε μαζί με τον Στέλιο τα ηνία της μικρής αλλά περιζήτητης επιχείρησης, προτίμησε να ασχοληθεί με την πολιτική. Στην Κατοχή είχε υπηρετήσει ως διερμηνέας των Γερμανών στην Κοζάνη, αλλά κατά την τελευταία κατοχική χρονιά συνδέθηκε με αντιστασιακούς. Παρά ταύτα τον συνόδευε το ψευδώνυμο «Μποτάκιας», λόγω της εμμονής του να φοράει γερμανικές μπότες μέσα από τα πολιτικά ρούχα του. Πιο φανατικός ένας πρώτος εξάδελφός του, ο Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου, φοιτητής της Νομικής, υπηρέτησε επίσης ως διερμηνέας και πράκτορας της Γκεστάπο στη Θεσσαλονίκη και αναμίχθηκε σε καταδόσεις Ελλήνων και Βρετανών – και όχι μόνο.
Η αρχική ενασχόληση του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου με την πολιτική είχε τοποθέτηση ακροδεξιά. Κατέβηκε ως υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος του αινιγματικού «μακεδονάρχη» Σωτηρίου Γκοτζαμάνη, που επί Κατοχής είχε διατελέσει υπουργός Οικονομικών και εγκαίρως είχε διαφύγει στην Ιταλία πριν τελειώσει η Κατοχή. Εκεί, όπου είχε πολλούς δεσμούς από τα φοιτητικά του χρόνια, κρύφτηκε επί χρόνια φυγοδικώντας από την ελληνική δικαιοσύνη, που τον είχε καταδικάσει σε θάνατο. Στις αρχές της δεκαετίας 1950 επέτυχε να αμνηστευθεί και να του επιστραφεί η δημευθείσα περιουσία του (διασώζεται μεταξύ άλλων ένα σχετικό έγγραφό του προς τον τότε νεαρό υφυπουργό Οικονομικών Κωνσταντίνο Μητσοτάκη).
Ο Γκοτζαμάνης επανήλθε στην Ελλάδα και τα πράγματα είχαν αλλάξει. Επιχείρησε να πολιτευθεί στις δημοτικές εκλογές του 1954 ως υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης και συγκέντρωσε πολύ υψηλό ποσοστό, αλλά δεν εξελέγη. Ένας εκ των πολύ φανατικών υποστηρικτών του ήταν ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, που τον θεωρούσε ως τον «μεγαλύτερο ζώντα πολιτικό στην Ελλάδα». Μετά την εξαγορά του εργοστασίου της Πτολεμαΐδας και αφού είχε αποβιώσει ο Γκοτζαμάνης, μεταπήδησε πολιτικά στον κεντρώο χώρο που πλέον άρχιζε βάσιμα να διεκδικεί την εξουσία. Αργότερα θα εκλεγεί επανειλημμένα βουλευτές και θα καταλάβει υπουργικά αξιώματα, ενώ μετά την πτώση της δικτατορίας θα προσχωρήσει στη Νέα Δημοκρατία.
Μη έχοντας άρρενες απογόνους θα τον διαδεχθεί πολιτικά στην Κοζάνη ο ανιψιός του, ο γνωστός μας αρχιτέκτονας του «Μνημονίου» Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ο οποίος σήμερα είναι υπόδικος για τη «Λίστα Λαγκάρντ», επειδή επιχείρησε να την αλλοιώσει για να μην είναι υπόλογες οι κόρες του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου.
Αυτή είναι με λίγα λόγια η ιστορία της οικογένειας Παπακωνσταντίνου, που απέκτησε αμύθητο πλούτο από μια υπογραφή του Τσολάκογλου σε μια προνομιακή άδεια για τη δημιουργία ηλεκτρικού εργοστασίου στη μακρινή και ασήμαντη τότε Πτολεμαΐδα.

ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΜΕΓΑΛΟΔΟΣΙΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Και τώρα τα πρόσωπα. Ας δούμε τους κύριους οικονομικούς μεγαλοδοσιλόγους, οι οποίοι κερδοσκόπησαν και πλούτισαν επί Κατοχής. Δεν είναι απαραιτήτως όλοι αυτοί μαυραγορίτες. Είναι όμως όλοι τους εκείνοι που δεν δίστασαν να συναλλαγούν με τις Αρχές Κατοχής, αναλαμβάνοντας προμήθειες ή κατασκευές για λογαριασμό τους. 
Παρά το γεγονός ότι δεν έχει αφαιρεθεί ούτε ένα όνομα, ο κατάλογος αυτός δεν είναι πλήρης. Τον δημοσιεύουμε λοιπόν μάλλον ενδεικτικά, ώστε να ανιχνεύσουμε κάποια γνωστά ονόματα που απέκτησαν την τεράστια περιουσία τους, ελισσόμενοι επί Κατοχής και εκμεταλλευόμενοι τις περιστάσεις. Την ώρα που άλλοι συνάδελφοί τους πεινούσαν και δυστυχούσαν, που κυριολεκτικά δεν είχαν να θρέψουν την οικογένειά τους, που δεν μπορούσαν να διατηρήσουν τις επιχειρήσεις τους ή για λόγους αρχής δεν δέχονταν να ασκήσουν το επάγγελμά τους υπό τις συνθήκες αυτές, οι άνθρωποι αυτοί έσπευσαν με περισσή προθυμία να υπηρετήσουν τον κατακτητή ως νεροκουβαλητές.
Είναι γνωστή η περίπτωση μεγαλοβιομηχάνου επίπλων, ο οποίος επέτυχε να διαφθείρει τους συνήθως άτεγκτους σε τέτοια θέματα Γερμανούς αξιωματικούς της επιμελητείας και μοιραζόμενος μαζί τους τα δυσθεόρατα κέρδη που τόσο ακόπως αποκόμιζε, προμήθευε με έπιπλα για την καθημερινή τους διαβίωση τους Γερμανούς. Π.χ. ερχόταν με μετάθεση στην Ελλάδα ένας αξιωματικός και, με μέριμνα της επιμελητείας, επιτασσόταν το δωμάτιο ενός καλού αστικού σπιτιού και του το παραχωρούσαν για να κατοικεί. Οι «μιλημένοι» της επιμελητείας πήγαιναν πριν για να το επιθεωρήσουν και διαπίστωναν ότι χρειαζόταν καινούργιο κρεβάτι, καινούργιο σαλόνι, καινούργιο γραφείο κ.ο.κ.
Αλλά τα έπιπλα της κατάστασης δεν παραδίδονταν παρά μόνο στα χαρτιά, αφού άλλωστε τα έπιπλα της ελληνικής οικογενείας που είχε διαταχθεί να παραχωρήσει το επιταγμένο δωμάτιο ήταν σε καλή κατάσταση. Αυτό γινόταν συστηματικά και έτσι συνέρρεε στα ταμεία του Έλληνα προμηθευτή πλούτος και πάλι πλούτος. Αλλά πλούτος αθέμιτος, ούτως ή άλλως. Οι Γερμανοί «συνεταίροι» έπαιρναν τη μίζα τους και όλα κυλούσαν ομαλά, με μόνιμο χαμένο την Τράπεζα της Ελλάδος που όλο και πλήρωνε. Μέχρι που κάποια στιγμή η ειδική υπηρεσία «εσωτερικών υποθέσεων» της γερμανικής επιμελητείας εντόπισε την απάτη.
Τόσο οι Γερμανοί όσο και ο Έλληνας «συνεταίρος» τους συνελήφθησαν και παραπέμφθηκαν στο στρατοδικείο. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι ποινές ήταν εξοντωτικές, συνήθως θανατικές, ιδιαίτερα για τους Γερμανούς που ήταν αναμεμιγμένοι. Ειδικά μάλιστα τότε, την εποχή του πολέμου, η χιτλερική Γερμανία είχε εκδώσει έναν ιδιώνυμο νόμο «περί προσβολής της εθνικής τιμής» στο εξωτερικό, δηλ. στις κατεχόμενες χώρες. Όποιος Γερμανός αξιωματικός ή οπλίτης λοιπόν υπέπιπτε σε αδικήματα που διέσυραν τη χώρα του (π.χ. βιασμοί, κλοπές, διαφθορά, απρόκλητες προσωπικές επιθέσεις κλπ.) υφίστατο αυστηρότατες κυρώσεις.
Θα αναρωτηθείτε τη συνέχεια. Ο Έλληνας επιπλοβιομήχανος (πρόκειται περί του Ελ. Σαρίδη) επέζησε. Ύστερα από κάποιων μηνών αγωνία για τη ζωή του, κατάδικος ων πλέον, επέτυχε να μετατραπεί η ποινή του. Για να το κατορθώσει αυτό, πλήρωσε ένα μυθώδες ποσόν σ’ έναν άλλον Έλληνα. Σ’ έναν γερμανομαθή νεαρό τότε Έλληνα δικηγόρο, ο οποίος ως «εξ απορρήτων» του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού είχε καλλιεργήσει ισχυρές φιλίες με τους εδώ Γερμανούς διπλωμάτες και στρατηγούς. Έχοντας τις κατάλληλες συστάσεις στην τσέπη του, ταξίδεψε στο Βερολίνο και κατόρθωσε να γλυτώσει τον πελάτη του. Όχι όμως και τους Γερμανούς «συνεταίρους» του τελευταίου. Ο Έλληνας προμηθευτής θα είχε μεταπολεμικά να διηγείται τις διώξεις που υπέστη από τους Γερμανούς, χωρίς βέβαια να αναφέρει στους αγνοούντες από τους συνομιλητές του περί τίνος επρόκειτο, ενώ ο νεαρός εκείνος δικηγόρος (ο Ιωάννης Γεωργάκης, έπειτα εξ απορρήτων του μεγαλοεφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση) επέπρωτο αργότερα να γίνει μέλος της Ακαδημίας Αθηνών...
Αν κάπως έτσι αντλούσαν τα αμύθητα κέρδη τους οι προμηθευτές των Αρχών Κατοχής, φαντασθείτε τι γινόταν με τους εργολάβους και τους κατασκευαστές τεχνικών έργων. Ας αναλογισθούμε την πρώτη ημέρα της Κατοχής πόσοι δρόμοι, πόσα γεφύρια, πόσα λιμάνια και πόσες εγκαταστάσεις είχαν καταστραφεί. Αλλά και στη συνέχεια πόσες ανάγκες προέκυπταν για τις Κατοχικές Αρχές να ανεγείρουν φυλάκια, διάφορες εγκαταστάσεις, στρατόπεδα, οικήματα, φυλακές, κτίρια, αποθήκες, να ιδρύουν ή να επεκτείνουν αεροδρόμια και λιμάνια, να κατασκευάζουν οχυρωματικά έργα κ.ο.κ. Έτσι άρχισε η «χρυσή εποχή» των διαπλεκομένων κατασκευαστών. Όμως πολλά γνωστά ονόματα συνεργάστηκαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένας Έλληνας πολιτικός μηχανικός (που δεν καταδικάστηκε!) έφτασε στο σημείο να εφεύρει ένα υποκατάστατο των φορτηγίδων που οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά υλικών στα νησιά. Οαι οι Γερμανοί ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ που είχαν εξασφαλίσει μια τέτοια καινοτόμο λύση για τις μεταφορές τους, ώστε έστειλαν αντίγραφα της εφεύρεσης στο Βερολίνο και από εκεί σε άλλες παραθαλάσσιες κατεχόμενες χώρες. Εννοείται ότι ο ίδιος θησαύρισε εξωφρενικά, αφού άλλωστε και εδώ το Ελληνικό Δημόσιο πλήρωνε.
Οι πολιτικοί μηχανικοί που είχαν αναλάβει την εκτέλεση τεχνικών και οχυρωματικών έργων από τις αρχές της Κατοχής μέχρι την άνοιξη του 1944 κέρδισαν κυριολεκτικά αμύθητα ποσά.
Στη συνέχεια σχεδόν όλοι αυτοί, χωρίς να πάψουν να παίρνουν αναθέσεις και να συνεχίζουν την είσπραξη των αμύθητων κερδών τους, περνούν σε ένα άλλο στάδιο: σκέπτονται και το αύριο. Αρχίζουν να ενισχύουν οικονομικά διάφορες αντιστασιακές οργανώσεις, να χρηματοδοτούν αντιστασιακά έντυπα, στέλνουν κάποιο από τα παιδιά τους στα βουνά ή ακόμα και στο εξωτερικό για να «συμμετάσχουν στον κατά του εχθρού πόλεμο», ή επιτυγχάνουν να διασυνδεθούν με πράκτορες των συμμαχικών υπηρεσιών, στους οποίους παραδίδουν τα τοπογραφικά των έργων που εκτελούν και σωρεία άλλων χρήσιμων πληροφοριών που υποπίπτουν στην αντίληψή τους περί οχυρώσεων, νηοπομπών, ελλιμενισμών κλπ. Πολλές φορές τα χρήσιμα στοιχεία που διοχετεύονται στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής καταλήγουν στον βομβαρδισμό των υπό εκτέλεση έργων. Αλλά αυτό δεν είναι άσχημο, διότι έτσι παίρνουν νέα ανάθεση να ξαναρχίσουν από την αρχή, οπότε αυξάνεται ο τζίρος.
Με όλη αυτή τη διαδικασία, πολλοί από τους κατασκευαστές, που παραπέμφθηκαν μεταπολεμικά να δικαστούν για δοσιλογισμό στην Ελληνική Δικαιοσύνη, έφεραν ως μάρτυρες υπεράσπισης Βρετανούς αξιωματικούς ή αξιόπιστους αντιστασιακούς, οι οποίοι φυσικά κατέθεσαν ότι οι κατηγορούμενοι συνέβαλαν στη ...συμμαχική νίκη. Ευνόητο είναι ότι σχεδόν όλοι αθωώθηκαν και οι θησαυροί-θησαυροί. Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση ήταν των μετόχων μιας τεχνικής εταιρίας, γνωστών ονομάτων της αθηναϊκής κοινωνίας (ο αδελφός του ενός υπήρξε μάλιστα επί πολλά χρόνια βουλευτής και υπουργός), οι οποίοι όχι μόνο δεν καταδικάστηκαν, αλλά και ...παρασημοφορήθηκαν! Φυσικά στα μεταπολεμικά χρόνια διατήρησαν όλη τους την αίγλη και συνέχισαν οι ίδιοι, και σήμερα οι κληρονόμοι τους, να παίρνουν μεγάλα δημόσια έργα με προϋπολογισμούς που καλύπτονταν από τις αμερικανικές βοήθειες.
Κάπως έτσι έχει γραφεί η ιστορία των οικονομικών δοσιλόγων. Και αφού τελικά δεν τα κατάφεραν να γλυτώσουν τις καταδίκες και τις τιμωρίες, επανήλθαν λαύροι και στελέχωσαν τη νεώτερη μεγαλοαστική τάξη.
Μεταπολεμικά η ελληνική πολιτεία, αν και τιμώρησε τους οικονομικούς δοσιλόγους, δεν εξάντλησε την αυστηρότητά της ώστε να τους απομονώσει. Ούτε και η κοινωνία τους απολάκτισε. Αντίθετα, οι αρχές τους αντιμετώπισαν συχνά ευνοϊκά, σεβόμενες προφανώς την ογκώδη οικονομική επιφάνεια που είχαν στο σκότος και σε βάρος του λιμώττοντος λαού αποκτήσει.
Και όταν κάποτε ο οικονομικός δοσιλογισμός ξεχάστηκε, τα ίδια πρόσωπα, δηλ. πολλά απ’ αυτά, επανέκαμψαν με ζήλο στην επιχειρηματική δράση. Απαίτησαν προνόμια και τα έλαβαν. Με τα ισχυρά κεφάλαια, κεφάλαια που είχαν αποκτηθεί με κατοχικό «ιδρώτα» και υπό καθεστώς άκρατου αμοραλισμού, επένδυσαν σε μονοπωλιακά ή ολιγοπωλιακά είδη και τα πολλαπλασίασαν. Έγιναν οι Ηρακλείς της ελληνικής οικονομίας.
Εκτός από τους αναφερόμενους οικονομικούς δοσιλόγους, υπάρχουν και άλλες παρεμφερείς κατηγορίες, όπως οι κατοχικοί μεγαλομαυραγορίτες. Διαθέτοντας και καλλιεργώντας πάσης φύσεως διασυνδέσεις με τις Αρχές Κατοχής συγκέντρωσαν στα χέρια τους ποσότητες δυσεύρετων ειδών, κυρίως τροφίμων ευρείας κατανάλωσης, που τις έσπρωχναν στην κατανάλωση με χιλιοπλάσιες τιμές. Το αποτέλεσμα ήταν οι μεν μαυραγορίτες να θησαυρίζουν ανενόχλητοι και φυσικά ανεξέλεγκτοι, ο δε λαός να στερείται τα στοιχειώδη αγαθά που θα μπορούσε να προμηθευθεί, εκτός αν ήταν έτοιμος να διαθέσει ένα ολόκληρο σπίτι για να εξασφαλίσει λίγα μόλις γεύματα. Οι θάνατοι από πείνα οφείλονται σ’ αυτό το κλίμα μαυραγοριτισμού που απλώθηκε επί Κατοχής, ιδιαίτερα τον πρώτο χρόνο, τον φοβερό χειμώνα 1941-42.
Το παράδοξο όμως είναι που μεταπολεμικά αυτοί οι μεγαλομαυραγορίτες επέζησαν οικονομικά, αλλά και κοινωνικά, παρά το γεγονός ότι η κατοχική συμπεριφορά τους ήταν πάνω απ’ όλα αντικοινωνική και ανθελληνική. Και βεβαίως όσοι δεν επέζησαν βιολογικά, είχαν τους φυσικούς διαδόχους τους για να πάρουν τη σκυτάλη και να συνεχίσουν το μεσουράνημα των επιχειρήσεών τους. Και πάλι το κατοχικό παρελθόν ξεχάστηκε. Και έχουμε χαρακτηριστική περίπτωση τον γόνο ενός τέτοιου μεγαλομαυραγορίτη τροφίμων, διαθέτοντα πάντα το ισχυρότατο ταμείο που με τέτοια διαγωγή είχε σχηματίσει ο πατέρας ή ο παππούς του, να φθάσει - πενήντα χρόνια αργότερα - στη δημοσιότητα, ως αγοραστής της κληρονομητέας έπαυλης Μινέικο του Ψυχικού, την οποία αγόρασε από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Είναι εκείνος που στη συνέχεια πάλι στη δημοσιότητα, ζητώντας να του επιστραφούν τα χρήματα που είχε διαθέσει για την αγορά, η οποία ύστερα από ένα περίπλοκο πλέγμα διαδικασιών, ακυρώθηκε. Και, να προσθέσουμε, είναι ο ίδιος που στα τελευταία χρόνια τιμήθηκε με ηγετική θέση στη διοίκηση του Κολλεγίου Αθηνών.
Όλους αυτούς τους οικονομικούς μεγαλοδοσιλόγους, που απέκτησαν τέτοιες αμύθητες περιουσίες, ο πανδαμάτωρ χρόνος - όπως ήταν αναμενόμενο - δεν τους λησμόνησε και ελάχιστοι σήμερα ίσως επιζούν. Αλλά και εκείνοι που πέθαναν και εκείνοι που τυχόν ζουν ανάμεσά μας, έχουν επιμελώς αποκρύψει το πραγματικό παρελθόν τους. Θα ήταν έλλειψη στοιχειωδών φυσικών ανακλαστικών, αν γινόταν διαφορετικά.

ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΟΔΟΣΙΛΟΓΩΝ ΣΕ ΑΘΗΝΑ-ΠΕΙΡΑΙΑ

Αβραμίδης Ιωακείμ, Αγγελόπουλος Θ. & Υιοί, Αγιουτάντης Α., Αλβανόπουλοι Κ. και Ι., Αλεξάτος Ιωάννης, Αντωνόπουλος Α., Βαρχανέα Σ., Βασιλάκος Α., Βασιλειάδης Αθανάσιος, Βέλλιος Ε., Βερνίκος Αλέξανδρος, Βερνίκος Κωνσταντίνος, Βερνίκος Νικόλαος, Βόμβα Αφοί, Βόμβας Δημήτριος, Βορεάδης Ιωάννης, Γεωργιάδης Γ., Γεωργιάδης Σ., Γιαδικιάρογλου Ρ., Γιαδικιάρογλου Φ., Γιαννουλάτος Ε., Γιατζόγλου Ε., Γκέρτσος Δημήτριος, Γκέρτσος Θεόδωρος, Γκέρτσος Κωνσταντίνος, Γκορίτσας Ε., Γκουντελιάν Α., Γκουτρούμ Κ., Δαμιανός Μ., Δευκόπουλος Κ., Δήμας Σ., Διάκος Ε., Δοανίδης Πέτρος, Δολτσέτης Ι., Έμκε ή Αθηναίος Φραγκίσκος, Ευστρατίου Δ., Ζαλώνης Μαξ, Ζαννέτος Κ., Ζανουδάκης Α., Ζανουδάκης Σ., Ζαντεμίκωφ Ζωή, Ζαχάρωφ Γεώργιος, Ζήζηλας Ι., Θεοδωρόπουλος Ε., Ιγγλέσης Γ., Ιωαννίδης Β., Ιωαννίδης Γ., Καβαντζάς Δ., Καββαδίας Κ., Καϊβάνοι Αφοί, Καλημέρης Β., Καλιάζης Κ., Καλιαμπέτσος Α. και Σ., Κάμφωνας Α., Καραγιάννης Κ., Καράσσος Σ., Καρδασιλάρη Υιοί, Κατηφόρης Παναγιώτης, Κατσίγερας Σταύρος, Κατσουρόπουλος Λεωνίδας, Κεφάλας Κωνσταντίνος, Κεχαγιάς Χ., Κηρύκοι-Αλεξάτος, Κηρύκος Γεώργιος, Κιλιτζιάν Κιρκόρ, Κόβερης Ιωάννης, Κόκκινος Κίμων, Κολοβός Γ., Κολοζώφ Α., Κοραής Σ., Κορωναίος Α., Κουμς Δημήτριος, Κουρμούλης Μ., Κουρτ Μ., Κούρτογλου Ι., Κοφτ Βενιαμίν, Κρανιώτη Αφοί, Κριεζής Ιωάννης, Κρίκος Μ., Κυπαρισσόπουλος Ε., Κυφιώτης Α., Κωστάλας Σταύρος, Λαζαράκης Ανδρέας, Λαζαράκης Κωνσταντίνος, Λαζαρίδης Παναγιώτης, Λασκαρίδης Χ., Λιοπυράκης Θ., Λυμπεράκης Μ., Μαθιουδάκης Ι., Μανιάκης Α., Μάνος Α., Μαντζάκας Σ., Ματαρατζής Ιωάννης, Μάτσας Λουκάς & Υιοί, Μαυράγγελος Μ., Μαύρος Φ., Μεγαλοοικονόμου Λεωνίδας, Μεϊμαρίδης-Πιρπίρογλου, Μήκας Δημήτριος, Μικέλης Ν., Μόσχος Πασχάλης, Μπαντζάς Ν., Μπαρμπαγιαννάκης Ιωάννης, Μπαρμπαρής Σ., Μπρούνο Λ., Μωυσόγλου Α., Ναούμ Ανδρέας, Ναχνικιάν Ζ., Νισίμ Κ., Νταής Α., Ντεκιπέλο Κατάλιτο, Ντιλέρνια Γ., Ξανθόπουλος Α., Ξανθόπουλος Ιωάννης, Ξανθόπουλος Παναγιώτης, Παβεζόπουλος Αλέξανδρος, Παπαδάκης Ε., Παπαδόπουλος Γ., Παπαδόπουλος Κ., Παπαδόπουλος Ο.Ε., Παπανικολάου Π., Παπασταύρου Χ., Παραβάντος Ι., Πασσάς Ιωάννης, Περδικάρης Εμμανουήλ, Πετρίδης Ι., Πετρίδης Κ., Πετρόπουλος Κ., Πετυχάκης Φαίδων, Πλέσσας Αντώνιος, Πλέσσας Κωνσταντίνος, Πλέσσας Σπυρίδων, Πλέσσας Σταμάτης, Πουλάκος Β., Προφέτας Άρης, Ρεμέντζης Γ., Ρόζενσταϊν-Ροζάκης Λ., Ρουρούλης Σ., Ρούσσος Δ., Σαλαπάτας Α., Σαλαπάτας Β., Σαλαπάτας Σ., Σαλούστρος Παντελής, Σαραντάκης Ο., Σαράντης Ι., Σαράντης Ρ., Σαρφάτης Ρ., Σεραφειμίδης-Γεωργακάς, Σκλαβούνος Λ., Σουπίλας Ελευθέριος, Σοφιανόπουλος Π., Σταματόπουλοι Α., Λ., Θ., Ρ. & Ο., Στασινόπουλοι Ι., Η & Μ., Στίκας Α., Στίπας Π., Συριανάκης Θ., Τερζόγλου Νικόλαος, Τολιάς Β., Φερλάτσο Ουμβέρτος, Φουρναράκης-Ιωαννίδης, Φώκερ Σ., Χάινε Ε., Χαραλάμπους Μιχαήλ, Χασαπάκος Χρ., Χατζηνάκος Γ., Χατζηπαναγιώτης Ι., Χόχνετς Φραντς.

ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Αδαμίδης Κωνσταντίνος, Ακρίτας Γεώργιος, Αλεξανδρίδου Καπνοβιομηχανία, Αλούπης Μάνος, Αναστασιάδης Χρήστος, Ανδρεάδη Αδελφοί, Ανεζίνης Σταύρος, Αντωνίου Ανδρέας, Βαρδαλής Γ., Βέλλος Μιχαήλ, Βοράκης Ιωάννης, Βουλώνης Απόστολος, Βουλώνης Γεώργιος, Γαρυφάλλου Περικλής, Γεωργιάδη Αδελφοί, Γεωργιάδης Βασίλειος, Γεωργιάδης Γεώργιος, Γιαγκόπουλος Γεώργιος, Γκέκας Ευάγγελος, Γκέκας Στέφανος, Γκίμπελ Ελένη, Γκλάνοβιτς Στέφανος, Γκοτζαμάνης Χριστόφορος, Γκρος Ροβέρτος, Δανέζη Φανουρία, Δανίδης Εμμανουήλ, Δάνου-Καραβάνη Έλλη, Δερζακαριάν Βαρτάν, Δημητρακούδης Περικλής, Δημητρίου Γεώργιος, Διαμαντής Μενέλαος, Διαμαντής Νικόλαος, Διβόλης, Ζάρος Χρήστος, Ηλιάδης Δημ., Ηλιάδης Ηλίας, Ηλιάδης Ιορδάνης, Θεοδοσιάδης Αλέξανδρος, Καβουνίδης Νικόλαος, Καμπάνης Νικόλαος, Καμπούρογλου Κοσμάς, Καρατζάς Σωτήριος, Καρράς Γεώργιος, Καρύδα Αδελφοί, Καρύδας Κωνσταντίνος, Καστάνης Νικ., Κεχαγιάς Χρήστος, Κιζιρίδης Παναγιώτης, Κιουτσής Χρήστος, Κλάιμπερ Αιμίλιος, Κοσμίδης Κωνσταντίνος, Κουλάκογλου Χαράλαμπος, Κουφοδόντης Κωνσταντίνος, Κυριακόπουλος Κυρ., Κύρου Αδελφοί, Κύρου Κύρος, Κυφιώτης Ιωάννης, Λαγουρός Λεωνίδας, Λαδόπουλος Πάνος, Λαζαρίδης Τηλέμαχος, Λαζόπουλος Γεώργιος, Λισσαίος Γεώργιος, Μανθόπουλος Πέτρος, Μανιάς Ν., Μανούζας Εμμανουήλ, Μαρατσίτας Σπύρος, Μαυρομμάτης Δ., Μελάς Αθανάσιος, Μήλιος Δημ., Μητσικολάβος, Μιχαηλίδης Αθ., Μιχαηλίδης Μιχαήλ, Μπλέκας Νικόλαος, Μπόζοβιτς Αντώνιος, Μπούσιος Ι., Μύλλερ Ιωάννης, Ναθαναήλ Κωνσταντίνος, Ναούμ Νικίας, Νικολαΐδης Α., Νικολαΐδης Όμηρος, Νικολαΐδης Περικλής, Νικολαΐδης Πρόδρομος, Νικόπουλος Δημ., Ξανθόπουλος Γεράσιμος, Ξανθόπουλος Παναγιώτης, Ξενάκης-Δημητρακόπουλος, Οικονομόπουλος Αντώνιος, Οικονόμου Ιωάννης, Παιονίδης Φιλ., εργολάβος, Πανίτογλου Βασίλειος, Παπαγεωργίου Αθ., Παπαγιαννόπουλος Δημ., Παπαδόπουλος Εμμανουήλ, Παπαδόπουλος Ζαχαρίας, Παπακώστας Χαρ., Παπαναούμ Λάσκαρης, Παπανικολάου Βάιος, Παπαζιάν Κιρκόρ, Παπαστρατηγάκης Μιχαήλ, Περδικάρης Ορέστης, Περτσινίδης Θεοχάρης, Πετράκης Νικόλαος, Πετρόπουλος Π., Πολλάτος Γεώργιος, Πράσινος Δημήτριος, Ριζόπουλος Άγγελος, Σαργός Παντελής, Σβες Χρ., Σεμερτζιάν Χατζίκ, Σκενδέρης Αναστάσιος, Στάθης Θεόδωρος, Σταματόπουλος Χρήστος, Στεργιάδης Νικόλαος, Ταμπακίδης Ανδρέας, Ταντές Αντίγονος, Ταπτικλής Θεόδωρος, Τορνιβούκας Καπνοβιομηχανία, Τρύφωνος Άννα, Τσέντελης Αθανάσιος, Τσιγαρίδας Θωμάς, Τσούρκας Δημοσθένης, Φέσσας-Δήμας, Φέσσας Μιχαήλ, Φόνσερ Παύλος, Φραγκόπουλος Στέργιος, Φωτιάδης Βασίλειος, Χαλατζιάν Αρτίν, Χαμπούρης Άρης, Χαριζάνης Απ., Χατζηγεωργίου Καπνοβιομηχανία, Χατζηγεωργίου Γεώργιος, Χατζηγεωργίου Νικ., Χατζηνάκου Αδελφοί, Χατζηχρήστου Αρ., εργολάβος, Χατζόπουλος Γ., Χατζόπουλος Δημ., Χουβαρδάς Δημ., Χριστόπουλος Ταξ., Ωρολογάς Αλέξανδρος, Ωρολογάς Πέτρος.