Ο δυσθεώρητος ηθοποιός επιστρέφει στο σανίδι για να ερμηνεύσει τον μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή αυτοβιογραφούμενο, σε ένα θεατρικό βασισμένο αποκλειστικά σε σημειώματα, επιστολές και καταγεγραμμένες συζητήσεις.
Απόλυτο σκοτάδι. Ησυχία. Ξαφνικά, ένα σπίρτο ανάβει δυο κεριά. Δυο ψηλά, ξύλινα κηροπήγια, ακουμπισμένα σ’ ένα μικρό γραφείο. Από πάνω του, σκυμμένη μια λεπτή, σκελετώδης φιγούρα. Χοντρά στρογγυλά γυαλιά παραμορφώνουν το κουρασμένο βλέμμα του, η φλόγα τρεμοπαίζοντας ρίχνει σκιές στο μέτωπό του, να χορεύουν σαν τις σκέψεις στο γερμένο του κεφάλι. Σφιχτά τυλιγμένο στο λαιμό του ένα φουλάρι κατακόκκινο, σαν ξεραμένο αίμα, σπρώχνει το βλέμμα σου ν’ ακολουθήσεις τα μακριά του χέρια. Το ένα, με τα κομψά, λεπτά του δάχτυλα, σπρώχνει νευρικά μια πένα σ’ ένα μικρό κομμάτι χαρτί. Το άλλο, κρατά ένα ποτήρι γεμάτο σκουρόχρωμο αλκοόλ. Αναστενάζει. Η πένα πέφτει στο γραφείο, το ποτήρι σηκώνεται στα χείλη του και το βλέμμα σου στο πρόσωπό του. Είναι ο Κ.Π. Καβάφης. Μα, είναι και ο Κωνσταντίνος Τζούμας.
Όσο έχει ταυτίσει τη φωνή του με τα ραδιοφωνικά πρωινά του Εν Λευκώ, άλλο τόσο ακριβοθώρητη έχει γίνει και η επιβλητική φιγούρα του σε σανίδια και οθόνες. Όμως, σχεδόν μια δεκαετία αφότου αποσύρθηκε σιωπηρά απ’ την ηθοποιία, ο Κωνσταντίνος Τζούμας επιστρέφει, για να ενσαρκώσει «έναν γέροντα εξαντλημένο και κυρτό, σακατεμένο απ’ τα χρόνια και τις καταχρήσεις», όπως αυτοπροσδιορίζεται ο χαρακτήρας που ερμηνεύει, σ’ αυτήν την αυτοβιογραφική παράσταση για τον Κ.Π. Καβάφη. Ένα θεατρικό που αναμένεται να ανέβει το δεύτερο δεκαήμερο του Ιούνη στο θέατρο Τζένη Καρέζη. Εκεί όπου τρύπωσε και η Popaganda, για να κάνει χάζι με τις πρόβες.
Βασισμένο στα ημερολόγια του ίδιου του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιητή, σε καταγεγραμμένες συνομιλίες, επιστολές και σημειώματα, το έργο φέρει την υπογραφή του Γιάννη Φαλκώνη. Ενός, όχι ακριβώς νέου, αλλά ούτε ακριβώς παλιού θεατρικού συγγραφέα και σκηνοθέτη, που προσηλύτισε τον Τζούμα όχι ακριβώς με τον συμβατικότερο τρόπο. Ως φωτογράφος κατ’ επάγγελμα, ο Φαλκώνης γνώρισε τον Τζούμα μέσα από μια σειρά ποιητικών αναγνώσεων: «Ο Γιάννης τα κάλυπτε φωτογραφικά, χρόνια τώρα και του έκανε εντύπωση, λέει, ο τρόπος που διάβαζα τον Καβάφη και άλλους ποιητές», θυμάται ο Τζούμας. «Υποθέτω ότι εννοεί ότι δεν είχαν τίποτε απ’ τον θεατρινίστικο τρόπο της υπερβολής, της γεμάτης τρικυμία και ορμή, ας πούμε. Δεν υπήρχε κάτι τέτοιο, γιατί η προσπάθειά μου ήταν πάντα να βγαίνει μπροστά το κείμενο, όχι τι αισθάνομαι εγώ ως ηθοποιός ή ως Κωνσταντίνος».
Κάπως έτσι φαίνεται να προσεγγίζει και το θεατρικό στις πρόβες: «Τι θα πει “κάνω τον Καβάφη”;» λέει. «Τρέχα γύρευε, αυτά είναι ευσεβείς πόθοι. Το πολύ-πολύ που μπορείς να κάνεις είναι να τον διαβάσεις και να αισθανθεί κάποιος που σε ακούει κάτι, αλλά να υποδυθείς; Ούτε γι’ αστείο, δεν μου περνάει καν απ’ το μυαλό». Ανατρέχοντας στην αρχή του για τις αναγνώσεις ποίησης, ο Τζούμας θυμάται τον τρόπο που διάβαζαν τα ποιήματά τους οι ίδιοι οι ποιητές: Αφήνοντας τις λέξεις τους να αποκαλύψουν μόνες τους τη δύναμή τους, το στίχο να αναδειχθεί απ’ τον ίδιο το ρυθμό του και να δώσει στο κείμενο τη δύναμη των συναισθημάτων με τα οποία είναι εμποτισμένο. Ωστόσο, ο τρόπος που κινείται στη σκηνή και μετριέται με το ρόλο, θα μπορούσες να πεις ότι κάπως σα να αντικρούει αυτά που λέει όταν ανάβουν τα φώτα. Όμως, ο τρόπος που κινείται ο Τζούμας, ο τρόπος που στέκει, διάολε, ακόμη και ο τρόπος που κάθεται σε μια καρέκλα, σε κοιτάζει και αναπνέει, ο νατουραλισμός του ο ίδιος, είναι μπολιασμένος με μια θεατράλε ιδιαιτερότητα, μια παραστατικότητα που παρασέρνει.
Όπως σε παρασέρνει και η φωνή του, όταν σου διηγείται την πρώτη του επαφή με την έντονη επίδραση που έχει ο Καβάφης στην ανάστατη ψυχή. «Με μια φίλη είχαμε περάσει μια ζόρικη φάση ένα βράδυ σπίτι μου και αποφασίσαμε να βγούμε να πάρουμε λίγο αέρα και να συνέλθουμε. Και βγήκαμε με μια ένταση και κάναμε μια βόλτα προς το Ζάππειο, όπου είχε έκθεση βιβλίου. Έπεσε το μάτι και των δυο μας στα Άπαντα του Καβάφη. Πήρα ένα εγώ, πήρε ένα αυτή, βγήκαμε στη λεωφόρο, πήρε ένα ταξί να πάει σπίτι της και εγώ γύρισα στο δικό μου. Πρέπει να ήταν 9μιση, 10 το βράδυ. Το άνοιξα και άραξα στον καναπέ. Όταν αισθάνθηκα την επιθυμία να αλλάξω λίγο, κάτι άλλο να κάνω, ήταν η ώρα 12μιση. Με είχε συνεπάρει, και όχι μόνο αυτό, μου είχε αλλάξει τη διάθεση. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση, γιατί μέχρι τότε πίστευα ότι η ποίηση, ε, είναι μια υψηλή τέχνη, ας πούμε, η οποία δεν επεμβαίνει όμως τόσο δραστικά στις διαθέσεις μας και στη σωματικότητά μας. Κι όμως».
Η τριβή του με τα κείμενα και τα ντοκουμέντα που έχει μοντάρει ο Φαλκώνης, του αποκάλυψαν και άλλες πλευρές του ποιητή: «Τις απόψεις του Καβάφη για την κρίση για παράδειγμα, δεν τις ήξερα. Και ότι η κρίση δεν είναι κάτι καινούργιο. Ούτε τις απόψεις που είχε για τα Ελγίνεια ήξερα. Εκφράζεται κατά καιρούς για διάφορα θέματα. Ούτε τη λατρεία του για τον Oscar Wilde ήξερα». Άλλα όμως, του ήταν πολύ οικεία, χωρίς να έχουν απαραίτητα άμεση σχέση με τον Καβάφη. «Μου αρέσουν πάρα πολύ τα βιογραφικά στοιχεία, από μικρός είχα μια τέτοια περιέργεια. Μ’ αρέσει να βλέπω πού συναντιούνται οι ζωές μας. Ξέρεις, τα διλήμματα και τα σταυροδρόμια είναι κοινά στους ανθρώπους, δεν υπάρχουν διαφορές. Η διαφορά είναι στο πώς το διαχειρίζεται ο καθένας. Και μ’ αρέσει αυτό κάθε φορά να το διαπιστώνω».
Η αφορμή ετούτου του θεατρικό, πάντως, δεν είναι η πρώτη που τον έφερε τόσο κοντά στον ποιητή. Θυμάται ένα περιστατικό, απ’ τα χρόνια του στη Νέα Υόρκη, όταν «κάποια στιγμή περνούσα έξω από ένα καφέ περήφανος για τα καινούργια μου δόντια -μια οδοντοστοιχία που μου είχε φτιάξει η τότε σύντροφός μου ως δώρο- και πετάχτηκε ένας κύριος από ένα καφέ και μου λέει “Ξέρετε τι διαβάζω αυτή τη στιγμή”; -είχε τα Άπαντα του Καβάφη στο χέρι του. “Περνούσατε απ’ έξω”, μου λέει, “και κάτι σαν προέκταση, κάτι σαν να είχε σχέση. Από πού είστε;”, με ρωτάει. “Έλληνας”, του λέω. Με κοιτάει και ρωτάει “Ξέρετε μήπως και τον ποιητή;”. “Τον Καβάφη; Θα αστειεύεστε”, του λέω. Υπάρχει φοιτητής δραματικής σχολής που να μην πήγε να δώσει Καβάφη, την Ιθάκη ή τα Τείχη, για να περάσει σε μια σχολή»;
Να λοιπόν, που ο τυχαίος θαμώνας του καφέ της Νέας Υόρκης θα έχει στην παράσταση την ευκαιρία να δικαιωθεί. Ο Τζούμας θα ερμηνεύσει «έναν Καβάφη αυτοβιογραφούμενο, με τους ανθρώπους που έκανε παρέα τα βράδια, με νέους ποιητές, με ανθρώπους που του έπαιρναν συνεντεύξεις, με ζωγράφους που σύχναζαν στο σαλόνι του για να τον ζωγραφίσουν, με τις απόψεις που εξέφραζε κατά καιρούς. Έναν άνθρωπο ο οποίος ζει σ’ ένα σπίτι χωρίς ηλεκτρικό, από κάτω υπάρχει ένα πορνείο, ζει εκεί πέρα με κεριά, περνά πολλές ώρες στο γραφείο του την ώρα που δημιουργεί και οι σκιές και τα φαντάσματα τον επισκέπτονται. Ένας άνθρωπος που ήταν και ο ίδιος θεατρικός σαν χαρακτήρας, του αρέσανε αυτά, να δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα».
Εύλογα αναρωτιέται κανείς αν θα δούμε και την άλλη, την πικάντικη πλευρά της ζωής του. «Στην ποίησή του αυτά όλα είναι θύμησες», εξηγεί. «Δεν συμβαίνουν τώρα. Ο Καβάφης δεν έχει την ωμότητα των ποιητών που εκφράζουν τον ομοερωτισμό τους άμεσα. Έχει ανάμνηση του κάποτε, το οποίο είναι σχεδόν πλατωνικό, όμως δεν έχει καμία σχέση με το εδώ και τώρα, ότι ήρθε ένας έφηβος και πετάξαμε τα ρούχα στο πάτωμα, όπως είναι στους πίνακες του Francis Bacon, δυο κορμιά που παλεύουν με τη λίμπιντό τους. Όχι. Είναι θύμησες, είναι ανάμνηση. Εμείς πετυχαίνουμε τον Καβάφη σε μεγάλη ηλικία, λίγο πριν αποχωρήσει. Κάνει ένα-δυο ταξίδια στην Αθήνα, το ένα για την τραχειοτομή που του έκαναν για τον καρκίνο του. Δεν υπάρχει η άλλη πλευρά, η οποία δεν ξέρω και αν υπήρξε ποτέ, και αν υπήρξε, θα ήταν στη νεότητά του».
Όσο κι αν ο ίδιος ο Τζούμας λέει πως «δεν είναι ακριβώς μια παράσταση που θα την παίζεις ολόκληρη σαιζόν, είναι μερικές παραστάσεις κάποια βράδια, αφιερωμένες σε μια φυσιογνωμία που περισσότερο χαϊδεύει τον εγωισμό μου, παρά μου δημιουργεί δυσκολίες», όπως και να το κάνεις η επιστροφή του δεν παύει να είναι μια επιστροφή. Για την οποία, μάλιστα, έχει εμπιστευτεί έναν σχετικά άγουρο σκηνοθέτη. «Ο Γιάννης έχει έναν κόσμο ολόκληρο μέσα του που θέλει να τον βγάλει και χαίρεται σαν μωρό παιδί όταν υλοποιούνται πράγματα -είναι και jolly giant. Και δεν έχει σχέση με τους επαγγελματίες σκηνοθέτες, είναι κάτι πολύ διαφορετικό».
Όταν ρωτάω για την απειρία του Φαλκώνη, ο Τζούμας απαντά με την εμπειρία τη δική του: «Δεν υπάρχει πιο σέξυ πράγμα απ’ το να εκτίθεσαι. Ακόμη και στο μικρόφωνο μπροστά αν πεις κάτι που σου ξέφυγε, το βρίσκω εκπληκτικό. Μου το έλεγε ο Χατζιδάκις κάποτε, όταν είχαμε συνεργαστεί στην Πορνογραφία. Μου είπε “κοίτα, δεν σε θέλω επαγγελματία, σε θέλω αυτόν που ξέρω στη συναναστροφή, που τρώμε τα βράδια, που μιλάμε, που χαιρετιόμαστε, αυτά. Όχι ότι είμαστε επαγγελματίες και τέτοια”. Αγάπη γι’ αυτό που κάνουμε και αυτή τη φρεσκάδα της πρώτης λήψης, που λένε στο σινεμά. Αγάπη και επιθυμία δηλαδή, και το βασικό πράγμα για να κάνει κανείς πράγματα στη ζωή του, είναι η επιθυμία. Πρέπει να επιθυμείς, αλλιώς δεν βγαίνει τίποτα».
«Κ.Π.Καβάφης Αυτοβιογραφούμενος»: 11-18 Ιουνίου. Θέατρο Τζένη Καρέζη (Ακαδημίας 3, Αθήνας, τηλ.: 210 3625 520).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου