Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

Ένα κείμενο με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Βασίλη Τσιτσάνη


                      βασίλης τσιτσάνης



"Μπράβο μπουζούκι μου φτωχό,
με βγάζεις παλικάρι,
μέσα στα φύλλα της καρδιάς σε έχω φτωχό καμάρι.
Με ένα ρεμπέτικο σκοπό
μου σβήνεις κάθε ντέρτι,
με βγάζεις ασπροπρόσωπο,
σπαθί, σαν τον καθρέφτη..."
Χίλια εννιακόσια τριάντα επτά. Δεκαεννέα χρονών ο Βασίλης Τσιτσάνης παίρνει την ευχή της μάνας του και λίγα ρούχα και έρχεται στην Αθήνα. Άγνωστος μέσα σε αγνώστους, όπως όλοι οι νέοι που άφηναν τους τόπους τους για να έρθουν στην πρωτεύουσα να σπουδάσουν, προσπαθεί να επιζήσει. Από τις πρώτες κιόλας μέρες θα νοσταλγήσει τη μικρή κοινωνία των Τρικάλων, μα η σκέψη πως μια μέρα θα γίνει δικηγόρος του δίνει δύναμη. Έχοντας το μπουζούκι του σαν όπλο, αρχίζει να τραγουδά σε μικρά ταβερνάκια για να μπορεί να πληρώνει τις σπουδές και το νοίκι του μικρού του δωματίου. Άλλωστε έχει μια μικρή εμπειρία, αφού τα πρώτα του βήματα σαν επαγγελματίας μουσικός τα έχει ήδη κάνει στα Τρίκαλα. Μόνο που οι συμπατριώτες του του γύρισαν την πλάτη. "Πώς αυτός ο γιος του καλύτερου τσαρουχά, που η φήμη του έφθανε ως τα ανάκτορα της Αθήνας, έπεσε τόσο χαμηλά παίζοντας μπουζούκι, που είναι μόνο για νταβατζήδες, χασισοπότες και αντεροβγάλτες"; Είναι οι ίδιοι που μερικά χρόνια μετά, τραγουδούσαν τα τραγούδια του και καμάρωναν για αυτόν. Και εκείνος σε μια συνέντευξη του είχε πει: "Αυτή είναι η εκδίκησή μου".
Το γλέντι των ανθρώπων στην πρωτεύουσα είναι διαφορετικό από εκείνων της επαρχίας που ήξερε μέχρι τώρα. Ιδιαίτερα στα ρεμπετάδικα που δουλεύει, οι θαμώνες είναι σκυθρωποί, απόμακροι, έτοιμοι συχνά για καυγά. Άνθρωποι που τους τυλίγει η πλήξη της πόλης και έρχονται εδώ για να πιουν, να βρουν κάποιον να πουν τον πόνο τους. Στα ρεμπετάδικα, το "γλέντι" είναι ατομικό. Βασιλεύει ο εγωισμός. Ο χορός είναι μόνο για εκείνον που χορεύει και αλίμονο σε όποιον τολμήσει να ανέβει στην πίστα, μπορεί και να φύγει μαχαιρωμένος. Όλα αυτά είναι πρωτόγνωρα για το νεαρό μουσικό. Αυτός θυμάται τα γλέντια τις ιδιαίτερης πατρίδας του, τα γλέντια στο σπίτι με τον πατέρα να τραγουδά. 
Οι μπουζουξήδες είναι σοβαροί, λιγομίλητοι, και δεν έχουν πάρε δώσε με τον πελάτη. Μόνο σαν τελειώνει το πρόγραμμα μπορεί κανείς να τους κεράσει ένα ποτήρι κρασί. Οι περισσότεροι πριν ανέβουν στο πάλκο έχουν ήδη πάρει τη δόση τους με χασίς. Το χασίς έχει και αυτό τη δική του θέση στο ρεμπέτικο. Το πίνουν οι ερωτευμένοι για να ξεχάσουν, οι φτωχοί για να ξεφεύγουν από τη φτώχεια τους, οι πικραμένοι για να αποφεύγουν τη ζωή. Έξαρση στο χασίς παρατηρείται σε εποχές μεγάλων συμφορών, όπως το 1897 ή στη Μικρασιατική καταστροφή το 1922. Ο τεκές, πολυτραγουδισμένος στα ρεμπέτικα και παρουσιασμένος από τον ίδιο σε ένα του τραγούδι σαν εκκλησία, είναι ένας χώρος που δεν του αρέσει να εργάζεται. Όταν τον ρώτησαν κάποτε σχετικά απάντησε: 
"Έπαιξα μόνο σε έναν τεκέ τα πρώτα χρόνια που ήρθα στην Αθήνα. Είχα πάντοτε προβλήματα με την υγεία μου και δεν μου το επέτρεπε. Έπειτα με πείραζαν πολύ οι λάμπες Λουξ που χρησιμοποιούσαν στα μπουζουξίδικα γιατί δεν είχαν ηλεκτρισμό. Υπέφερα από μία βασανιστική επιπεφυκίτιδα. Έτσι κάθισα μόνο λίγες μέρες. Είναι αλήθεια ότι άλλοι συνάδελφοι μου τελειοποίησαν το παίξιμο τους μέσα σε τέτοιους χώρους". 
Τα πρώτα του ακούσματα στον ήχο του ρεμπέτικου ήταν για τον Τσιτσάνη τα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη. Όμως, όπως συχνά είχε ομολογήσει, εκείνος που τον εντυπωσίασε περισσότερο ήταν ο Βασίλης Παπάζογλου, Σμυρνιός στην καταγωγή, που δεν μπόρεσε ποτέ να γνωρίσει από κοντά. Κανένας δεν τον επηρέασε ιδιαίτερα. Είχε τη δική του άποψη τόσο στο στίχο όσο και στο ρυθμό του τραγουδιού. Και έτσι έκανε το έργο του να ξεχωρίζει. 
Παράλληλα με τη Νομική Σχολή, στην οποία γράφτηκε το φθινόπωρο του '37, αρχίζει να εργάζεται στο νυχτερινό κέντρο τα "Μπιζέλια". Το πρωί σχολή, το απόγευμα διάβασμα, το βράδυ μπουζούκι και ξενύχτι. Από τη μια μεριά η αγάπη για τα γράμματα, από την άλλη η ανάγκη για την επιβίωση. Όποτε έχει ρεπό, παίρνει τους συμφοιτητές του και πηγαίνουν σε κανένα ταβερνάκι. Με λίγο μεζέ και ρετσίνα τους διασκεδάζει με τις συνθέσεις του. Έτσι τους παρουσιάζει σε πρώτη εκτέλεση αυτά που αργότερα θα τραγουδιούνται από όλους. 
Το μικρό δωμάτιο που έχει νοικιάσει γίνεται για αυτόν σιγά- σιγά χώρος δημιουργίας. Χωρίς να το καταλάβει, η μουσική τον τραβά στα δικά της μαγικά μονοπάτια. Το Πανεπιστήμιο απομακρύνεται και μαζί του το όνειρο του δικηγόρου. Το ταλέντο και η προσπάθεια για φυγή από την οικονομική ανέχεια σκέκονται πάνω από την ευχή της μάνας. Οι φιλοδοξίες του νεαρού συνθέτη στρέφονται στις εταιρίες δίσκων, που όμως την εποχή εκείνη είναι δύσκολο να πλησιάσεις και ακόμη πιο δύσκολο να συνεργαστείς μαζί τους. Πολλοί εκείνοι που τον ακούν. Πολλοί που θαυμάζουν τη δουλειά του. Πολλές οι υποσχέσεις, αλλά μέχρι να φθάσει στο στούντιο για να αρχίσει να ηχογραφεί πρέπει να περιμένει...
Πηγή: Μύθος Ρεμπέτικος, Βασίλης Τσιτσάνης, Κείμενα: Νίτσα Λουλέ - Θεοδωράκη, 1997, Εκδόσεις Τεγόπουλος Μανιατέας

                                                           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου