Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Μια κουβέντα με τον Γούντι Άλεν.



        Ο Γούντι και η νοσταλγία

επιλογή βιντεο:Tέχνης Άνεμος
 
 
Αντικρiζοντας τον Γούντι Άλεν, είναι ν’ αναρωτιέται κανείς ποιον έχει απέναντί του. Έναν εργατικό κινηματογραφιστή που ξεδιπλώνει τις εμμονές του εδώ και 40 χρόνια ετησίως; Έναν μύθο που απλώς ανακυκλώνει τα θέματά του, ταξιδεύοντας πλέον στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες; Ή έναν σκανδαλώδη (ασχημ)άντρα που παντρεύτηκε τη θετή του κόρη κι εξόργισε την τελευταία σε μια μεγάλη σειρά από μούσες/ερωμένες, αράζοντας πλέον στον τελικό ερωτικό του σταθμό και ταυτόχρονα ξορκίζοντας τον θάνατο με τη διαφορά ηλικίας που τον χωρίζει από την περίφημη, και αρκετά δυναμική σας πληροφορώ, Σουν Γι, του Πρεβέν και της Φάροου;

Αντιπαρέρχομαι το τρίτο σκέλος γιατί δεν μ’ ενδιαφέρει το ηθικό μέρος μιας υπόθεσης που δικαστικά έχει επιλυθεί και, άλλωστε, κανείς ουσιαστικά δεν ασχολείται μ’ αυτό. Τουλάχιστον στην Ευρώπη, που ανέκαθεν είχε αδυναμία στον Γούντι Άλεν και τον αγκάλιασε όταν η Αμερική τον σνόμπαρε επιδεικτικά. «Είναι επειδή στην Ευρώ- πη διαβάζουν υπότιτλους και δεν βλέπουν πόσο κακές είναι οι ταινίες μου», απάντησε στο ερώτημα σατιρικά ο Άλεν παλιότερα. Στην καινούργια ταινία του, Μεσάνυχτα στο Παρίσι, ασχολείται με το κόλλημα ενός συγγραφέα με το παρελθόν και του ζητώ να μεταφέρει την πλοκή στην αρχαία Ελλάδα. Αυτοσχεδιάζει, χαμογελώντας, την ώρα που τεντώνεται κι ανακλαδίζεται στην καρέκλα του, ενώ πιάνει και τα κουρασμένα μάτια του - προφανώς, μόλις είχε τσιμπήσει και χώνευε. «Η Ελλάδα του Περικλή είναι ένα σπουδαίο πολιτιστικό κεφάλαιο για τον κόσμο, ίσως το μεγαλύτερο, θα υποστήριζαν κάποιοι. Είναι πολύ πίσω χρονικά, για μένα, φοβάμαι. Θα μου άρεσε να βρίσκομαι σ’ εκείνη την εποχή για μια μέρα, στην πρεμιέρα του Οιδίποδα Τύραννου, αναμφισβήτητα. Αλλά χωρίς ασπιρίνες, κλιματισμό και αντιβιοτικά, που τόσο αγαπώ, θα βασανιζόμουν. Από την άλλη, επειδή έχω ξεναγηθεί στο Φεστιβάλ Αθηνών και στους χώρους του Ηρωδείου και της Αγοράς, αναρωτιέμαι πώς έφταναν εκεί οι θεατές των παραστάσεων. Με γαϊδούρια και άλογα; Μάλλον. Δεν είναι όπως στις Κάννες, που μ’ ένα τρένο κι ένα αεροπλάνο φτάνεις στο τσακ-μπαμ. Και κοιμούνταν έξω; Σε τέντες; Χωρίς εστιατόρια; Δύσκολες οι συνθήκες. Να οι θυσίες για την Τέχνη! Όχι όπως σήμερα».


Σήμερα, ωστόσο, πιο πολύ από ποτέ, ένας πλανήτης σε κρίση έχει μεγάλη ανάγκη να δραπετεύσει όπως-όπως απ’ τη μιζέρια, και για να το πετύχει καταφεύγει στη νοσταλγία. Ο Άλεν καταλαβαίνει, αλλά διαφωνεί. «Φυσικά, όλοι είναι καταπιεσμένοι και θλιμμένοι. Αλλά το να γυρίσεις πίσω δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Θα είσαι εξίσου μίζερος στο Παρίσι όπως και στην Αθήνα. Το πρόβλημα δεν είναι γεωγραφικό, αλλά ψυχολογικό και φιλοσοφικό. Δεν μπορείς να νικήσεις τη “μάνα”. Είναι όπως και στο Λας Βέγκας: παίζεις, αλλά στην αναμέτρηση με το καζίνο το καζίνο θα σε κερδίσει». Ο Γούντι Άλεν δεν μπορεί ν’ απαντήσει στα θεμελιώδη ερωτήματα της ζωής, αλλά τουλάχιστον προσπαθεί να τα πραγματευθεί με χιούμορ και να τους αντιμιλήσει. Η συνεχιζόμενη επιτυχία του έγκειται στο ότι κανείς άλλος δεν έχει βρεθεί να λύσει τα ζητήματα αυτά, αλλά κυρίως στο ότι μπορεί ν’ αναλύει τη μοιρολατρία, τη στιγμή που οι περισσότεροι φαταλιστές (σοβαροί ή αστείοι) αρκούνται στην παραδοχή ότι η μοιρολατρία είναι μια κατάσταση παθητική και ασάλευτη. Δίνει ένα παράδειγμα/σκετσάκι: «Κάποιος σου λέει πως η ζωή είναι χάλια. Το εννοεί. Και είναι 110 ετών. Άρα, περιμένει πως θα πεθάνει με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Και βρίσκεται σε μια υπηρεσία στην οποία μπαίνει ένας ληστής, κρατώντας ένα όπλο. Τι έχει να χάσει ο ετοιμοθάνατος; Αφού θα πεθάνει και το ξέρει. Παρ’ όλα αυτά, αντιστέκεται. Γιατί; Διότι είναι προγραμματισμένος ν’ αντισταθεί. Του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι και βρίσκει τρόπους ν’ αμυνθεί. Είναι πριζωμένος για την επιβίωσή του. Δεν πρόκειται γι’ ανδρεία ή θάρρος, αλλά για φυσική, ασυνείδητη άμυνα».


Ακόμη και σήμερα, ο Γούντι Άλεν γελάει με τις κωμωδίες των αδελφών Μαρξ και του παραγνωρισμένου W.C. Fields, κι ευχαριστιέται βασικά με το κλαρινέτο του, το οποίο παίζει δημοσίως σ’ εβδομαδιαία βάση, όποτε βρίσκεται στη Νέα Υόρκη. «Χαίρομαι που δεν είμαι επαγγελματίας μουσικός, δεν είμαι καν καλός μουσικός και το ξέρω πως δεν παίζω καλά. Αλλά δεν έχει καμία σημασία, αφού το διασκεδάζω».


Τον συγχαίρω για την εμπορική επιτυχία που είχε το Μεσάνυχτα στο Παρίσι στις ΗΠΑ, τη μεγαλύτερη στην καριέρα του σε εισπράξεις. Χαμογελάει συγκαταβατικά κι αποκρίνεται ψιθυριστά: «Για φαντάσου…». Τα εισιτήρια δεν αποδεικνύουν τίποτε, αλλά ενισχύουν την ειρωνική πορεία ενός οργανωμένου αναρχικού, που επιμένει να μορφοποιεί τις ιστορίες του σε ταινίες με τους δικούς του όρους, ακόμη και σε περιόδους μπερδεμένες και δύστοκες. Πολλοί υποτιμούν τις επιδόσεις του Άλεν, ακόμη και ο ίδιος! «Σ’ ένα φεστιβάλ που θα οργάνωνα», μου είχε πει παλιότερα, «με σπουδαίες ταινίες στη μαρκίζα, όπως η Μεγάλη Χίμαιρα, ο Πολίτης Κέιν ή η Έβδομη Σφραγίδα, καμιά ταινία μου δεν θα στεκόταν επάξια δίπλα σε αυτές. Ίσως το Matchpoint, αλλά αμφιβάλλω πραγματικά». Επειδή είναι κωμικός, αυτοαναφορικός, προσβάσιμος και επιμένει σ’ ένα αντι-φαντεζί στυλ που δεν προσιδιάζει σε πομπώδη δημιουργό, ούτε καν ο ίδιος δεν μπορεί να πιστέψει πως δεν ανήκει στην ελίτ που θαυμάζει τόσο. Κι επειδή ξέρει, και το παραδέχεται, πως κατά βάση είναι ένας Αμερικανός που τη βρίσκει παρακολουθώντας ποδόσφαιρο στην τηλεόραση πίνοντας μπί- ρα, πέφτει σε μια παγίδα ανάλογη με τον νοσταλγικό μαύρο λάκκο του εξιδανικευμένου μεταμεσονύχτιου Παρισιού, που απειλεί να καταπιεί τον μαγεμένο Όουεν Γουίλσον. Ο Άλεν είναι, ωστόσο, ο μόνος (ερήμην του) διανοούμενος που έχει βρει θέση στην καρδιά εκατομμυρίων σινεφίλ χωρίς να έχει προδώσει τις ανησυχίες τους, και κυρίως χωρίς να τις φορτώσει μ’ επιρροές μεγαλύτερες από τα κυβικά του. Όλοι είμαστε στον υπόνομο, αλλά μερικοί κοιτάμε τ’ αστέρια, όπως είπε ο Όσκαρ Ουάιλντ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου