Ο Νίκος Μαστοράκης
δεν μπορεί να περπατήσει ξυπόλυτος.
Με την Κρήτη δεν είχα ποτέ καλές σχέσεις. Αυτό το κράμα λεβεντιάς και μαλακίας δύσκολα μπορώ να το καταλάβω.
|
“Όχι, θα το κάνεις”. Και, τελικά, λέω, τι έχω να χάσω; Θα το κάνω. Το έκανα και είχε επιτυχία. Ήταν ένα έργο που ονομαζόταν Τρίπτυχο, ενός Ολλανδού, του Ράιντερς. Και ύστερα τα πράγματα κύλησαν νεράκι. Οφείλω, πάντως, να ομολογήσω πως δεν είχα ποτέ επαγγελματική συνείδηση. Με έναν τρόπο έλεγα ότι “ωραία καταφέραμε να τους ξεγελάσουμε και πάλι”.
Δεν ήταν δυνατόν να με θεωρούν σκηνοθέτη - δεν πήγαινα καν στις πρόβες. Ίσως επειδή ήμουν τόσο χαλαρός υπέβαλλα στους ηθοποιούς το αίσθημα της υπευθυνότητας. Δηλαδή οι ηθοποιοί, που είναι συνήθως πιο χαλαροί, πιο διαλυμένοι, είχαν πάρει στα χέρια τους λίγο την παράσταση. Αλλά από κάποιο σημείο και μετά το αποφάσισα. Είπα “είμαι μάλλον σκηνοθέτης”». Και έτσι, με ένα κούνημα του χεριού του ή κάπως σαν να κάνει δαχτυλίδια καπνού με το στόμα, σκηνοθετεί μερικές από τις πιο εμβληματικές παραστάσεις του νέου ελληνικού θεάτρου: τον Κουρέα της Σεβίλλης στο ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, το Γάλα για το Εθνικό Θέατρο, τον Πλούτο με τον Λαζόπουλο,τα Πελεκάνος και Σε στενό οικογενειακό κύκλο στο Αμόρε, το Στην εθνικήμε τα μεγάλα για τη Σκηνή του Βογιατζή, τις Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης και τον Ιβάνοφ στο ΚΘΒΕ,τον Γλάρο και τη Μαρία Στιούαρτ με την Μπέττυ Αρβανίτη, τον Έβρο Απέναντι των Παπαθανασίου-Ρέππα, το Ξύπνημα της άνοιξης του Φρανκ Βέντεκιντ, τους Άγγελους στην Αμερική του Τόνι Κούσνερ στο Φεστιβάλ Αθηνών (με κοινό και κριτικούς να παραληρούν) και την Τριλογία του Παραθερισμού του Κάρλο Γκολντόνι, μεταξύ άλλων. Παράσταση αγαπημένη δεν έχει, όλες όσες έχει κάνει είναι στην ίδια συναισθηματική ευθεία, όπως οι παλιοί έρωτες. «Είμαι 58 χρόνων και αν με ρωτήσει κανείς ποιος ήταν ο πιο αγαπημένος γκόμενος που είχα ποτέ θα του πω, “χέσε με”. Και μου αρέσει πάρα πολύ αυτό. Το θέατρο είναι όπως η ερωτική σχέση. Την ώρα που τη ζεις είναι πάρα πολύ σημαντική. Είναι το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο. Όταν αυτό περάσει μπαίνει στην αποθήκη μαζί με τόσα άλλα αντικείμενα και πια δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ποιο αγαπάς περισσότερο». Μόνο αγαπημένα ταξίδια έχει. Κυρίως στη νοτιοανατολική Ασία, κάτω από τη ραστώνη μιας καλύβας, πάνω σε μια παραλία, μόνο αυτός, αντιμέτωπος με τον εαυτό του, σε μια αδυσώπητη μάχη μηνών, χρόνων ολόκληρων. «Γενικά, πάω Μαλαισία, Καμπότζη, Βιετνάμ, Ταϊλάνδη και Κίνα. Με τραβούν κυρίως οι άνθρωποι εκεί. Δεν ξέρω αν είναι η θρησκεία τους ή η κουλτούρα τους. Αλλά έχουν άλλη μενταλιτέ από τους Δυτικούς. Εκεί ακόμη τα πράγματα είναι ανθρώπινα. Οι άνθρωποι δεν αγωνίζονται ν’ αρπάξουν μια φέτα από το ζαμπόν του καταναλωτισμού.
Θα αγωνιστούν ν’ αρπάξουν μία φέτα απλά για να φάνε. Δεν τους ενδιαφέρει να διακριθούν.
Βέβαια, το πιο φρικτό που συνειδητοποίησα τα τελευταία χρόνια στην Ασία ήταν ότι μέσα σε αυτό τον παράδεισο δεν μπορούσα να περπατήσω ξυπόλυτος. Γιατί όταν ήμουν μικρός οι γονείς μου με είχαν πείσει ότι δεν μπορούσα να περπατήσω χωρίς παπούτσια. Με είχαν πείσει τόσο, που μου έβγαζαν τα παπούτσια, με άφηναν πάνω σε έναν καναπέ και μου έλεγαν “τα παπούτσια σου τα έχουμε πάει στον παπουτσή και δεν μπορείς να κατέβεις”. Και δεν κατέβαινα ο μαλάκας. Τώρα, στα εξήντα μου, συνειδητοποιώ ότι δεν μπορώ να πατήσω με γυμνά πόδια πουθενά. Πάντα φοράω παντόφλα ή σαγιονάρα. Είναι τρομερό. Ήμουν σαν αυτά τα παιδιά από τον Κυνόδοντα». Και μετά ανάβει ένα ακόμα τσιγάρο και μου λέει για τα λεπτά προφυλακτικά που βρίσκεις στην Ταϊλάνδη, για τα τρομακτικά φίδια της Σρι Λάνκα και για το πόσο σιχαίνεται τα λουλούδια στα βάζα. «Είναι σαν να βάζεις ένα πτώμα μέσα στο σπίτι σου».
πηγη:lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου