του Στρατή Μπουρνάζου
Την Τρίτη και την Παρασκευή παρακολούθησα, σχεδόν ολόκληρες, τις δύο συνεδριάσεις της Βουλής για το «αντιρατσιστικό νομοσχέδιο». Αν κάτι μου έκανε εντύπωση στις τοποθετήσεις των κυβερνητικών βουλευτών, ήταν η γλώσσα: η γλώσσα του στόματος, αλλά και η γλώσσα του σώματος. Γιατί αυτές οι δύο γλώσσες μας λένε πολλά για τη στάση της κυβέρνησης.
Ήταν φανερό ότι βουλευτές της Ν.Δ. ένιωθαν άβολα· σφίγγονταν. Σαν να σε βάζουν να καταπιείς μια κουταλιά μουρουνόλαδο, που δεν το θέλεις, έχει απαίσια γεύση, αλλά τι να κάνεις; Είναι αναγκαίο και ωφέλιμο, έτσι λένε οι μεγαλύτεροι (εν προκειμένω, οι Ευρωπαίοι). Κι αν ήταν στο χέρι σου δεν θα το ’παιρνες – και γι’ αυτό κοιτάς γύρω γύρω, μόλις βρεθείς μόνος να τρέξεις να το φτύσεις. Σαν να έβαζες, ας πούμε, βουλευτές του ΚΚΕ ή του ΣΥΡΙΖΑ να επιχειρηματολογούν πόσο λαμπρή είναι η μείωση των μισθών και η ιδιωτικοποίηση των αιγιαλών. Και έτσι οι Νεοδημοκράτες έλεγαν περί εναρμονισμού της νομοθεσίας και συγχρόνου πλαισίου, για τη «μακρά γενεσιουργό δημοκρατική παράδοση» της χώρας, τα «ελάχιστα κρούσματα» και άλλα τέτοια, σαν σε σχολική έκθεση. Και, βέβαια, για τις γενοκτονίες, τις γενοκτονίες, τις γενοκτονίες. Αλλά γι’ αυτές θα πω παρακάτω.
Με τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ περνάγαμε σε άλλη επικράτεια. Εδώ κυριαρχούσε μια αίσθηση ανεμελιάς. Πλατσούριζαν ανάλαφρα στην καταγγελία του κακού –ή μάλλον κάκιστου– πράγματος που είναι ο ρατσισμός: πουλάκια (τσίου), λουλουδάκια, ένα προβατάκι που έβοσκε ξέγνοιαστο στο λιβάδι, μια λιμνούλα (αχ!), αντιρατσιστικά χαμομήλια και κυκλάμινα, λειμών θεσπέσιος ανθεάων, και κάπου στο βάθος, σαν καπνός, σαν ίσκιος, σαν δυσοίωνο μαύρο νέφαλο ο μπαμπούλας – εεε… συγγνώμη, ο Ρατσισμός (με ρω κεφαλαίο). Λες και δεν βρισκόμαστε στην Ελλάδα του 2014 με τη Μανωλάδα, τη δολοφονία του Λουκμάν, τα τάγματα της Χρυσής Αυγής και τόσα άλλα. Αν άκουγες λοιπόν μόνο τις ομιλίες των βουλευτών της συγκυβέρνησης είχες την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε άλλο χωροχρόνο, αφού ο ρατσισμός αντιμετωπιζόταν σαν κάποια σπάνια ζωονόσος, η λύσσα λ.χ. – λίαν επικίνδυνη, αλλά ουσιαστικά ανύπαρκτη πια στην Ελλάδα, καθώς από το 2012, σύμφωνα με το ΚΕΕΛΠΝΟ έχουν καταγραφεί όλα κι όλα 48 κρούσματα σε κόκκινες αλεπούδες, σκύλους, γάτες και βοοειδή.
Με όλα αυτά, είναι ευεξήγητη η επικέντρωση των νεοδημοκρατών βουλευτών στο ζήτημα των γενοκτονιών. Προσοχή, σχεδόν κουβέντα για το Ολοκαύτωμα, αλλά πολλές, πάρα πολλές κουβέντες για τη αιματηρή εκκαθάριση των χριστιανών (Ποντίων, Αρμενίων, Μικρασιατών κ.ά.). Είναι ευεξήγητη, όχι μόνο επειδή έδινε την ευκαιρία μετατόπισης από τον ρατσισμό, τη Χρυσή Αυγή και την κυβερνητική πολιτική σε ένα πεδίο πρόσφορο για δημαγωγικές κορώνες, αλλά και για έναν πιο βαθύ, πηγαίο λόγο: στο πεδίο αυτό πήγαινε αυθόρμητα η γλώσσα των νεοδημοκρατών βουλευτών – και πήγαινε ροδάνι. Έτσι φτάσαμε στο σημείο, απολύτως παράδοξο και απολύτως ευεξήγητο μαζί, ακούγοντας τις εισηγήσεις των δεξιών βουλευτών (του Τ. Καπερνάρου και του Γ. Κασαπίδη μη εξαιρουμένων) να νιώσουμε προς στιγμήν ότι βρισκόμαστε σε επετειακή εκδήλωση της Βουλής για την Καταστροφή της Σμύρνης ή το έγκλημα σε βάρος των Ποντίων – όπου, δεν μπορεί, κάποιο ρόλο θα είχαν παίξει και οι γκέι, ή σε τούτη ή σε κάποια άλλη καταστροφή.[1]
Κλείνω με τρία σύντομα σχόλια για το (μεγάλο και δύσκολο) ζήτημα των γενοκτονιών και της ποινικοποίησης της «άρνησής» τους.
Το πρώτο αφορά την κυβερνητική εξήγηση (την οποία συμμερίζονται και πολλοί άλλοι, διόλου κυβερνητικοί) ότι δεν ποινικοποιείται ο λόγος, αφού, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, η «άρνηση» των γενοκτονιών πρέπει να είναι κακόβουλη και να συνδέεται με πράξεις που υποκινούν τη βία, το μίσος κλπ. Θα εξηγήσω με ένα παράδειγμα γιατί αυτές οι προϋποθέσεις δεν επαρκούν: παρότι στο χαρτί μοιάζουν ατράνταχτες, στην πράξη μπορούν να καταρρεύσουν σαν τραπουλόχαρτο. Υπόθεση εργασίας: Ανεβαίνει στην Αθήνα το θεατρικό έργο ενός διεθνούς φήμης συγγραφέα, πολυβραβευμένου, που παρουσιάζει τον Χριστό και τους μαθητές του ως γκέι. Πόσο πιθανό θα θεωρούσαμε ο εισαγγελέας να διατάξει κατεπείγουσα εξέταση για κακόβουλη προσβολή θρησκεύματος, η αστυνομία να εισβάλει στο θέατρο, να συλλάβει όλους τους συντελεστές, οι άνθρωποι να τραβιούνται δύο χρόνια μετά στα δικαστήρια, και το έργο να κατέβει; Μάλλον απίθανο. Και όμως συνέβη το φθινόπωρο του 2010, στο Θέατρο Χυτήριο, με τη Χρυσή Αυγή σε ρόλο πολιορκητικού κριού (και μάλλον πιο μεγαλόσωμου ζώου, αν θυμηθούμε έναν μαινόμενο Παναγιώταρο, σε ρόλο πορτιέρη). Ας μην εκπλαγούμε λοιπόν αν δούμε μια βιομηχανία μηνύσεων εναντίον όσων έχουν αποκλίνουσα άποψη από την εθνοπρεπή για τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Το δεύτερο είναι ότι η προσθήκη των γενοκτονιών που έχει αναγνωρίσει η Βουλή των Ελλήνων ανοίγει τον ασκό του Αιόλου. Πρόκειται για πενήντα (!) συνολικά, όπως είπε ο υπουργός Δικαιοσύνης. Και αν συμπεριληφθούν όλες, σε όλο το διάστημα λειτουργίας της Βουλής, θα οδηγηθούμε σε επικίνδυνους παραλογισμούς: όπως μας θύμισε ο Τάσος Κωστόπουλος, το 1948 η Βουλή αναγνώρισε ως γενοκτονία το «παιδομάζωμα των συμμοριτών».
Το τρίτο είναι ότι η συμπερίληψη των αναγνωρισμένων από την ελληνική Βουλή γενοκτονιών συνιστά ποιοτική διαφορά. Όχι μόνο επειδή, κατά βάθος, σχετικοποιεί το Ολοκαύτωμα (η ρητορική των «38» βασίστηκε στο ότι πρέπει να προστεθούν, δίπλα στο «εβραϊκό» Ολοκαύτωμα και οι γενοκτονίες εις βάρος των «δικών μας», χριστιανών, ελληνορθόδοξων). Αλλά και επειδή, πολύ απλά, στην Ελλάδα του 2014 δεν υπάρχει ουδείς που αρνείται το έγκλημα σε βάρος των Ποντίων με τρόπο μάλιστα που να προξενεί μίσος και πράξεις βίας. Αντιθέτως υπάρχουν πολλοί, με σκαπανέα τη Χρυσή Αυγή, που αρνούνται και χλευάζουν το Ολοκαύτωμα, και η άρνηση αυτή συνδέεται ευθέως με εγκληματικές ενέργειες, ξυλοδαρμούς, εφορμήσεις των Ταγμάτων Εφόδου.
To νομοσχέδιο, παρά τις δύο σημαντικές αλλαγές που δέχτηκε ο υπουργός (α) τη συμπερίληψη της ταυτότητας φύλου και του γενετήσιου προσανατολισμού, β) τον ορισμό του εγκλήματος με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, μαζί με τις αυστηρότερες ποινές γι’ αυτό), αλλαγές για τις οποίες πρέπει να νιώθουν υπερήφανοι όσοι κινητοποιήθηκαν μέσα και έξω από τη Βουλή (αντιρατσιστικές και lgbt οργανώσεις, αγωνιστές, καθώς και ο ΣΥΡΙΖΑ που «σήκωσε» το θέμα), παραμένει λειψό. Το μήνυμα που στέλνει μ’ αυτό η πολιτεία, όσον αφορά την αντιμετώπιση του ρατσισμού, είναι καχεκτικό. Και ίσως, συνδυαζόμενο με τον λόγο και την πρακτική της κυβέρνησης, που βρίθουν μισαλλοδοξίας και ρατσισμού, να μη φτάσει ποτέ στον παραλήπτη.
Ο Στρατής Μπουρνάζος είναι βιζαζίστ και ιχθυολόγος, ειδικευμένος σε ζητήματα γλώσσας (και μουρούνας).
Δανείζομαι το πρώτο μέρος του τίτλου (παραλλαγμένο) από σχετική δήλωση της εισηγήτριας του ΣΥΡΙΖΑ Βασιλικής Κατριβάνου. Σε συζητήσεις μαζί της, καθώς και με τον Δημοσθένη Παπαδάτο-Αναγνωστόπουλο, οφείλω αρκετές από τις σκέψεις του άρθρου.
[1] Έχουν σχολιαστεί αρκετά, αλλά όσο και να σχολιαστούν είναι λίγο, οι απερίγραπτες και άθλιες (είναι το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς) τοποθετήσεις του Τάσου Νεράντζη (ΝΔ) και του Γιώργου Κασαπίδη (ανεξάρτητος), που έδωσαν ρεσιτάλ ομοφοβίας, δημαγωγίας και αηδίας, θεωρώντας ότι η προσήκουσα τοποθέτηση για το σύμφωνο συμβίωσης είναι να ταυτίσουν τους γκέι με τους κτηνοβάτες και τους παιδόφιλους. «Φρούτα» της Ευρώπης και οι τρεις, κατά τους παραπάνω βουλευτές. Όπως έμαθα μετά, ανάλογη τοποθέτηση έκανε και ο μητροπολίτης Πειραιώς. Αηδία, μόνον αηδία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου