της Ειρήνης Γαϊτάνου
Να σκεφτούμε την πολιτική αλλιώς![1]
Το Πανελλαδικό Συντονιστικό Όργανο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ διεξάγεται σε μια αντιφατική χρονική στιγμή. Η κινηματική συγκυρία από το καλοκαίρι και μετά, και με ορόσημο τις κινητοποιήσεις των καθηγητών αλλά και στην ΕΡΤ, εμφάνισε σημαντικά στοιχεία ανάτασης σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα. Ο Σεπτέμβρης δημιούργησε ελπίδες για μια ανώτερη δυνατότητα συντονισμού των επιμέρους αγώνων, με κορυφαία αναφορά τις απεργίες των καθηγητών αλλά και των διοικητικών των πανεπιστημίων. Παράλληλα, οι αντιφασιστικές κινητοποιήσεις μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τη Χρυσή Αυγή υπήρξαν εξαιρετικά μαζικές και σε ένα βαθμό πολιτικοποίησαν τη συζήτηση σε ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας αλλά και της αριστεράς σε ό,τι αφορά το ρόλο του φασισμού και τη σχέση του με το κράτος, τη σχέση της Χρυσής Αυγής με κομμάτια της αστικής τάξης, τη σύνδεση των πολιτικών του νεοφιλελευθερισμού με την έξαρση του φασιστικού φαινομένου, αλλά σε ένα βαθμό και το ρόλο και τη θέση της βίας στην πολιτική πάλη. Ωστόσο, αν και οι αντικειμενικές δυνατότητες για άλλη μια φορά υπήρξαν, ο “θερμός” αυτός Σεπτέμβρης δεν απέκτησε χαρακτηριστικά πολιτικού αγώνα σε ανώτερο επίπεδο, με βαθύτερα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά.
Από την άλλη πλευρά, και σε ό,τι αφορά την ίδια την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η λειτουργία της χαρακτηρίζεται από μια αντίστοιχη αντιφατικότητα. Η δεύτερη συνδιάσκεψη της, που διεξάχθηκε τον περασμένο Ιούνη, σηματοδότησε καταρχήν την αναβάθμιση της πολιτικής της παρέμβασης στα μέτωπα της περιόδου (γεγονός εμφανές στην παρουσία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην ΕΡΤ, τόσο οργανωτικά όσο και στο επίπεδο των πρωτοβουλιών απεύθυνσης στο λαό αλλά και την υπόλοιπη αριστερά), και συγκρότησε ένα βηματισμό για την ανάληψη κεντρικότερων πρωτοβουλιών (όπως η περίφημη “μετωπική συμπόρευση”). Σε επίπεδο εσωτερικής λειτουργίας, αν και ο τρόπος που έγινε η σχετική συζήτηση και οι αντίστοιχες αποφάσεις στη συνδιάσκεψη υπολείπονταν σημαντικά τόσο της αντίστοιχης πολιτικής συζήτησης (η γνωστή διάκριση μεταξύ “πρώτης και δεύτερης μέρας”) όσο και των αναγκαιοτήτων της εποχής και του πραγματικού επιπέδου συμφωνίας στο συντριπτικά πλειοψηφικό δυναμικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (καθώς η διαπίστωση ότι σε επίπεδο λειτουργίας και δημοκρατίας απαιτούνται σοβαρές τομές είναι πλέον σαφώς ηγεμονική μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ[2]), φάνηκαν ωστόσο στοιχεία της αναγνώρισης ότι δεν πάει άλλο έτσι και μιας βούλησης να βαθύνει η εσωτερική δημοκρατία στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η κατεύθυνση αυτή αποτυπώθηκε εν μέρει στην αναβάθμιση της λειτουργίας των οργάνων το διάστημα που ακολούθησε (τόσο της κεντρικής συντονιστικής επιτροπής όσο και του πανελλαδικού συντονιστικού οργάνου που διεξάχθηκε τον Ιούλιο, αν και σαφώς λιγότερο στις τοπικές επιτροπές). Με το πέρασμα του χρόνου ωστόσο φαίνεται μια σαφής υπαναχώρηση από αυτή την κατεύθυνση, επιστροφή της λειτουργίας στα προηγούμενα επίπεδα, υποβάθμιση των οργάνων και ολιγωρία σε σχέση με τις κατευθύνσεις της συνδιάσκεψης.
Η αντιφατική λοιπόν αυτή στιγμή διεξαγωγής του ΠΣΟ θα μπορούσε να ενθαρρύνει τη διεξαγωγή μιας πολιτικά άνευρης επί της ουσίας πολιτικής συζήτησης, επιφανειακής με την έννοια της βερμπαλιστικής στήριξης των αγώνων αλλά χωρίς ουσιαστική χάραξη συγκεκριμένης τακτικής, κατεύθυνσης που θα συνεισέφερε ελάχιστα στην έκρηξη και πολιτικοποίηση της δυναμικής που υπάρχει αναμφισβήτητα αν και υπόρρητα στην ελληνική κοινωνία. Θα μπορούσε αντίθετα και να αποτελέσει έναυσμα για μια πιο ουσιαστική αναζήτηση μιας πολιτικής τακτικής και στρατηγικής που θα απαντά στις αναγκαιότητες της συγκυρίας. Το κείμενο αυτό φιλοδοξεί να συμβάλλει στη δεύτερη κατεύθυνση. Παράλληλα, η ακύρωση της διήμερης συζήτησης του ΠΣΟ με αποκλειστική θεματολογία της δεύτερης μέρας τα ζητήματα λειτουργίας, υποσκάπτει τη δυνατότητα να αναιρεθεί η εμφανής οπισθοχώρηση στο οργανωτικό επίπεδο, κάτι που αποτελεί όρο για την αναβαθμισμένη παρουσία αλλά και ουσιαστική ύπαρξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ως κάτι περισσότερο από μια ταμπέλα ενός μετώπου οργανώσεων), και να παρθούν συγκεκριμένες αποφάσεις προς υλοποίηση.
Για την παρέμβαση στο κοινωνικό κίνημα
Μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, εγκαινιάστηκε στην Ελλάδα μια νέα περίοδος κοινωνικών κινητοποιήσεων, με σαφώς πιο αναβαθμισμένα πολιτικά χαρακτηριστικά. Η ένταξη της χώρας στο μηχανισμό της τρόικας τον Απρίλη του 2010 συνοδεύτηκε από μια έξαρση άνευ προηγουμένου των κοινωνικών αγώνων, με αξιοσημείωτα μαζική συμμετοχή και ριζοσπαστισμό. Ο κύκλος αυτός των κινημάτων, με σημεία τομής τις επαναλαμβανόμενες απεργίες, τόσο κεντρικά όσο και σε επιμέρους χώρους, το κίνημα των πλατειών, αλλά και θεματικά κινήματα (“δεν πληρώνω”, Κερατέα, παρελάσεις κλπ.) φάνηκε να ακολουθείται από μια σχετική ανάσχεση μετά τις 12 Φλεβάρη του 2012· οι διπλές εκλογές μετατόπισαν το ερώτημα στο πολιτικό πεδίο, ενώ η αδυναμία συγκρότησης μιας συγκεκριμένης ηγεμονικής πολιτικής εναλλακτικής πρότασης που θα συνέχει και θα εμπνέει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα πιθανά οδήγησαν σε μια αίσθηση ματαιότητας και αποδοχής της υπάρχουσας κατάστασης. Όλο αυτό το διάστημα δεν έλειψαν φυσικά οι σημαντικές κινητοποιήσεις, καθώς και στιγμές κορύφωσης, οι οποίες ωστόσο δεν οδήγησαν στην αναβάθμιση του αγώνα σε κεντρικό πολιτικό. Τι ήταν λοιπόν αυτό που έλειπε;
Ένα από τα στοιχεία που πραγματικά φαίνεται να λείπει, είναι μια συνεκτική επεξεργασία γύρω από τα πραγματικά δεδομένα της εποχής, και μια πολιτική στρατηγική που δε θα τρέχει απλά πίσω από τις κινήσεις των μαζών, ούτε όμως θα τις αγνοεί ή/και καταγγέλλει επειδή δεν ανταποκρίνονται σε ένα συγκεκριμένο ιδεότυπο για το πώς θα έπρεπε να είναι, αλλά θα τις ακούει, και θα προσπαθεί να παρέμβει σε αυτές, αφού γίνει κομμάτι τους, στην κατεύθυνση του συντονισμού, της πολιτικοποίησης και της αναβάθμισής τους. Με άλλα λόγια, λείπει η γνωστή λενινιστική “συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης”, στην οποία πολλοί αναφέρονται αλλά λίγοι στέκονται να αναστοχαστούν πάνω στην έννοια, και ακόμα λιγότεροι την επιχειρούν. Αυτή η θεωρητική προσέγγιση της συγκυρίας δεν σημαίνει καθόλου υποταγή στη συγκυρία, όπως συχνά χρησιμοποιείται από ρεφορμιστικά ρεύματα της αριστεράς ως αντίλογος στον στείρο βερμπαλισμό (που αναπαράγει με τη σειρά του με ευκολία δογματικές αλήθειες και αναπαραστάσεις και αποφεύγει να παρέμβει στα πραγματικά ερωτήματα). Τίθεται εδώ στην πραγματικότητα το κεφαλαιώδες ερώτημα της σύνδεσης τακτικής και στρατηγικής, που βέβαια δεν μπορεί να ξεπεταχτεί εύκολα· είναι σημαντικό ωστόσο να σημειωθεί ότι τόσο η αποσύνδεση της τακτικής από τη στρατηγική (που οδηγεί στο ρεφορμισμό), όσο και η ταύτισή τους (που οδηγεί στον σεχταρισμό και τον “επαναστατικό” βερμπαλισμό) είναι τελικά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, και το νόμισμα αυτό πολύ λίγη σχέση έχει με μια πραγματικά επαναστατική πολιτική κατεύθυνση, με την έννοια της επίτευξης της κατάργησης της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Όπως σωστά υπογραμμίζει ο Γιώργος Μανιάτης, στη θέση της δήθεν ρεαλιστικής οπτικής του πραγματισμού πρέπει να προτάξουμε τον πολιτικό ρεαλισμό, ο οποίος “οφείλει να ανακαλύπτει, να φέρνει στο φως και να αξιοποιεί τη δυναμική της [κοινωνικοπολιτικής διάστασης της πραγματικότητας]”[3]. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου πώς και οι δύο παραπάνω όψεις του ίδιου νομίσματος έχουν σε μεγάλο βαθμό ιστορικά δοκιμαστεί, και έχουν οδηγήσει είτε στην περιθωριοποίηση και τελικά τον αφανισμό επαναστατικών ρευμάτων που επέλεξαν να αποστασιοποιηθούν από τη συγκυρία περιμένοντας εξωτερικά την επιβεβαίωση της αντίληψης τους, είτε στην πλήρη ενσωμάτωση της αριστεράς στην αστική στρατηγική και τελικά την προδοσία κοινωνικών δυναμικών που έφεραν στο εσωτερικό τους την αντικειμενική δυνατότητα της επαναστατικής ανατροπής (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό του ευρωκομμουνισμού, κυρίως στην Ιταλία αλλά και στη Γαλλία).
Τι σημαίνει όμως “συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης” όταν μιλάμε για το κοινωνικό κίνημα στην Ελλάδα σήμερα; Ας επανέλθουμε στις κινητοποιήσεις που έχουν αναπτυχθεί την τελευταία τριετία. Η παρέμβαση των συνεπέστερων και αγωνιστικότερων κομματιών της αριστεράς (γιατί βέβαια υπήρξαν κι άλλα που δε συμμετείχαν είτε μποϊκόταραν την ανάπτυξη κινητοποιήσεων) κινήθηκε βασικά γύρω από μια υποταγή στις αυθόρμητες κινήσεις των μαζών: προσπάθεια ανάπτυξης και συμμετοχή στις κινητοποιήσεις σε χώρους είτε κεντρικά όταν αναπτύσσονταν, συστηματική ενεργοποίηση του πολιτικού δυναμικού εκείνου που δραστηριοποιούνταν στους συγκεκριμένους χώρους που βρίσκονταν υπό κινητοποίηση με λογική κλιμάκωσης των αγώνων, ηθική και πολιτική στήριξη και αλληλεγγύη από τους υπόλοιπους. Ειδικά το δυναμικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει αναμφισβήτητα συνδράμει αποφασιστικά στην ανάπτυξη των κινητοποιήσεων όλου του τελευταίου διαστήματος, ειδικά δε εκείνο το δυναμικό που εργάζεται ή δραστηριοποιείται στους χώρους που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των αγώνων. Όλα αυτά φυσικά δεν είναι λίγα, και συνέβαλλαν καθοριστικά στην υπάρχουσα κοινωνική δυναμική. Έδειξαν όμως και τα όριά τους: όταν η σαρανταοκτάωρη απεργία του περσινού Νοέμβρη απέτυχε να οδηγήσει σε πανεργατικό και παλλαϊκό ξεσηκωμό, όταν οι κινητοποιήσεις των καθηγητών τόσο πέρσι όσο και φέτος δεν κατάφεραν να αποτελέσουν κόμβο ανάπτυξης και συντονισμού των αγώνων και σε άλλους χώρους, όταν το μεγαλειώδες κίνημα στην ΕΡΤ που δημιούργησε πολλές ελπίδες και επανασυσπείρωσε ένα ευρύ πολιτικό δυναμικό δεν μπόρεσε να βγει έξω από τα όρια της Αγίας Παρασκευής (αν και εξακολουθεί να βρίσκεται παντού μέσα από τις εκπομπές της ανοιχτής ΕΡΤ, που αποτελεί ένα πολύ σημαντικό πείραμα για μια ελεύθερη δημοσιογραφία), μετά τη σχετική διάψευση του φετινού “θερμού Σεπτέμβρη” παρόλα τα πολύ σημαντικά γεγονότα που αυτός ο μήνας περιλάμβανε.
Για να μπορέσει λοιπόν η αντικαπιταλιστική αριστερά να αποτελέσει πραγματική πολιτική πρωτοπορία, δεν αρκούν τα παραπάνω, όσο κι αν είναι απολύτως σημαντικά και αναγκαίοι όροι (ειδικά στο βαθμό που η καθεστωτική αριστερά αδυνατεί να ανταποκριθεί στην πλειοψηφία της ακόμα και σε αυτό το ρόλο). Απαιτείται πραγματική παρέμβαση στη συγκυρία, καθοδήγηση[4] και συντονισμός των κινητοποιήσεων, πολιτικοποίηση και ριζοσπαστικοποίησή τους, ώστε να κατορθώσουν να ξεφύγουν από τα στενά όρια του κλαδικού, συντεχνιακού αγώνα. Απαιτείται παράλληλα να ξανασκεφτούμε πάνω στο τι σημαίνει και τι περιλαμβάνει το εργατικό κίνημα σήμερα, στη βάση πραγματικών δεδομένων και επεξεργασιών. Επιπλέον, απαιτείται μια σοβαρή επεξεργασία γύρω από το συνδικαλιστικό κίνημα, το ρόλο, τις δυνατότητες και τα όριά του. Σε μεγάλο βαθμό αν και με εξαιρέσεις, η αριστερά σήμερα ακολουθεί δύο δρόμους. Ένα κομμάτι της αναπαράγει μηχανιστικά τις μαρξικές αναλύσεις και τις μαρξιστικές επεξεργασίες των αρχών του περασμένου αιώνα, αδυνατώντας να επιτελέσει το ρόλο της ως επαναστατική αριστερά που περιλαμβάνει αναπόφευκτα και το να παράξει θεωρία. Θεωρώντας επιλυμένα τα ερωτήματα σε σχέση με τους όρους συγκρότησης του καπιταλισμού, των τάξεων και του εργατικού κινήματος, κυνηγάει απελπισμένα εργοστάσια για να παρέμβει με τον παλιό καλό, γνωστό τρόπο. Στην πιο πολιτικοποιημένη εκδοχή της, διευρύνει τα όρια της παρέμβασής της, εγκλωβισμένη ωστόσο αποκλειστικά σε προηγούμενα σχήματα και δομές. Ο δεύτερος δρόμος συνιστά τη μεταμοντέρνα εκδοχή της αριστεράς, που βιάζεται να καταργήσει τις τάξεις και την ταξική πάλη, αντικαθιστώντας τις με θολές αναφορές στα κοινωνικά κινήματα (πάντα στον πληθυντικό) και τα κινήματα ταυτοτήτων, αρνούμενη ουσιαστικά την αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας ως κυρίαρχη στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Στην ανάγνωση αυτή, οι τάξεις ορίζονται στενά με στόχο ακριβώς να απορριφθούν: η ταξική πάλη αντιμετωπίζεται ως απλά η μάχη ενάντια στην εργοδοσία μέσα σε έναν εργασιακό χώρο, και μάλιστα στον πρωτογενή/δευτερογενή τομέα, έτσι γρήγορα αφορίζεται ως ξεπερασμένη και παρωχημένη.
Αντίθετα, η επαναστατική αριστερά οφείλει να παράξει πολιτική αναγνωρίζοντας την ταξική πάλη ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Σήμερα μάλιστα, στο έδαφος της κρίσης, η επαν-εφόρμηση της ταξικής πάλης στο προσκήνιο της ιστορίας είναι αδιαμφισβήτητη, με βάση τρία κεντρικά επιχειρήματα: την ταξική πόλωση, την αποδυνάμωση των μεσαίων στρωμάτων παράλληλα με μια τάση προλεταριοποίησής τους (με την ευρεία έννοια) και την εμμένεια των εργατικών και λαϊκών αγώνων[5]. Η κατεύθυνση αυτή όμως περιλαμβάνει αναγκαία την αναγνώριση ότι η ταξική πάλη διεξάγεται επίσης σε μια σειρά χώρων έξω από τη σφαίρα της παραγωγής, και περιλαμβάνει όλες εκείνες τις όψεις που αντιτίθενται στις κεντρικές πλευρές των ασκούμενων καπιταλιστικών πολιτικών και στρατηγικών από την πλευρά της θιγόμενης πλειοψηφίας[6]. Τοπικά κινήματα, κινήματα χώρων και ταυτοτήτων, επιμέρους θεματικά κινήματα (όπως το “δεν πληρώνω” κλπ) μπορούν εν δυνάμει να αποτελούν κομμάτι της ταξικής πάλης και να αποκτούν βαθιά αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, αν δεν κινούνται στην κατεύθυνση της αναπαραγωγής των επιμέρους διαχωρισμών αλλά σε αυτή της ανώτερης σύνθεσης και ενοποίησης των επιμέρους συμφερόντων σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση (κι αυτό δεν θα αποτελεί φυσικά προγραμματικό στοιχείο τους αλλά διακύβευμα). Σήμερα, μιλάμε στην πραγματικότητα για χώρους που αποκτούν νέα βαρύτητα στην προώθηση του νεοφιλελευθερισμού, καθώς ευρύτερα πεδία της καθημερινής ζωής πέραν της εργασίας εμπορευματοποιούνται και εντάσσονται στις καπιταλιστικές σχέσεις και τον μηχανισμό της αγοράς (συνεπώς, ο χώρος για παράδειγμα αποτελεί πραγματικό πεδίο συγκρότησης και αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων). Εξάλλου και επιπρόσθετα, παραμένει εξαιρετικής σημασίας η παρέμβαση από την πλευρά της αριστεράς σε όλα εκείνα τα πεδία της αναπαραγωγής που διεξάγονται έξω από τα στενά όρια της σφαίρας της παραγωγής, και ο οριστικός διαχωρισμός από οικονομίστικες λογικές που αντιλαμβάνονται την υπερδομή ως απλή αντανάκλαση της οικονομίας, αρνούμενες τη σχετική πάντα αυτονομία των διαφόρων επιπέδων. Με αυτή την έννοια έχει έννοια η αντίληψη των κοινωνικών κινημάτων ως οργανικά μέρη του “κοινωνικού κινήματος εν γένει”[7], όχι αποθεώνοντας την ιδιαιτερότητα και την μερικότητά τους αλλά αντίθετα εκκινώντας από το μερικό ως εάν εκείνο να περιλαμβάνει το όλον, μελετώντας την εσωτερική άρθρωση και προοπτική των διαφόρων μερών του. Αυτό φυσικά περιλαμβάνει το σεβασμό της σχετικής αυτονομίας των κινημάτων, μακριά από λογικές μηχανιστικής υπαγωγής/υποταγής τους στο παραδοσιακό εργατικό κίνημα.
Ακόμα περισσότερο, οφείλουμε να σκεφτούμε πάνω στα χαρακτηριστικά του ίδιου του εργατικού κινήματος στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Εναρκτήριο σημείο δεν μπορεί παρά να είναι η μελέτη των ιδιαιτεροτήτων της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και της κοινωνικής κινητικότητας στην Ελλάδα, τόσο ιστορικά, όσο και με βάση τις μεταλλαγές που υφίσταται στα πλαίσια της κρίσης, με μια παράλληλη επεξεργασία του ρόλου του συνδικαλισμού[8]. Είναι σε κάθε περίπτωση σαφές ότι στην Ελλάδα σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες η μισθωτή εργασία είναι πιο περιορισμένη και σημαντικό μερίδιό της συγκεντρώνεται στον δημόσιο τομέα, ενώ και στον ιδιωτικό τομέα κυριαρχούν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις[9]. Παράλληλα, οι σημερινές πολιτικές που ασκούνται στα πλαίσια της κρίσης οδηγούν σε μια άνευ προηγουμένου καταστροφή θέσεων εργασίας, παράλληλα με μια σημαντική τάση προλεταριοποίησης των μικροαστικών στρωμάτων και συμπίεσης της μικροαστικής τάξης. Η ανεργία, ιδίως στους νέους, αποκτά δομικά χαρακτηριστικά, και το ίδιο ισχύει για την ελαστική απασχόληση. Το μοντέλο της σταθερής εργασίας απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την πραγματικότητα, ιδίως της νεολαίας. Η κατάσταση αυτή έχει αναμφισβήτητες επιπτώσεις στα κοινωνικά κινήματα που αναπτύσσονται, στις μορφές οργάνωσης και διεκδίκησης που αναδύονται.
Η δική μας αριστερά οφείλει να αναρωτηθεί πάνω στις αλλαγές αυτές και τις προκλήσεις που θέτουν. Οι άνεργοι και οι ελαστικά απασχολούμενοι, καθώς και ευρύτερα στρώματα που περιθωριοποιούνται καθώς πετάγονται εκτός παραγωγικής διαδικασίας και κοινωνικού ιστού[10], βρίσκονται πλέον στον πυρήνα και όχι στο περιθώριο του επαναστατικού υποκειμένου. Η διαδικασία αυτή αφορά στο μέγιστο βαθμό τη νεολαία. Τα στρώματα αυτά πέραν ενός σημείου δεν μπορούν αντικειμενικά να εκφραστούν μέσα από τις παραδοσιακές μορφές συγκρότησης και δομές του εργατικού κινήματος. Οι νέες αυτές δομές δεν μπορεί φυσικά να ειδωθούν αντιπαραθετικά με αυτές του παραδοσιακού εργατικού κινήματος, αλλά οι δυο να λειτουργήσουν συμπληρωματικά. Ωστόσο, οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι δεν αρκεί σήμερα η κλασικού τύπου παρέμβαση μέσα από τις παραδοσιακές δομές του συνδικαλιστικού κινήματος, ή έστω η αναβάθμισή της. Στην κατεύθυνση αυτή, κομβικό ρόλο μπορεί να παίξει η τοπική παρέμβαση εργατικής κατεύθυνσης. Ιδιαίτερα οι εργατικές λέσχες αποτελούν πρωτοπόρο εγχείρημα που επιχειρεί να αναμετρηθεί με τα παραπάνω ερωτήματα. Έχοντας συγκροτηθεί σε μια σειρά γειτονιών, αποτελούν ήδη έναν πραγματικό κόμβο συσπείρωσης αυτού του δυναμικού, επιχειρώντας παράλληλα να απαντήσουν από αντικαπιταλιστική και όχι φιλανθρωπική σκοπιά σε ερωτήματα αλληλεγγύης, αναδιάρθρωσης του κοινωνικού ιστού και ανασυγκρότησης της πολιτικής συμμετοχής.
Παράλληλα, οι λαϊκές συνελεύσεις, οι επιτροπές ανέργων, οι δομές αλληλεγγύης και κάθε άλλη σχετική μορφή μπορούν να συμβάλλουν στην κατεύθυνση αυτή, χωρίς φυσικά να αναπαράγουν τους υφιστάμενους διαχωρισμούς αλλά λειτουργώντας στην κατεύθυνση οργάνωσης και ενοποίησης του κοινωνικού υποκειμένου που πλήττεται από τις σημερινές πολιτικές. Επιπλέον, οι δομές αυτές και κάθε μορφή λαϊκής αυτό-οργάνωσης και αυτό-διαχείρισης συνιστούν στην πραγματικότητα και θεσμούς αντί-ηγεμονίας, προπλάσματα δομών δυαδικής εξουσίας: προτείνουν εδώ και τώρα έναν άλλο τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας, όχι ως νησίδες κομμουνισμού μέσα στον καπιταλισμό, αλλά ως η υλική βάση της αλλαγής και η σταδιακή συγκρότηση ενός αντιπαραδείγματος, ως η άρθρωση ενός άλλου πολιτισμού και η υλική αμφισβήτηση της καπιταλιστικής ηγεμονίας. Η σημαντική υποτίμηση των μορφών αυτών από μεγάλα κομμάτια της αριστεράς και συγκεκριμένα και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι απολύτως αναντίστοιχη των δυνατοτήτων που αυτές περικλείουν, και ενδεικτική της αδυναμίας να αναμετρηθούμε με ερωτήματα που τίθενται όλο και πιο επιτακτικά από τη συγκυρία. Οι μορφές αυτές οφείλουν να συμπεριληφθούν και στον κεντρικό σχεδιασμό του μετώπου· έτσι, η νεοσύστατη γραμματεία συνδικαλιστικού θα έπρεπε κατά τη γνώμη μας να περιλαμβάνει και αγωνιστές που δραστηριοποιούνται με μόνιμο τρόπο σε τέτοιες δομές.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τον παραδοσιακό συνδικαλισμό, απαιτείται επίσης η μελέτη των βασικών ιδιαιτεροτήτων και χαρακτηριστικών του. Στην Ελλάδα, παρατηρείται ιστορικά χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα και μια τάση συνεχούς μείωσης της την τελευταία δεκαπενταετία[11], σοβαρή διαφοροποίηση στο συνδικαλισμό μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, έντονος κρατικός παρεμβατισμός στην εσωτερική ζωή των συνδικάτων αλλά και παραταξιοποίηση τους, μια σταδιακή άμβλυνση του συγκρουσιακού χαρακτήρα του συνδικαλιστικού κινήματος ιστορικά, ανάπτυξη του συνδικαλισμού σε παραδοσιακά στρώματα (άντρες, μεγαλύτερες ηλικίες, εργαζόμενοι με σταθερή απασχόληση), αλλά όντας σαφώς πιο περιορισμένος στη νεολαία, τις γυναίκες, τους εργαζόμενους με ευέλικτες σχέσεις απασχόλησης, τους μετανάστες, και φυσικά τους ανέργους[12]. Παράλληλα, το συνδικαλιστικό κίνημα ιστορικά υπήρξε ιδιαίτερα προωθημένο σε ό,τι αφορά την κήρυξη απεργιών, ωστόσο υπολειπόταν σημαντικά στο επίπεδο της πολυμορφίας της τακτικής, χαρακτηρίστηκε από στασιμότητα στο επίπεδο των μορφών οργάνωσης του, ενώ η γενική πολιτική απεργία δε χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα (Κάππος 1987: 92-5). Σήμερα, οι κρατικές πολιτικές προσβλέπουν στην απαξίωση του συνδικαλισμού και την απώλεια του ρόλου των σωματείων και συνδικάτων (χαρακτηριστική είναι η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων που στερεί από τα συνδικάτα το βασικό πεδίο δράσης τους), αλλά και στη συνολική απαξίωση της συλλογικής διαπραγμάτευσης και την αναπαραγωγή διαρκών διαιρέσεων και διαχωρισμών μεταξύ των εργαζομένων Παράλληλα, υπάρχει σταδιακά μια σκλήρυνση από την πλευρά του κράτους σχετικά με την αναγνώριση της νόμιμης απεργίας (διάκριση κοινής απεργίας και συνταγματικά κατοχυρωμένης απεργίας), η οποία σήμερα οδηγεί στη διασταλτική ερμηνεία των νόμων στην κατεύθυνση της απαγόρευσης σειράς απεργιών και τελικά τη συρρίκνωση του ίδιου του δικαιώματος στην απεργία (κήρυξη απεργιών ως παράνομες και καταχρηστικές παράλληλα με την εφαρμογή του μέτρου της επιστράτευσης). Από την άλλη πλευρά, ο επίσημος συνδικαλισμός είναι πλήρως γραφειοκρατικοποιημένος και συχνά ανταγωνιστικός στην ανάπτυξη κινητοποιήσεων (και αυτό δεν αφορά απλώς τα τριτοβάθμια όργανα, όπου αυτό είναι πασιφανές, αλλά ακόμα και πιο ενδιάμεσα επίπεδα), ενώ ταυτόχρονα, και παρά την γενικευμένη κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, τα κόμματα εξουσίας εξακολουθούν να διατηρούν τη σχετική ηγεμονία τους σε αυτόν (τάση που φθίνει σαφώς, καθώς η αριστερά αυξάνει διαρκώς τα ποσοστά της, όχι πάντως με τον ρυθμό που αποσυντίθενται οι πολιτικές εκπροσωπήσεις σε άλλα πεδία). Παράλληλα όμως, η ενιαία οργανωτική έκφραση του συνδικαλιστικού κινήματος (αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στην πλειοψηφία των χωρών της Ε.Ε.) αναμφισβήτητα αποδυναμώνει μια τάση συνολικής αποδιάρθρωσης του συνδικαλισμού. Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση για το ρόλο του συνδικαλισμού σήμερα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τους μετασχηματισμούς που επισυμβαίνουν σε επίπεδο κράτους και θεσμών, παράλληλα με τη διαδικασία αυταρχικοποίησης του αστικού κράτους, και την ιδιότυπη επιβολή μιας κατάστασης εξαίρεσης. Οφείλει εδώ να είναι σαφές ότι η οργάνωση των εργαζόμενων στα συνδικάτα και τα σωματεία έχει ανεκτίμητη και αναντικατάστατη αξία. Γι’ αυτό εξάλλου, μια από τις κεντρικές στρατηγικές της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης στην Ελλάδα, οξυμένη κατά την περίοδο της κρίσης, είναι η απαξίωση και σημαντική συρρίκνωση των συνδικάτων, της σφαίρας επιρροής τους στους εργαζόμενους, της μαζικότητας και του ρόλου τους. Η κατεύθυνση αυτή ξεδιπλώνεται μέσα από μια σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων που προσβλέπουν σε αυτό το στόχο, με κορυφαία την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, που στερεί από τα συνδικάτα τη βασική αρμοδιότητά τους. Το καθήκον της επαναστατικής αριστεράς μέσα σε αυτό το τοπίο είναι διττό: αφενός, η υπεράσπιση της ύπαρξης των συνδικάτων και του ρόλου τους, η αναβάθμιση της παρέμβασής της μέσα σε αυτά, η αναίρεση της διαδικασίας απαξίωσής τους μέσα από την αναγέννησή τους, σε συγκρουσιακή κατεύθυνση απέναντι στις κυρίαρχες επιλογές (γιατί, εξάλλου, μια άλλη μορφή απαξίωσης των συνδικάτων μέσα στην κρίση είναι η άμβλυνση του συγκρουσιακού χαρακτήρα τους και η ενσωμάτωσή τους, κατεύθυνση που επιχειρούν οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες). Αφετέρου, ο συντονισμός και η συμπληρωματική δράση των συνδικάτων με νέες μορφές οργάνωσης (καθώς αυξάνονται τα στρώματα εκείνα που δεν μπορούν αντικειμενικά να εκπροσωπηθούν από τη δομή των συνδικάτων), στην κατεύθυνση ενοποίησης των εκμεταλλευόμενων στρωμάτων και της άρσης των διαχωρισμών μεταξύ των εργαζομένων, που αποτελεί εξάλλου κεντρική κρατική στρατηγική.
Είναι τέλος σαφές, ότι θεμέλιο της προσπάθειας για μια προσέγγιση των βασικών χαρακτηριστικών του εργατικού και λαϊκού κινήματος, είναι η ενιαιομετωπική λογική και παρέμβαση στο κοινωνικό επίπεδο, και η κοινή δράση των δυνάμεων που παρεμβαίνουν στη βάση των αξόνων αυτών. Με αυτή την έννοια, είναι εξαιρετικής σημασίας οι πρωτοβουλίες που έλαβε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ το προηγούμενο διάστημα, με σημείο εκκίνησης τη διακήρυξη του μετώπου ρήξης και ανατροπής (που για μεγάλο διάστημα έμενε θολός ο ορισμός του αλλά σταδιακά απέκτησε αυτόν ακριβώς το χαρακτήρα). Το κάλεσμα προς τις υπόλοιπες δυνάμεις της αριστεράς, τόσο κεντρικά όσο και ειδικά στο κίνημα της ΕΡΤ με την ανοιχτή επιστολή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις δυνάμεις της Αριστεράς και του μαχόμενου εργατικού κινήματος[13], αλλά και η στάση της στο δρόμο (αν και με αντιφάσεις) κινήθηκαν σε αυτή την κατεύθυνση, η οποία θα πρέπει να συνεχιστεί και να κλιμακωθεί – ανεξάρτητα από την αντίδραση των υπολοίπων δυνάμεων σε αυτές, αν και αναμφισβήτητα και μόνη η ανάληψη τέτοιων πρωτοβουλιών ασκεί σημαντικές πιέσεις και μετατοπίσεις.
Λίγες σκέψεις ειδικά για το αντιφασιστικό κίνημα
Όλα τα παραπάνω δεν αποσκοπούν σε μια θεωρητική συμβολή και συζήτηση, αλλά φιλοδοξούν να συμβάλλουν στη χάραξη μιας συγκεκριμένης τακτικής στα κινήματα που αναπτύσσονται, με στρατηγικό ορίζοντα. Το αντιφασιστικό κίνημα αποτελεί μια κυρίαρχη έκφραση του λαϊκού κινήματος στη συγκυρία. Ξεφεύγει από τα όρια του παρόντος κειμένου μια συνολική τοποθέτηση για την ανάπτυξη του φασιστικού φαινομένου, ή ακόμα και τις όψεις του σήμερα. Αποτελεί αναμφισβήτητο πάντως γεγονός επιτέλους, μετά και τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και τις κινητοποιήσεις που ακολούθησαν, ότι η αντιφασιστική πάλη οφείλει να βρίσκεται στον πυρήνα της σκέψης, της παρέμβασης και της τακτικής της αριστεράς, και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται πλέον ως μια δευτερεύουσα πλευρά, που θα επιλυθεί έτσι απλά με την ανάσχεση της καπιταλιστικής στρατηγικής που γεννά τον φασισμό. Είναι ωστόσο τραγικό το γεγονός ότι έπρεπε να γίνει αυτή η δολοφονία για να καταλήξουμε σε αυτό το συμπέρασμα, ενώ η δράση της Χρυσής Αυγής δεν υπήρξε λιγότερο δολοφονική το προηγούμενο διάστημα[14]. Όπως σημειώθηκε από πολλούς, γι αυτόν ακριβώς το λόγο η δολοφονία αυτή στοίχειωσε κάθε αγωνιστή, γιατί στην πραγματικότητα ξέραμε ότι θα γίνει, αλλά η διάχυτη αίσθηση είναι ότι δεν είχαμε κάνει ό,τι μπορούσαμε -αντίθετα, είχαμε κάνει πολύ λιγότερα από αυτό- για να μη γίνει.
Είναι φυσικά σωστή η διαπίστωση ότι η ανάπτυξη του φασιστικού φαινομένου στην Ελλάδα σήμερα συνδέεται με τις πολιτικές καπιταλιστικής διαχείρισης της κρίσης, τις πολιτικές λιτότητας, κοινωνικής εξαθλίωσης, αποδιάρθρωσης του κοινωνικού ιστού, καθώς και τη γενικευμένη κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, την απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος και τον γενικευμένο αυταρχισμό. Πρέπει ωστόσο να μην υποτιμούμε και το ιστορικό υπόβαθρο της συγκρότησης και διαμόρφωσης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Ας δούμε το εξής απλό: ο φασισμός μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο όχι μόνο δεν διώχθηκε στην Ελλάδα, αλλά αντίθετα το μετεμφυλιακό καθεστώς δομήθηκε και στελεχώθηκε από τους χίτες και τους ταγματασφαλίτες, τους δωσίλογους του εμφυλίου πολέμου. Αλλά και ευρύτερα: το ελληνικό κράτος είναι εσωτερικά συγκροτημένο από τους κοτζαμπάσηδες, τους μεταξάδες, τους γερμανοτσολιάδες, τους ράλληδες και τους χουντικούς. Ταυτόχρονα, συντηρητικές ιδεολογίες που αφήνουν πρόσφορο έδαφος στην ανάπτυξη του φασισμού υπόβοσκαν πάντα σε σημαντικά τμήματα του πληθυσμού, ενώ η Δεξιά διατηρούσε πάντα ένα σχετικά σταθερό και σημαντικό αριθμητικά πολιτικό ακροατήριο – η πολιτική πόλωση ήταν δεδομένη, ακόμα και μετά τις πολιτικές “εθνικής συμφιλίωσης” της δεκαετίας του ’80. Τέλος, η ουσιαστική έλλειψη δομών κοινωνικού κράτους και κοινωνικών παροχών υποκαταστάθηκε από την ανάπτυξη φαινομένων διαφθοράς και πελατειακών σχέσεων, που μπορούν ενδεχόμενα να οδηγήσουν στην ανάπτυξη ιδεολογημάτων φασιστικού χαρακτήρα, όταν αναιρείται η αποτελεσματικότητά τους λόγω της κρίσης.
Ποια πρέπει λοιπόν να είναι μια αριστερή προσέγγιση και παρέμβαση ενάντια στο φασιστικό φαινόμενο; Καταρχήν προϋποτίθεται, έστω και σήμερα, η ανάσχεση της υποτίμησής του. Ας ελπίσουμε ότι τέλειωσε οριστικά η εποχή που ένα σημαντικό τμήμα της αριστεράς ξεπερνούσε εύκολα τη συζήτηση, διαπιστώνοντας μηχανιστικά ότι η ανατροπή των κυρίαρχων πολιτικών ή/και του καπιταλισμού, θα αφανίσει και τον φασισμό. Στη συνέχεια, η αντικαπιταλιστική αριστερά οφείλει να διαχωριστεί οριστικά από τις δυο βαθιές πληγές που ιστορικά ταλάνισαν τον τρόπο που προσλάμβανε τον φασισμό: από τη μια πλευρά, η υποτίμηση της σχετικής αυτονομίας του από την άρχουσα τάξη και η ταύτιση των αστικοδημοκρατικών με τις φασιστικές πολιτικές (η αντίληψη που σήμερα κωδικοποιείται και μέσα από την πρόσληψη του φασισμού ως απλά το μακρύ χέρι του κράτους)· από την άλλη, η προσφυγή σε “δημοκρατικά” μέτωπα με τα κόμματα εξουσίας και τους εκπροσώπους της αστικής πολιτικής, η πλήρης αποσύνδεση των καπιταλιστικών και των φασιστικών πολιτικών, ο εγκλωβισμός σε λογικές συνταγματικού τόξου[15]. Αυτό που απαιτείται αντίθετα είναι η συγκρότηση ενός αυτοτελούς σχεδίου της αριστεράς για την αντιφασιστική πάλη. Οι δομές οργάνωσης της αντιφασιστικής πάλης δεν μπορεί να είναι άλλες από τις “ενιαίες αντιφασιστικές επιτροπές στη βάση και με συντονισμό τους, πάντα με όρους κινήματος και όχι με τη λογική του «συνταγματικού τόξου».”[16] Παράλληλα, η παρέμβαση των οργάνων αυτών πρέπει να κινείται με βάση τους εξής άξονες: 1/ ιδεολογική απονομιμοποίηση του φασισμού, ιδιαίτερα στη νεολαία. Η όψη αυτή, δεν αφορά απλά ιστορικές αναδρομές και “διαφώτιση”· αφορά κυρίως την αποδόμηση του φασιστικού λόγου, την καταπολέμηση μιας σειράς ιδεολογημάτων στον πυρήνα τους -ρατσισμός, εθνικισμός, μισογυνισμός και ομοφοβία, αρχηγολατρεία, τάξη και πειθαρχία, φόβος του διαφορετικού κλπ (γεγονός το οποίο σημαίνει ότι η αριστερά δε θα πρέπει να εγκλωβίζεται στα ερωτήματα του αντιπάλου, αποδεχόμενη πχ. ότι “οι μετανάστες είναι πρόβλημα”), την καταπολέμηση της φασιστικής κουλτούρας και νοοτροπίας, 2/ σε σύνδεση με το πρώτο, την προβολή μιας διαφορετικής αφήγησης για τις πολιτικές εξελίξεις, για την κοινωνική προοπτική και τον πολιτισμό, 3/ την ανασυγκρότηση του κοινωνικού ιστού, την αναίρεση της εξαθλίωσης μεγάλων μερίδων του πληθυσμού. Στην κατεύθυνση αυτή, δομές αλληλεγγύης, ανασυγκρότησης της πολιτικής συμμετοχής, λαϊκές συνελεύσεις κλπ. μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο, 4/ ο αντιφασισμός ως υπόθεση του μαζικού κινήματος και των οργάνων του και εμπλοκή μαζικών συλλογικοτήτων του λαϊκού κινήματος, γεγονός που διασφαλίζει αφενός την ανάπτυξη μιας ευρείας αντιφασιστικής κοινωνικής δυναμικής και αφετέρου τον διαχωρισμό από λογικές συνταγματικού τόξου και “κοινοβουλευτικής επίλυσης”.
Ας προσπαθήσουμε τώρα να σταθούμε λίγο πιο αναλυτικά σε ένα πέμπτο σημείο σχετικά με το αντιφασιστικό κίνημα: το ερώτημα των πρακτικών του, της οργάνωσής του, του ριζοσπαστισμού σε επίπεδο λόγου και πρακτικών. Είναι σαφές ότι το αντιφασιστικό κίνημα θα πρέπει να αναπτύξει δομές περιφρούρησης και λαϊκής αυτοάμυνας, καθώς και αναίρεσης της δυναμικής των φασιστών στον δρόμο και τον χώρο. Οφείλουμε να θυμόμαστε πάντα ότι κλειδί για το φασιστικό κίνημα είναι ο έλεγχος των δρόμων. Μια όψη της παρέμβασης των αντιφασιστικών επιτροπών πρέπει αναγκαία να είναι το τσάκισμα της φασιστικής έκφρασης στους δρόμους, το σβήσιμο συνθημάτων, η διοργάνωση αντισυγκεντρώσεων. Μια τέτοια παρέμβαση έχει πολλαπλά αποτελέσματα: αναίρεση της αίσθησης, ειδικά σε τμήματα της νεολαίας και των μαθητών, της παντοδυναμίας των φασιστών και της δυνατότητας να κινούνται ελεύθερα στην πόλη, καθώς και μιας υφέρπουσας “μαγκιάς”, ανάσχεση της απόκτησης κοινωνικής δυναμικής του φασισμού μέσα από την παρέμβαση στο χώρο και το συγχρωτισμό με μαζικά ακροατήρια, κατοχύρωση της αντίληψης ότι η συστράτευση με τον φασισμό εμπερικλείει κινδύνους και κόστος, αλληλεγγύη και επανεμπέδωση του θάρρους σε κοινωνικές ομάδες που κατεξοχήν στοχοποιούνται από τους φασίστες (μετανάστες, ομοφυλόφιλοι, αλλά επίσης και μέλη αριστερών και αναρχικών συλλογικοτήτων) και ανάσχεση του διάχυτου φόβου[17]. Παράλληλα, η κατεύθυνση αυτή απαντά σε μια πραγματική ανάγκη των καιρών: την πραγματική περιφρούρηση των κοινωνικών αγώνων και την αυτοάμυνα του κινήματος και των αγωνιστών. Σήμερα πλέον, που η ταξική πάλη έχει περάσει σε άλλα επίπεδα, και η δράση των φασιστικών συμμοριών συμπεριλαμβάνει έως δολοφονικές επιθέσεις, πρέπει να μας γίνει σαφές: στη θέση του Παύλου θα μπορούσε να είναι ο καθένας από μας. Μόνος τρόπος ανάσχεσης του φόβου και του ατομικού δρόμου είναι η συγκρότηση εκείνων των δομών μαζικής λαϊκής αυτοάμυνας, που εκτός από το πολιτικό μήνυμα που θα δίνουν, θα λειτουργούν και ως μοχλός αυτοπροστασίας των αγωνιστών και του κινήματος. Ας είμαστε ειλικρινείς: με ό,τι αδυναμίες και προβληματικές και αν εμφανίζουν, η αναρχία και η αυτονομία έχουν ως σήμερα απαντήσει σαφώς πιο αποτελεσματικά από την αριστερά στα παραπάνω ερωτήματα. Ειδικά κατά την περσινή χρονιά, η παρουσία τους και αντιπαράθεση στο δρόμο συνέβαλλε αποφασιστικά στην ανάσχεση της παρουσίας των φασιστών σε αυτόν. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που οι φασίστες δεν κατόρθωσαν να μετασχηματίσουν την εκλογική και πολιτική καταγραφή τους σε σημαντική αναβάθμιση της οργανωτικής τους συγκρότησης και στράτευση πλατιών κοινωνικών στρωμάτων στις πρακτικές τους. Αντίθετα, η αριστερά υποτίμησε ή και εναντιώθηκε σε αυτή την όψη, γεγονός που κατέληξε συχνά σε τραγελαφικά αποτελέσματα: είναι ενδεικτική η απαράδεκτη παρουσία της αριστεράς και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο δρόμο στο Κερατσίνι, την επόμενη μέρα από τη δολοφονία[18].
Τελευταίο σημείο με αφορμή μόνο το αντιφασιστικό κίνημα: Ακόμα και η δική μας αριστερά δείχνει μια αξιοσημείωτη φοβικότητα στην κλιμάκωση της σύγκρουσης και την υιοθέτηση ριζοσπαστικών πρακτικών και λόγου. Η διαπίστωση αυτή δεν στέκεται μόνο στις συγκρουσιακές πρακτικές, αλλά αφορά ευρύτερα την τόλμη να αμφισβητηθούν θεμέλιοι λίθοι του αστικού συστήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: Ενώ βρισκόμαστε εν μέσω μιας ραγδαίας κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης και απονομιμοποίησης του κράτους και των θεσμών της αστικής δημοκρατίας, η αριστερά όχι μόνο δεν τολμά να σηκώσει το γάντι, αλλά συχνά εμφανίζεται ως υπερασπιστής του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος. Αυτό αφορά φυσικά κατεξοχήν τη ρεφορμιστική αριστερά, αλλά αγγίζει και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την πολιτική η αντικαπιταλιστική αριστερά. Φυσικά, δεν αναφερόμαστε στην αναγκαία υπεράσπιση δημοκρατικών κεκτημένων, ελευθεριών και δικαιωμάτων. Αλλά, αρνούμενη να φανεί τολμηρή σε προτάσεις και επεξεργασίες γύρω από μια διαφορετική μορφή συγκρότησης του πολιτικού συστήματος (βασιζόμενες στις αρχές της άμεσης δημοκρατίας, της ανακλητότητας, αποφασιστικές μορφές λαϊκής αυτοοργάνωσης κλπ), η αριστερά καταλήγει συχνά να προβάλλει ως μέρος του προβλήματος (ενός προβλήματος που καθόλου δικό της δεν είναι), αντί ως μέρος της λύσης. Αντίθετα, στο έδαφος αυτό, η Χρυσή Αυγή προβάλλει ως η μόνη πολιτική δύναμη που εναντιώνεται στο πολιτικό σύστημα (κάτι που φυσικά δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα). Η ατολμία αυτή της αριστεράς σχετίζεται με μια παραδοσιακή ρεφορμιστική λογική που θέλει να μην “ταράξει” και τρομοκρατήσει τα μικροαστικά στρώματα. Σήμερα γίνεται φανερό ότι σε συνθήκες κρίσης, τα στρώματα αυτά στρατεύονται ευκολότερα σε λύσεις και πρακτικές που φαντάζουν πιο ριζοσπαστικές, και όχι σε κεντρώα σχήματα. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν η αριστερά θα μπορέσει να εκφράσει και φυσικά να πολιτικοποιήσει αυτόν τον υφέρπων ριζοσπαστισμό, ή αν θα τον αφήσει βορά σε άλλα πολιτικά σχέδια, συμπεριλαμβανομένου του φασιστικού[19].
Αν το ένα άκρο είναι ο ναζισμός, ο ρατσισμός, η ανελευθερία γιατί είναι κακό να είσαι στο απέναντι άκρο από αυτά;[20] Ας δούμε τέλος εντελώς επιγραμματικά και τη συζήτηση που έχει ανοίξει γύρω από τη βία το τελευταίο διάστημα, με αφορμή και την όλη συζήτηση περί δύο άκρων. Ο τρόπος που επιλέγουν οι εκφραστές του συστήματος εξουσίας να ανοίξουν τέτοια ζητήματα είναι γνωστός και δε χρειάζεται να ειπωθούν πολλά. Η αριστερά από την άλλη, ως πρώτο αντανακλαστικό, αντιδρά αμυντικά προσπαθώντας να απαντήσει με τρόπο που δείχνει ότι απλά θα έλπιζε να μην είχε τεθεί το ερώτημα της χρήσης βίας. Αντίθετα, σήμερα που όντως υπάρχει σε ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας αυτή η υφέρπουσα ριζοσπαστικοποίηση, και για πρώτη ίσως φορά σε τέτοιο βαθμό, τα στρώματα αυτά είναι έτοιμα τουλάχιστον να ακούσουν, η αριστερά δεν μπορεί να στέκει στη γωνία περιμένοντας να περάσει η καταιγίδα. Έτσι, οφείλει να πει τα προφανή για τη βία: Φυσικά όχι μόνο δεν είμαστε με τη βία γενικά και αόριστα, αλλά αντίθετα επιδιώκουμε τη θεμελίωση μιας κοινωνίας όπου η βία δε θα έχει θέση, η οποία άλλωστε είναι συστατικό στοιχείο των ταξικών κοινωνιών. Ο φετιχισμός της βίας δεν είναι παρά διαστρέβλωση, αποτέλεσμα της ιδεολογικής ηγεμονίας του καπιταλισμού. Πολύ μεγαλύτερη διαστρέβλωση όμως σήμερα είναι ο φετιχισμός της μη-βίας, η άρνηση του αναγκαίου ρόλου της στην ιστορία, η απόκρυψη ότι η ανατροπή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων δεν γίνεται παρά να είναι και βίαιη. Μεταξύ εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων, καταπιεστών και καταπιεσμένων δεν υπάρχουν ίσες αποστάσεις· η περίφημη “καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται” συντάσσεται απλά με τους πρώτους. Η βία που ασκείται από το κράτος και το σύστημα εξουσίας στον καπιταλισμό είναι συστημική βία. Με αυτή την έννοια η βία των “από κάτω” είναι κατά κανόνα αμυντική βία: όχι με την έννοια της περιφρούρησης ή της άμεσης αντίστασης σε μια βίαιη υλική επίθεση από τους κρατικούς μηχανισμούς, τους φασίστες ή όποιον άλλο, αλλά ως αντίδραση στη συστημική βία που βιώνουν σε κάθε όψη της κοινωνικής ζωής[21]. Έτσι, ακόμα κι αν μια μορφή βίας δεν εντάσσεται εργαλειακά και αυτόματα σε κάποιο σχέδιο που η αριστερά έχει στο μυαλό της (και συχνά, μόνο εκεί), οφείλει τουλάχιστον να κατανοεί, αντί να σπέρνει καταδίκες και καταγγελίες. Σε εξεγερσιακές συνθήκες δε, η βία ξεφεύγει από τα παραπάνω όρια και παίρνει επαναστατικά χαρακτηριστικά· προσβλέπει στην ανατροπή και τη θεμελίωση μιας νέας κοινωνίας. Τα σημεία αυτά, γνωστά στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, η αριστερά οφείλει να παλεύει να γίνονται γενικό κτήμα της κοινωνίας, και σήμερα, σε συνθήκες ευρύτερης αποσταθεροποίησης και αμφισβήτησης της ιδεολογικής ηγεμονίας του καπιταλισμού, έχει την ευκαιρία να το κάνει. Έτσι, είναι τουλάχιστον ενδιαφέρον το γεγονός ότι σήμερα, με αφορμή τις γελοιότητες της κυβέρνησης περί άκρων και την προσπάθεια εξίσωσης του φασισμού με την αριστερά, φαίνεται όντως να ανοίγει η κουβέντα: σειρά άρθρων από αγωνιστές και στελέχη της αριστεράς επιχειρούν να θέσουν επιθετικά τα παραπάνω ερωτήματα, και αυτό σίγουρα παράγει ιδεολογικές μετατοπίσεις.
Για το κεντρικό πολιτικό ζήτημα και το ερώτημα των συμμαχιών
Τα παραπάνω προσπάθησαν να σκιαγραφήσουν ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο η αντικαπιταλιστική αριστερά θα μπορούσε να αξονίσει όψεις της παρέμβασής της. Κυριαρχεί παράλληλα σήμερα η συζήτηση για το κεντρικό πολιτικό ζήτημα και το ερώτημα των συμμαχιών, με αφορμή και την απόφαση της συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τη μετωπική συμπόρευση, και τις σχετικές πρωτοβουλίες που λαμβάνονται. Και πάλι στην αριστερά έχουν επικρατήσει ιστορικά δύο προσεγγίσεις: αφενός η κλασική ρεφορμιστική, που αποθεώνει το ζήτημα των συμμαχιών ανεξαρτήτως περιεχομένου, στρατηγικής και αντιστοίχισης με το κοινωνικό υποκείμενο, και αφετέρου η αριστερίστικη/σεχταριστική της μορφής το μοναστήρι να’ναι καλά, που προτάσσοντας μαξιμαλιστικά το σύνολο ενός πολιτικού προγράμματος ως προϋπόθεση για οποιαδήποτε πολιτική συμμαχία, εκφράζει ουσιαστικά μια φοβική διάθεση να διατηρήσει τις δυνάμεις της ανεξαρτήτως της συνεισφοράς της στο κοινωνικό κίνημα (είτε στην πιο ειλικρινή εκδοχή της – πιστεύοντας δηλαδή ότι το πρόγραμμα αυτό είναι το αναγκαίο και οφείλει να μην θολώσει στα πλαίσια συμμαχιών, είτε στην πιο χυδαία – να διατηρηθεί το μαγαζί).
Εδώ και πάλι οι καιροί απαιτούν μια διαφορετική προσέγγιση από τη δική μας αριστερά. Το κρίσιμο σημείο είναι κατά τη γνώμη μας η διαλεκτική σύνδεση του κοινωνικού με το πολιτικό ερώτημα. Αφενός, δε νοείται πολιτική συμμαχία χωρίς περιεχόμενο και στρατηγική, με την ευρεία έννοια του όρου, επί της ουσίας δηλαδή του ποια κοινωνικά στρώματα και διεργασίες εκπροσωπεί ή φιλοδοξεί να εκπροσωπήσει αυτή η συμμαχία , και στη βάση ποιας στρατηγικής. Με αυτή την έννοια, καθοριστική σήμερα είναι η παραπάνω συζήτηση περί κοινωνικού κινήματος και διεργασιών, και η ανάταξη της παρέμβασης της αριστεράς σε αυτά τα πεδία. Αν δεν αντιμετωπίσουμε τα πραγματικά κενά θεωρίας και πολιτικής πάλης σε όλο και πιο ευρεία τμήματα του ενεργού πληθυσμού που αποτελεί τον πυρήνα των εκμεταλλευόμενων στρωμάτων, είναι αδύνατο να ανατάξουμε την σημερινή δυσκολία αναβάθμισης του πολιτικού αγώνα σε ένα ανώτερο επίπεδο. Φυσικά, αυτή η διεργασία δεν μπορεί να θεωρείται προϋπόθεση για τη συγκρότηση πολιτικών συμμαχιών, με βάση το κλασικό επιχείρημα, να λύσουμε πρώτα το κοινωνικό και μετά προχωράμε σε πολιτικές συμμαχίες. Μιλάμε αντίθετα για μια διαλεκτική διεργασία, που η κάθε όψη της τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από την άλλη. Φαίνεται δύσκολο να υλοποιηθεί αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς, κανένα άλλο σχέδιο από τον ουρανό δεν μπορεί να το αντικαταστήσει. Αντίστοιχα, είναι προβληματική και η αντίληψη που αποθεώνει τη φαεινή “ιδέα”, το “πολιτικό σχέδιο”, ή που αντιλαμβάνεται το πρόβλημα στο χώρο μας σήμερα ως την αδυναμία των μισών να πείσουν τους άλλους μισούς για το ποιο σχέδιο πρέπει να ακολουθηθεί – το οποίο αν ακολουθούνταν θα έλυνε και όλα μας τα προβλήματα. Αν ήταν έτσι, η συγκυρία θα ήταν ευκολότερη – και η αντικαπιταλιστική αριστερά ή έστω κάποια κομμάτια της, θα είχαν πολύ μαζικότερη κοινωνική αναφορά από αυτή που έχουν σήμερα.
Αφετέρου, η αντικαπιταλιστική αριστερά δεν έχει προφανώς κανένα λόγο να διστάζει να συγκροτήσει πολιτικές συμμαχίες στη βάση του αναγκαίου πολιτικού περιεχομένου και στρατηγικής. Φυσικά, το πραγματικό ερώτημα εδώ είναι ποιο είναι το αναγκαίο. Δεν είναι προφανώς το σύνολο του πολιτικού προγράμματος μιας πολιτικής συλλογικότητας, γιατί τότε η έννοια της συμμαχίας χάνει το νόημά της. Είναι εκείνο το σύνολο σημείων που λειτουργεί σαν κρίσιμος κρίκος για το προχώρημα ή αντίθετα την ανατροπή της καπιταλιστικής στρατηγικής, κάτι που το καθιστά άλλωστε λιγότερο ενσωματώσιμο ως αίτημα, παράλληλα με μια συνολική πολιτική κατεύθυνση ρήξης και ανατροπής. Επιπλέον, η ουσία μιας προγραμματικής πρότασης δεν μπορεί να επικεντρώνει σε “τεχνικά” ζητήματα, στην “αναπτυξιακή” πορεία ή την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας, αλλά να θίγει το ζήτημα μιας άλλης αντίληψης για τις κοινωνικές ανάγκες και τις κοινωνικές σχέσεις (αλλά αυτό επίσης δεν αποτελεί προαπαιτούμενο αλλά διακύβευμα της πολιτικής συμμαχίας). Στη βάση αυτού, η αντικαπιταλιστική αριστερά οφείλει να αναζητά τις ευρύτερες δυνατές πολιτικές συμμαχίες, διατηρώντας την αυτοτέλεια του δικού της προγράμματος (που προφανώς δεν εξαντλείται στα σημεία αυτά). Παράλληλα, μετωπική κατεύθυνση σημαίνει ότι ο φορέας που την επιδιώκει (η ΑΝΤΑΡΣΥΑ εν προκειμένω) όχι μόνο αναζητά συμμάχους, αλλά και ασκεί πιέσεις και επιδιώκει μετατοπίσεις ώστε να ριζοσπαστικοποιηθούν άλλες πολιτικές δυνάμεις και να ενσωματωθούν στη συμπόρευση αυτή, που κρίνεται ως αναγκαίο βήμα για την ανασύνταξη του κοινωνικού κινήματος. Δεν περιμένει αντίθετα στη γωνία, για να επιβεβαιώσει τον “πιο δεξιό” προσανατολισμό των δυνάμεων αυτών και να δικαιολογήσει τη μοναχική, και άρα αντικειμενικά αδιέξοδη πορεία της.
Η συγκρότηση αυτών των πολιτικών συμμαχιών γίνεται με τη διατήρηση της αυτοτέλειας κάθε δύναμης που συμμετέχει σε αυτές. Ενδεχόμενα τέτοιες διεργασίες να μπορούσαν στο μέλλον να οδηγήσουν σε ανακατατάξεις, νέες συνθέσεις, αλλαγή του πολιτικού χάρτη και των δυνάμεων που τον αποτελούν, στη βάση ζυμώσεων και μετατοπίσεων, αλλά αυτό δεν αφορά έναν άμεσο ορίζοντα. Για να μην ακυρώνεται η έννοια της πολιτικής συμμαχίας (η οποία ακυρώνεται τόσο από όποιον προτάσσει συμφωνία στο σύνολο του πολιτικού προγράμματος, αλλά και από όποιον από την άλλη πλευρά υπονοεί διάχυση σε ενιαία σχήματα), αλλά και για να μην γίνονται βήματα προς τα πίσω σε σχέση με σημαντικά πολιτικά προχωρήματα ενός προηγούμενου διαστήματος (και η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν ένα τέτοιο βήμα), πρέπει να είναι σαφής η διατήρηση της πολιτικής και οργανωτικής αυτοτέλειας των επιμέρους σχημάτων σε τέτοιες διεργασίες. Δε νομίζουμε όμως ότι αυτό που αμφισβητείται είναι η ανάγκη διατήρησης της αυτοτέλειας των φορέων εκείνων που θέλουν να εκπροσωπούν το επαναστατικό πρόγραμμα. Αυτό που αμφισβητείται είναι το ποιοι είναι αυτοί οι φορείς. Με άλλα λόγια, η συζήτηση που έχει ανοίξει στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τη μετωπική συμπόρευση υποκρύπτει συγκεκριμένες αντιλήψεις για την ίδια την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τις οργανώσεις μέσα σε αυτήν. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ όντως δεν είναι προφανώς ο “κομμουνιστικός φορέας”, αλλά ούτε είναι ένα σχήμα βραχυπρόθεσμης αναφοράς, που εξυπηρετεί παροδικούς σκοπούς, και άρα μπορεί εύκολα να διαλυθεί διαχεόμενη (όλη ή μέρος της) σε νέα σχήματα. Προσεγγίσεις σαν την τελευταία, υπονοούν ότι οι υπάρχουσες οργανώσεις μπορούν να αποτελέσουν οι ίδιες προπλάσματα κομμουνιστικού φορέα -άποψη αντικειμενικά κοντόφθαλμη και ιδιαίτερα προβληματική- και άρα είναι αναντίρρητη ανάγκη η διατήρηση της δικής τους αυτοτέλειας (γι’ αυτές δε βλέπουμε να υπάρχουν αντίστοιχες συζητήσεις ενσωμάτωσης σε νέα σχήματα εξάλλου), αλλά όχι αναγκαία των μετωπικών σχημάτων στα οποία συμμετέχουν. Ας ελπίσουμε ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα αποδείξει ότι μπόρεσε να είναι κάτι καλύτερο από αυτό.
Σε κάθε περίπτωση, ας μην γελιόμαστε. Αυτό που ταλανίζει τον χώρο μας είναι “ο δρόμος του «όσοι πιστοί προσέλθετε», είτε από τη σκοπιά του «κομματικού» – «ανταρσύτικου» σεχταρισμού, είτε από τη σκοπιά του αντιπολιτικού «κινηματισμού» (που γενικά τείνουν να είναι συγκοινωνούντα δοχεία). Ο δρόμος που βλέπει μόνιμα «ανταγωνιστικά σχέδια» και όχι ταλαντευόμενους δυνητικούς συμμάχους.”[22]. Όπως το θέτουν και στη συνέχεια οι σύντροφοι, “Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν πρέπει να φοβηθεί. Πρέπει να αποδείξει με την πολιτική της γραμμή και τη μετωπική τακτική, ότι μπορεί και θέλει να γίνει, όχι στα λόγια, μα και στην πράξη επαναστατική.” Σήμερα, είναι αντικειμενικά δύναμη συντήρησης, οποιαδήποτε δύναμη αποφεύγει την ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών, εν μέσω μάλιστα ενός τοπίου γενικευμένης κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης και εν δυνάμει οργανικής κρίσης της αστικής στρατηγικής, στο όνομα ουσιαστικά της ασφάλειας του δρόμου που γνωρίζει να βαδίζει. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το δυναμικό της υπήρξε και βρίσκεται όντως στην πρώτη γραμμή των αγώνων για την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Δεν μπορεί να αφήσει στη μέση το δρόμο αυτό, μη επιχειρώντας να μετασχηματίσει το ερώτημα στο πολιτικό πεδίο. Εξάλλου, η πολιτική δεν είναι ακόμη μια σφαίρα πλάι στις άλλες· εκφράζει αντίθετα την υπέρβαση του κατακερματισμού σε διακριτές σφαίρες και την αποκάλυψη μιας εν δυνάμει ενοποιητικής δυναμικής, μιας ηγεμονικής διάστασης που επιτρέπει την επανεδραίωση του όλου απέναντι στο μερικό. Είναι λοιπόν αυτή που ενοποιεί τις επιμέρους αντιστάσεις, στη βάση μιας πολιτικής στρατηγικής που υπερβαίνει ακριβώς αυτή τη μερικότητα. Η διαπίστωση αυτή μας προφυλάσσει από δύο κλασικές λανθασμένες προσεγγίσεις – την “υπερπολιτική αντίληψη του πολιτικού” αλλά και την “κοινωνικίστικη-αυτονομίστικη αντίληψη του κοινωνικού”[23]. Σήμερα, που η καπιταλιστική κρίση αποκτά κυρίαρχα τη μορφή πολιτικής κρίσης, είναι κομβικής σημασίας η αντικαπιταλιστική αριστερά να αναμετρηθεί με το πολιτικό πεδίο και τα ερωτήματα που αυτό θέτει.
Και δυο λόγια, αναπόφευκτα, για το οργανωτικό ζήτημα και τη δημοκρατική συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Έχει καταλήξει κοινοτοπία η διαπίστωση ότι “το οργανωτικό είναι πολιτικό”. Συνήθως αυτή η, σωστή φυσικά, ατάκα χρησιμοποιείται για να υπεκφύγει της συζήτησης: δεν έχει νόημα να συζητάμε για οργανωτικά ζητήματα, στο βαθμό που υποκρύπτουν πολιτικές αποκλίσεις που δεν έχουν ακόμα επιλυθεί, και δεν μπορούν φυσικά να επιλυθούν με οργανωτικά μέτρα. Είναι σαφές ότι πράγματι, η οργανωτική συγκρότηση δεν μπορεί να βρίσκεται πολλά βήματα μπροστά από την πολιτική – σήμερα από την άλλη μας φαίνεται να βρίσκεται αρκετά βήματα πίσω… Εξάλλου, η ατάκα αυτή διαβάζεται φυσικά και ανάποδα: κάθε συζήτηση για το οργανωτικό υποκρύπτει μια τοποθέτηση για το πολιτικό, για το ποια αριστερά θέλουμε να είμαστε – η μορφή είναι οργανικό μέρος της ουσίας. Τα ζητήματα λειτουργίας δεν είναι απλά ζητήματα αποτελεσματικότητας, διεκπεραίωσης των πολιτικών καθηκόντων, ζητήματα τεχνικού χαρακτήρα· εκφράζουν μια αναδεικνύουν μια άλλη αντίληψη για την πολιτική οργάνωση και συμμετοχή, μια άλλη κουλτούρα και ηθική, μια αντίληψη τελικά για την κοινωνία που οραματιζόμαστε – με συναίσθηση φυσικά πάντα ότι η αριστερά δεν λειτουργεί ποτέ σε συνθήκες γυάλας σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία.
Η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναμετράται με αυτά τα ερωτήματα· και δεν τα απαντά και πολύ επιτυχημένα ως τώρα. Φυσικά, ένα εγχείρημα σαν αυτό, που είναι πραγματικά πρωτοπόρο και επεδίωξε -και κατόρθωσε σε ένα βαθμό- με τη δημιουργία του ακόμα, να ξεπεράσει χρόνιες αδυναμίες και παθογένειες του χώρου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, δεν έχει μπροστά του μια εύκολη πορεία. Πολύ περισσότερο, που αυτή η κουβέντα βασανίζει το κομμουνιστικό κίνημα από τις απαρχές του, χωρίς να υπάρχουν έτοιμες συνταγές και περπατημένοι δρόμοι. Από την άλλη, οφείλει να αναμετράται με τα ερωτήματα αυτά, αποφεύγοντας τις κλασικές συνταγές, την αναπαραγωγή λειτουργιών που αδυνατούν να εμπλέξουν το δυναμικό του αγώνα, κονκλαβίων, λογικών παραγοντισμού αλλά και τελικά αποκοπής από τις πραγματικές κοινωνικοπολιτικές διεργασίες, αποφυγής της ουσιαστικής συζήτησης, της κριτικής και αυτοκριτικής που είναι απαραίτητη για κάθε προχώρημα.
Η εμπλοκή του ίδιου του δυναμικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πολιτική συζήτηση και τη λήψη αποφάσεων είναι αναγκαίος όρος, καταρχήν για την ίδια την αποτελεσματικότητα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ποιος μπορεί να παράξει γραμμή, αν όχι το εκείνο το πολιτικό δυναμικό που εμπλέκεται στους χώρους που κινείται και παρεμβαίνει, αναμετράται με πραγματικά ερωτήματα και καλείται να απαντήσει καθημερινά από τη σκοπιά μιας επαναστατικής στρατηγικής; Πώς εξασφαλίζεται η διαλεκτική σχέση και διάδραση με τους κοινωνικούς αγώνες, αν όχι μέσα από αυτό το πολιτικό δυναμικό, που η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ευτυχώς διαθέτει; Ποια είναι τα όργανα εκείνα που καλούνται να χαράξουν πραγματική γραμμή για τη συνοικία, τον κλάδο, το χώρο εργασίας, αν όχι οι τοπικές και κλαδικές επιτροπές, που σήμερα στην πλειοψηφία τους έχουν είτε συντονιστικό ρόλο, είτε ρόλο διάχυσης της γραμμής από την ΚΣΕ, είτε απλά διακοσμητικό ρόλο; Φυσικά τα κεντρικά όργανα είναι αναγκαία για να κεντρικοποιούν και να κατευθύνουν πολιτικά τη δράση και την πολιτική παρέμβαση, αλλά δεν μπορεί να λειτουργούν ερήμην της βάσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Ως σήμερα δυστυχώς, δεν έχουμε καταφέρει να υπερβούμε τη λογική και τη δομή των υπάρχοντων σχηματισμών (είτε αστικών είτε της καθεστωτικής αριστερας): συγκεντρωτισμός στην κορυφή, χαλαρότητα στη βάση η οποία καλείται σε μια χαλαρή στράτευση, στην επικύρωση και υλοποίηση των αποφάσεων που λαμβάνονται σε άλλο επίπεδο. Ιδιαίτερα ελλειπής λειτουργία των τοπικών και κλαδικών επιτροπών, έλλειμμα οριζόντιας επικοινωνίας αλλά και ενημέρωσης, ενώ ακόμα και το Πανελλαδικό Συντονιστικό Όργανο έχει κυρίως διακοσμητικό χαρακτήρα (αν και γίνονται προχωρήματα, όπως στο τελευταίο ΠΣΟ του Ιουλίου). Παράλληλα, η ΚΣΕ επιφορτίζεται επί της ουσίας με το σύνολο της πολιτικής συζήτησης και των αποφάσεων, χωρίς να προβαίνει καν σε στοιχειώδη καταμερισμό εργασίας, χωρίς ανάδραση με τα υπόλοιπα όργανα, και με έλλειμμα δημοκρατίας, ενημέρωσης και διαφάνειας στη λειτουργία της. Φυσικά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν αποτελεί κόμμα· αποτελεί ωστόσο πρωτοπόρο εγχείρημα πολυτασικού φορέα που οφείλει να αναμετράται διπλά με τα ερωτήματα αυτά. Το θεμελιώδες ερώτημα που κρύβεται πίσω από αυτή τη συζήτηση είναι φυσικά τι είναι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Δυο προσεγγίσεις υπονοούνται: η πρώτη τη θεωρεί πράγματι ένα απλό μέτωπο κορυφής οργανώσεων για το συντονισμό και την κοινή δράση τους, ενώ θεωρεί (ρητά ή άρρητα) την οργάνωση ως τον πυρήνα του πολιτικού επαναστατικού υποκειμένου. Η δεύτερη, χωρίς να τη συγχέει με έναν κομμουνιστικό φορέα, αναγνωρίζει στο εγχείρημα μια διεργασία που επιδιώκει να αναμετρηθεί με περασμένες μορφές συγκρότησης και να λειτουργήσει ως όχημα για το βάθεμα της πολιτικοποίησης και της πολιτικής οργάνωσης. Κατά τη γνώμη μας, οι αναγκαιότητες της εποχής επιβάλλουν το άνοιγμα της συζήτησης με σοβαρούς όρους για το επαναστατικό πολιτικό υποκείμενο, τη σχέση κόμματος, μετώπου και κινήματος, τα χαρακτηριστικά και τους όρους συγκρότησης ενός νέου κομμουνιστικού φορέα και κόμματος. Στο πλαίσιο αυτό, οι αγκυλώσεις και η εμμονή σε στενά ιδεολογικά ρεύματα έχουν δείξει τα όρια τους· μια σύγχρονη επαναστατική θεωρία πρέπει να μπορεί να τροφοδοτείται από τις πιο ελπιδοφόρες παραδόσεις του κομμουνιστικού κινήματος και τις πιο πρωτοπόρες διεργασίες διαφόρων ρευμάτων, συνθέτοντάς τις σε ανώτερο επίπεδο, και αναμετρώμενη με το ερώτημα να παράξει θεωρία. Οι διεργασίες στο πολιτικό δυναμικό της αντικαπιταλιστικής αριστεράς δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί παρά να αποτελέσει ένα πρώτο πεδίο ζυμώσεων, σύνθεσης και πειραματισμού, με επίγνωση των ορίων της στην πορεία αυτού του δρόμου, και χωρίς αυτό να βάζει τρικλοποδιές στην πολιτική της παρέμβαση και πάλη στα μέτωπα της περιόδου.
Η συζήτηση αυτή είναι υπαρκτή και έντονη στο σύνολο σχεδόν του δυναμικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οργανωμένου και ανένταχτου. Η σημερινή πολιτική λειτουργία, που εκφράζει έναν συντηρητισμό, μια ατολμία να δείξουμε εμπιστοσύνη όχι στις διεργασίες των μαζών, αλλά του ίδιου του πολιτικού δυναμικού μας, μια βούληση να μην ταράζονται τα γνώριμα νερά (των αδιεξόδων μας τελικά), είναι κοντόφθαλμη και για τις ίδιες τις οργανώσεις που παρεμβαίνουν μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ· τουλάχιστον στο βαθμό που στρατεύονται στον αγώνα για έναν ουσιαστικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Επιπλέον, καταλήγει να οδηγεί στην αποστράτευση ένα σημαντικό κομμάτι ενός πολιτικού δυναμικού που είναι πρωτοπόρο κομμάτι του κινήματος, έχει υψηλή πολιτικοποίηση και επαναστατική κουλτούρα, και μπορεί να συμβάλλει τα μέγιστα σε όλες τις παραπάνω επεξεργασίες. Ένα δυναμικό που συστρατεύτηκε με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ από τη στιγμή της συγκρότησης της, πίστεψε στη δυνατότητα τα πράγματα να πάνε αλλιώς, και δυστυχώς ως σήμερα τείνει να διαψευστεί. Και που έχει καθαρό ένα πράγμα: ότι μπορεί να υπάρχουν αποκλίσεις, διαφορές στην τακτική και ακόμα και στρατηγικές διαφωνίες, αλλά αν δεν υπάρχει το πεδίο δημοκρατικής συζήτησης όλων αυτών, αναπαράγεται η γνωστή λειτουργία που αποδεδειγμένα οδηγεί σε σοβαρές παθογένειες, χωρίς καμία δυνατότητα παρέμβασης σε αυτή, και με διακοσμητικό το ρόλο των ανένταχτων αγωνιστών ως επίφαση νομιμοποίησης της θεώρησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως κάτι περισσότερο από ένα μέτωπο κορυφής οργανώσεων (και αυτό δεν καλύπτει πλέον τη συντριπτική πλειοψηφία ανένταχτων αλλά και οργανωμένων αγωνιστών).
Έτσι, οφείλουν να γίνουν άμεσα τα στοιχειώδη τουλάχιστον βήματα που θα εξασφαλίσουν το βάθεμα της δημοκρατικής συγκρότησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ: Συστηματοποίηση της λειτουργίας και την παρέμβασης των τοπικών επιτροπών, αναβάθμιση του πολιτικού τους ρόλου, αποφασιστικος χαρακτήρας τόσο για τοπικά όσο και για κεντρικά πολιτικά ζητήματα που αφορούν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οριζόντια επικοινωνία μεταξύ τους καθώς και με τα ανώτερα όργανα. Αναβάθμιση του ρόλου του Πανελλαδικού Συντονιστικού, ώστε να αποτελεί επί της ουσίας κυρίαρχο όργανο, με οργάνωση και διαφάνεια της πολιτικής συζήτησης στο εσωτερικό του. Συγκρότηση γραμματειών και συστηματική λειτουργία τους, με προτεραιότητα στις Γραμματείες Συνδικαλιστικού, Αντιφασιστικού και Οργανωτικού. Σοβαρός καταμερισμός ευθυνών με προσωπικές αναλήψεις, διάχυση των αρμοδιοτήτων στο δυναμικό εκείνο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που επιθυμεί να συνεισφέρει στον τομέα παρέμβασης ή ενδιαφέροντός του. Ενίσχυση της συγκρότησης σε περιφερειακό επίπεδο, με τοπικές συνδιασκέψεις με αποφασιστικό χαρακτήρα. Άμεση εύρεση γραφείων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ καθώς και άμεση συγκρότηση επιτροπής εντύπου, ώστε να επεξεργαστεί μια πρόταση για το χαρακτήρα του και την πρακτική οργάνωση της έκδοσής του. Παράλληλα, θα πρέπει επιτέλους να ξεπεράσουμε έναν τρόπο συζήτησης με βάση την ομοφωνία στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή, που καταλήγει σε αποφάσεις-σούπα που αδυνατούν να συμβάλλουν επί της ουσίας. Επιδιώκεται η ουσιαστική σύνθεση, αλλά χωρίς αυτό να μπλοκάρει τη δυνατότητα των οργάνων να λαμβάνουν αποφάσεις και πρωτοβουλίες, και φυσικά μακρυά από οποιαδήποτε λογική βέτο (με τεχνητές αποχωρήσεις ή εντάσεις, όπως είδαμε τελευταία, και με την προσπάθεια εύρεσης οποιασδήποτε δικαιολογίας για να παγώσει μια απόφαση). Τα όργανα ψηφίζουν και αποφασίζουν, πέρα από λογικές είτε κομπρεμί είτε μάχης στρατών, όπου η άλλη άποψη αντιμετωπίζεται με όρους ταξικού εχθρού. Ο τρόπος που συζητάμε και λειτουργούμε εκφράζει και την κουλτούρα και την αντίληψή μας όχι μόνο για την αριστερά αλλά και για την κοινωνία. Να ξεφύγουμε επιτέλους από παραδομένα σχήματα, από απλουστεύσεις του τύπου “οι οργανώσεις καπελώνουν” και “οι ανένταχτοι παραγοντίζουν ή γκρινιάζουν” και να τολμήσουμε να αναμετρηθούμε με τα πραγματικά ερωτήματα.
“…και ας αποφασίσουμε να κάνουμε όσα δεν έχουμε κάνει ως τώρα.”[24]
Ας σκεφτούμε λοιπόν την πολιτική αλλιώς. Ας ξεφύγουμε για λίγο από παραδομένα σχήματα, από τις ίδιες επαναλαμβανόμενες αναλύσεις, από τις ίδιες λειτουργίες, από τους ίδιους ανθρώπους, από τον ίδιο τρόπο να αντιλαμβανόμαστε την πολιτική, τις συμμαχίες, την κοινωνική παρέμβαση. Χωρίς “μεταμοντέρνες αποκλίσεις”, με οδηγό το μαρξισμό και την επαναστατική θεωρία, αλλά και χωρίς εύκολους αφορισμούς και πιστές αναπαραγωγές, συχνά χωρίς την στοιχειώδη κατανόηση, αναλύσεων που ανταποκρίνονταν σε άλλες αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες. Σε αυτό το δρόμο είναι κομβικός ο ρόλος που μπορεί να παίξει η νεολαία, τόσο σε κοινωνικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο πολιτικής πρωτοπορίας. Όχι προφανώς ως κάποιο νέο επαναστατικό υποκείμενο στη θέση των τάξεων, αλλά ως εκείνη η κοινωνική κατηγορία που λόγω των ειδικών όρων συγκρότησής της, υπήρξε πάντα κεντρικός παράγοντας των εξεγερσιακών και επαναστατικών διεργασιών, και που σήμερα βρίσκεται στον πυρήνα των πληττόμενων κομματιών της κοινωνίας. Έχει ειπωθεί πάρα πολλές φορές, αλλά είναι απολύτως αληθές: επαναστατικό δεν είναι αυτό που οχυρώνεται πίσω από τη διαρκή αναπαραγωγή σε επίπεδο λόγου της λέξης επανάσταση (όσο αναγκαίο κι αν είναι και αυτό σήμερα, ακόμα και ως αφήγηση). Επαναστατικό είναι αυτό που μπορεί να ανατρέψει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, άρα είναι αυτό που κατορθώνει να συγκροτεί μια γραμμή μαζών, και ταυτόχρονα είναι καινοτόμο και ανατρεπτικό. Η επαναστατική αριστερά δεν μπορεί να μη διαπλέκεται με τον πειραματισμό, την εμπιστοσύνη στις μάζες, τη δημοκρατία, το ριζοσπαστισμό σε επίπεδο λόγου και πρακτικών. Πάνω απ’ όλα, δεν μπορεί να φοβάται. Ο φόβος, που είναι παντού γύρω μας σήμερα, όσο όμως είναι και η ελπίδα και η βούληση για ανατροπή, είναι το πιο βαθύ συντηρητικό αντανακλαστικό, και δεν αντιστοιχεί στη δική μας αριστερά. Ας δράσουμε, ας δοκιμάσουμε, ας πειραματιστούμε· και ας κάνουμε λάθος. Την επόμενη φορά το λάθος θα είναι μικρότερο, οι δυνατότητες όμως θα είναι απείρως μεγαλύτερες. Ας μην κυνηγάμε διαρκώς φαντάσματα του παρελθόντος, χωρίς φυσικά να ξεχνάμε.
Βρισκόμαστε σήμερα σε ένα σημείο καμπής της ταξικής πάλης. Είναι διακύβευμα αν θα επικρατήσει ο συλλογικός δρόμος, νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, η κουλτούρα της αλληλεγγύης, της αξιοπρέπειας, του αγώνα, ή αν από την άλλη θα ζήσουμε νέες αγριότητες κοινωνικού κανιβαλισμού, ατομισμού και φασισμού. Πρόκειται στην πραγματικότητα για τον αγώνα της ζωής ενάντια στο θάνατο, κυριολεκτικά και μεταφορικά, και έτσι το δίλημμα σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα αποκτά νέα πνοή. Οφείλουμε να αποκαταστήσουμε, στο βαθμό που μας αναλογεί, την αισιοδοξία μέσα σε όλους μας, την πίστη ότι τα πράγματα μπορούν ακόμα να πάνε αλλιώς. Οι ιστορικές ευθύνες δεν πέφτουν γενικά και αόριστα στην αριστερά, σε μορφώματα και θολές αναφορές, αλλά στον καθένα και την καθεμία από μας, και προσωπικά. Πρέπει πλέον να αναμετρηθούμε με το ερώτημα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, παρά να επιτρέψουμε σε μια νέα συζήτηση να αναδυθεί, κάτι που περιλαμβάνει και την ενεργοποίηση νέων ανθρώπων, με διαφορετικές προσλαμβάνουσες, πολιτικοποιήσεις και όρους συγκρότησης. Δεν αντιστοιχεί στην αριστερά μας να καταστέλλει τη δημιουργικότητα, να καταπνίγει την προσπάθεια, να αναπαράγει τελικά την απαισιοδοξία. Ο κομμουνισμός είναι η νιότη του κόσμου[25]. Εμείς είμαστε η νιότη του κόσμου – φτάνει πια με την αίσθηση και την εικόνα κάτι κουρασμένων παληκαριών (ανεξαρτήτως ηλικίας φυσικά)… Ας μην αμφιβάλλουμε· η στιγμή είναι τώρα. Όπως σημείωσε ο Θανάσης Μανιάτης[26], η αντιφατική σημερινή περίοδος έχει μια αισιόδοξη και μια απαισιόδοξη πλευρά: Αφενός η κατάσταση φαίνεται δύσκολα αναστρέψιμη βραχυπρόθεσμα (θα προσθέταμε ότι σε αυτο παίζει σημαντικό ρόλο η αδυναμία του υποκειμενικού παράγοντα και της αριστεράς), αλλά αφετέρου, η κρίση του συστήματος θα παραμείνει για καιρό, δίνοντας τη δυνατότητα ριζικής ανατροπής της υφιστάμενης κατάστασης. Ωστόσο, όσο κι αν είναι προβληματική μια αντίληψη της μορφής “ή τώρα ή ποτέ”, οι δυνατότητες από την άλλη πλευρά δεν θα είναι αιώνιες, και στην ιστορία κενά δεν υπάρχουν: είτε θα ηγεμονεύσει το σχέδιο της αριστεράς είτε θα ηγεμονεύσουν ανταγωνιστικά, μαύρα σχέδια. Κατά την εύστοχη σημείωση του Άρη Χατζηστεφάνου, “Ίσως ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη ιστορία άνθρωποι διαφορετικών πολιτικών και ιδεολογικών καταβολών δεν ήταν τόσο πρόθυμοι να συγκρουστούν με την κυβέρνηση με ριζοσπαστικούς όρους που πάντα οραματιζόταν η Αριστερά. Και ίσως ποτέ άλλοτε αυτή η Αριστερά δεν ήταν τόσο «λίγη» για να τους εμπνεύσει και να εμπνευστεί από αυτούς. Τρέχα σύντροφε, οι αντικειμενικές συνθήκες σε κυνηγούν.”[27]
Βιβλιογραφία
Αλεξίου, Σ. και Γάτσιος, Β. «Για την αριστερά της Νίκης και της Ανατροπής», http://www.antarsya.gr/node/1315.
Ανδρίτσος, Θ., «Για την κατάσταση του κινήματος και τη συζήτηση στην Αριστερά», 09.05.2013, http://ilesxi.wordpress.com/2013/05/09/%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%B7/
ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α., «Ανοιχτή επιστολή της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. στις δυνάμεις της Αριστεράς και του μαχόμενου εργατικού κινήματος», 17.06.2013, http://www.antarsya.gr/node/1472.
ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α., «Πολιτική απόφαση της 2ης συνδιάσκεψης», 2 Ιούνη 2013, http://www.antarsya.gr/node/1442.
Barker, C. (2012). “”Not drowning but waving”: mapping the movement?”, draft form, 17th International
Conference on Alternative Futures and Popular Protest, Manchester, April.
Ένγκελς Φρ. (1976). Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασσικής γερμανικής φιλοσοφίας. Καρλ Μαρξ θέσεις για τον Φόυερμπαχ. Αθήνα: Θεμέλιο.
Καλαμπόκας, Γ. «Για τη συγκυρία και το ερώτημα της εξουσίας», http://www.anasynthesi.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=478&Itemid=502.
Κατάληψη δημαρχείου Αγίου Δημητρίου, «Κάλεσμα στην ανοιχτή λαϊκή συνέλευση του απελευθερωμένου δημαρχείου Αγίου Δημητρίου», 13.12.2008, http://katadimadim.blogspot.gr/search?updated-max=2008-12-13T14:56:00%2B02:00&max-results=30&start=327&by-date=false.
Κατσορίδας, Δ. (2008). Βασικοί σταθμοί του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα 1870-2001, ΑΡ.ΙΣΤΟ.Σ./Γ.Σ.Ε.Ε.: Αθήνα.
Κουζής, Γ. (2007). Τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος. Αποκλίσεις και συγκλίσεις με τον ευρωπαϊκό χώρο, Εκδόσεις Gutenberg: Αθήνα.
Kouvelakis, S. (2007). La France en révolte. Luttes sociales et cycles politiques, Paris: Textuel.
Μανιάτης, Γ. «Πολιτικός πραγματισμός, η πραγματικότητα της συγκυρίας, ο ρεαλισμός της επανάστασης», Πριν, 03/06/2012, http://aristeroblog.gr/node/811.
Μανιάτης, Θ. «Καπιταλιστική κρίση και επικαιρότητα του κομμουνισμού», πρώτη εκδήλωση διαλόγου για το 3ο Συνέδριο του ΝΑΡ, narnet.gr.
Ρίτσος, Γ. (1990), Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο. Ποιήματα, Αθήνα: Κέδρος.
Σκαμνάκης, Θ. «Στις υγρές μας παλάμες», Πριν, 01.09.2013, http://aristerovima.gr/blog.php?id=4392.
Στρατούλης, Δ., «Η επίμαχη “τροπολογία”, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι βουλευτές του», 24.10.2013, http://iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=13921:stratoulis-tropologia-syriza&catid=81:kivernisi&Itemid=198.
Φουρίκος, Κ., «ΑΝΤΙΦΑ, σημαίνει αντ-επίθεση!», 17.01.2013, http://ilesxi.wordpress.com/2013/01/17/%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CF%86%CE%B1-%CF%83%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CE%AF%CE%BD%CE%B5%CE%B9-%CE%B1%CE%BD%CF%84-%CE%B5%CF%80%CE%AF%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%B7-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B9%CF%82-19-%CE%B3/.
Χατζηστεφάνου, Α., «Τρέχα σύντροφε…», Unfollow, Ioύνιος 2013, http://info-war.gr/2013/06/%CF%84%CF%81%CE%AD%CF%87%CE%B1-%CF%83%CF%8D%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%B5/
[1] Το παρόν κείμενο κατατίθεται με αφορμή τη συνεδρίαση του Πανελλαδικού Συντονιστικού Οργάνου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το Σάββατο 3/11, αλλά φιλοδοξεί να θέσει κάποια ευρύτερα ζητήματα, που ξεφεύγουν της θεματολογίας της συγκεκριμένης συνεδρίασης.
[2] Γεγονός που γίνεται καθαρό από μια σειρά στοιχείων: τον πλούσιο σχετικό εσωτερικό γραπτό διάλογο, τις σχετικές ψηφοφορίες τόσο στις τοπικές επιτροπές όσο και στην ίδια τη συνδιάσκεψη, αλλά κυρίως το ότι αποτελεί κοινό τόπο στις συζητήσεις με όλο το δυναμικό εκείνο, οργανωμένο ή ανένταχτο, που βρίσκεται εντός ή στην περιφέρεια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Δυναμικό με ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, αναβαθμισμένη πολιτική παρέμβαση σε χώρους και υγιή πολιτικοποίηση, το οποίο θα μπορούσε εν δυνάμει να συνεισφέρει σημαντικά και πολύπλευρα στο εγχείρημα, αλλά συχνά αποθαρρύνεται έως και αποστρατεύεται στη βάση της αδυναμίας του τόσο να συμμετάσχει πραγματικά στην εσωτερική λειτουργία και τις αποφάσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εξαιτίας του οργανωτικού πλαισίου αλλά κυρίως του επικρατούντος modus vivendi, όσο και να πειστεί ότι υπάρχει ελπίδα για μια άλλη αριστερά. Αλλά σε αυτό το σημείο θα επανέλθουμε.
[3] Γιώργος Μανιάτης, “Πολιτικός πραγματισμός, η πραγματικότητα της συγκυρίας, ο ρεαλισμός της επανάστασης”, Πριν, 03/06/2012, http://aristeroblog.gr/node/811.
[4] Όχι φυσικά με εξωτερικό τρόπο, αλλά διδασκόμενη από τις κινήσεις των μαζών, με βάση πάντα τη κεντρική θέση ότι “ο παιδαγωγός πρέπει και ο ίδιος να διαπαιδαγωγηθεί” (Ένγκελς 1976: 86).
[5] Kouvelakis 2007: 24.
[6] Αντίστοιχοι προβληματισμοί περιλαμβάνονται στο κείμενο του Θάνου Ανδρίτσου, “Για την κατάσταση του κινήματος και τη συζήτηση στην Αριστερά”, http://ilesxi.wordpress.com/2013/05/09/%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%B7/ .
[7] Με βάση τον μαρξικό όρο σχετικά με το “social movement in general” (Barker 2012).
[8] Το εγχείρημα είναι εξαιρετικά φιλόδοξο για να επιχειρήσουμε να διεισδύσουμε σε αυτό στα πλαίσια του παρόντος κειμένου, αλλά θα μπορούσε να αποτελεί ξεχωριστό αντικείμενο μιας μελλοντικής επεξεργασίας. Εδώ θα προσπαθήσω να θίξω απλώς κάποιες πλευρές του ερωτήματος.
[9] Χαρακτηριστικά, το 97% των επιχειρήσεων απασχολεί έως 20 εργαζόμενους (Κατσορίδας 2008: 143).
[10] Μιλάμε σκόπιμα για περιθωριοποίηση, με βασικό στόχο το βάθεμα της εκμετάλλευσης τόσο των “περιθωριοποιημένων” όσο και των ακόμα “ενσωματωμένων” στρωμάτων, και όχι για αποκλεισμό, που θα εστίαζε στην οριζόντια (“εντός/εκτός”) αντί της κάθετης (“πάνω/κάτω”) αντίθεσης (Kouvelakis 2007: 45).
[11] Το 2004 η συνδικαλιστική πυκνότητα ήταν 28%, αρκετά χαμηλότερη από άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Κουζής 2007: 57-8), ενώ το 1989 ήταν 40,7% (Κατσορίδας 2008: 145).
[12] Για περισσότερα στοιχεία βλ. Κουζής 2007και Παλαιολόγος 2006.
[14] Αντίθετα με πολλές προσεγγίσεις, δεν θεωρούμε ότι καταλυτικό υπήρξε το γεγονός ότι ο Παύλος Φύσσας ήταν Έλληνας, ενώ οι προηγούμενες δολοφονίες και δολοφονικές απόπειρες ήταν κατά βάση ενάντια σε μετανάστες (διαπίστωση που θα κατέληγε στην ύπαρξη ενός ρατσιστικού αντανακλαστικού και μέσα στο αντιφασιστικό κίνημα, και όχι μόνο στην κοινωνία). Υπήρξε μια ποιοτική διαφορά, αυτή εδράζει όμως περισσότερο κατά τη γνώμη μας στην αντίθεση οργανικό κομμάτι της κοινωνίας/περιθωριοποιημένα στρώματα. Η υπόθεση του Φύσσα βιώθηκε ως η δολοφονία ενός από μας (με αυτό το εμείς δυνάμει οριζόμενο πολύ ευρεία) – για το αντιφασιστικό κίνημα δε, ακόμα περισσότερο, και οι κινητοποιήσεις ενάντια στη δολοφονία δεν είχαν απλά το χαρακτήρα αλληλεγγύης στους κατατρεγμένους (που όμως είναι ένα εξωτερικό σώμα σε σχέση με το εμείς, είναι ο Άλλος). Με τον ίδιο τρόπο είχε βιωθεί η δολοφονία του Γρηγορόπουλου, αν και τότε δόθηκε μεγαλύτερη μάχη για το ποια αφήγηση θα επικρατήσει – θυμίζουμε την αρχική προσπάθεια χαρακτηρισμού του Γρηγορόπουλου ως αναρχικού, κακομαθημένου κωλόπαιδου που προκάλεσε την αστυνομία, η οποία όφειλε να αμυνθεί. Η συζήτηση εδώ αφορά στην πραγματικότητα το ερώτημα για το ποια ζωή αξίζει να βιωθεί, θυμίζοντάς μας τον homo sacer του Αγκάμπεν. Στην περίπτωση του Γρηγορόπουλου, η αφήγηση που τελικά επικράτησε αποτελεί ξεκάθαρη νίκη του κινήματος, όπως στην περίπτωση του Φύσσα αποτελεί νίκη του κινήματος (και παρακαταθήκη από τον Δεκέμβρη) το γεγονός ότι δεν υπήρξε καν χώρος για να ανοίξει αυτή η συζήτηση.
[15] Τραγελαφική σημερινή όψη αυτής της λογικής: η πρόσφατη υπερψήφιση της τροπολογίας για την αναστολή χρηματοδότησης των κομμάτων από τον ΣΥΡΙΖΑ (και το παρών του ΚΚΕ), η οποία βασίστηκε στα άρθρα 187 και 187α περί εγκληματικής και τρομοκρατικής οργάνωσης. Η υπερψήφιση αυτή σήμανε αντικειμενικά την αποδοχή των τρομονόμων, καθώς και την αποδοχή της δίωξης στη βάση πολιτικών φρονημάτων και όχι ποινικών πράξεων. Η υπερψήφιση όπως σημειώνει ο ίδιος ο Δημήτρης Στρατούλης, αποτέλεσε μια “συμβολική κίνηση πολιτικής συναίνεσης για το συγκεκριμένο θέμα με δυνάμεις του μνημονιακού τόξου”. Δ. Στρατούλη, Η επίμαχη “τροπολογία”, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι βουλευτές του, http://iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=13921:stratoulis-tropologia-syriza&catid=81:kivernisi&Itemid=198. Εξαιρετική ήταν η τοποθέτηση για το θέμα αυτό του Γιάννη Ραχιώτη, στα πλαίσια της εκδήλωσης-συζήτησης της «Πρωτοβουλίας Νέας Σμύρνης ενάντια σε Φασισμό, Ρατσισμό και Κρατική Καταστολή», την Πέμπτη 24/10, με τίτλο «Το λαϊκό κίνημα απέναντι στο φασισμό και την κρατική καταστολή».
[16] Η διατύπωση αυτή προέρχεται από την πολιτική απόφαση της 2ης συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (http://www.antarsya.gr/node/1442), με βάση την τροπολογία που πρότεινε η τοπική επιτροπή της Καλλιθέας. Υπάρχει ωστόσο ακόμα σημαντική ολιγωρία στην εφαρμογή της σε κάποιες περιοχές (αν και σε πολλές, οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελούν πρωτοπόρο κομμάτι τέτοιων αντιφασιστικών πρωτοβουλιών). Πρέπει εδώ να είμαστε σαφείς: η ενδεχόμενη δράση άλλων μορφωμάτων, όπως της ΚΕΕΡΦΑ, δεν μπορεί να δρα με όρους υποκατάστασης ή αντίθεσης στις ενιαίες αντιφασιστικές επιτροπές, που οφείλουν να αποτελούν τον πυρήνα της οργάνωσης της αντιφασιστικής δράσης. Τέτοια μορφώματα μπορούν να είναι φυσικά βοηθητικά στην αντιφασιστική πάλη, δεν μπορούν όμως αντικειμενικά (λόγω της δομής τους, του τρόπου λειτουργίας, της πολιτικής κατεύθυνσης κλπ) να βρεθούν στο κέντρο της. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ οφείλει να δώσει όλες της τις δυνάμεις στη συγκρότηση αντιφασιστικών επιτροπών στις γειτονιές και τον συντονισμό τους. Για την οργάνωση της δουλειάς αυτής, απαιτείται άμεσα η συγκρότηση της αντιφασιστικής γραμματείας, που αποτελεί απόφαση από το καλοκαίρι και δεν έχει ακόμα προχωρήσει η στελέχωση και λειτουργία της (παρά και τα τελευταία γεγονότα).
[17] Βλέπε επίσης το κείμενο “ΑΝΤΙΦΑ, σημαίνει αντ-επίθεση!”, του Κώστα Φουρίκου, http://ilesxi.wordpress.com/2013/01/17/%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CF%86%CE%B1-%CF%83%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CE%AF%CE%BD%CE%B5%CE%B9-%CE%B1%CE%BD%CF%84-%CE%B5%CF%80%CE%AF%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%B7-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B9%CF%82-19-%CE%B3/.
[18] Δεν έχει νόημα να εισέλθουμε σε φοβερές λεπτομέρειες, άλλωστε η διαπίστωση αυτή αποτελεί κοινό τόπο σε όποιον βρισκόταν στην πορεία την μέρα εκείνη. Ας σκεφτούμε παρεμπιπτόντως την αντίθεση αυτής της εικόνας με το βράδυ της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου: εκεί, το άμεσο αντανακλαστικό και οι επιλογές που πάρθηκαν συνέβαλλαν καθοριστικά στην κλιμάκωση της σύγκρουσης και το μετασχηματισμό της αντίδρασης σε νεολαιίστικη εξέγερση (χωρίς φυσικά να υπονοούμε μηχανιστικές συνδέσεις, καθώς οι διαφορές μεταξύ των δυο συγκυριών και περιστατικών είναι τεράστιες).
[19] Χαρακτηριστική είναι η συζήτηση που γίνεται και για το κίνημα των πλατειών: πολλοί, ειδικά όσο περνάει ο καιρός, αποδίδουν με ευκολία ένα κομμάτι του στη Χρυσή Αυγή, και αφορίζουν με περίσσιο ελιτισμό τη μορφή και τα χαρακτηριστικά του. Η ανάγνωση αυτή δε θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερη απόσταση από την πραγματικότητα. Κανένα κίνημα δεν ανταποκρίνεται σε ιδεότυπους, αλλά και η μορφή που κάθε κίνημα παίρνει ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και ιδιαιτερότητες. Από εκεί και πέρα, η αρχική ενεργοποίηση και πολιτική συμμετοχή στα κινήματα έχει καταρχήν σαφώς προοδευτικό πρότυπο, καθώς επανεμπεδώνει τις αξίες της συλλογικότητας, της πολιτικής συμμετοχής κόντρα στην απάθεια και την παθητικότητα, της αλληλεγγύης κλπ. (γι’ αυτό ακριβώς το λόγο η Χρυσή Αυγή όχι μόνο δεν έχει συμμετάσχει καταρχήν ως τέτοια, αλλά έχει εναντιωθεί στην εμφάνιση κινημάτων και την κινηματική πρακτική του δρόμου). Το αν στη συνέχεια και εκ των υστέρων, η κοινωνική δυναμική του κινήματος και η αφήγηση που θα επικρατήσει θα εξακολουθήσει να έχει ανατρεπτικά χαρακτηριστικά ή θα ενσωματωθεί εξαρτάται κατά κόρον από τον υποκειμενικό παράγοντα και ιδιαίτερα την παρέμβαση της αριστεράς μέσα στο κίνημα. Αλλιώς, στο βαθμό που κανένα κίνημα ως τώρα δεν πέτυχε την ανατροπή του καπιταλισμού, όλα θα μπορούσε να θεωρηθούν ότι συνέβαλλαν (και θεωρήθηκαν έτσι από πολλούς καλοθελητές, ιδιαίτερα αυτούς που κουβαλάνε την ταυτότητα του “πρώην αριστερού”) στην εμπέδωση του καπιταλισμού. Η αντίληψη αυτή εμπεδώνει προφανώς τις πιο αντιδραστικές κατευθύνσεις και πρακτικές.
[20] Κυκλοφόρησε αρκετά ευρεία στο twitter τις μέρες που κορυφωνόταν η υστερική συζήτηση περί άκρων (από τον #adiasistos).
[21] Η αρθρογραφία που έχει κυκλοφορήσει πάνω στο θέμα είναι τεράστια και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Δε θα αποφύγουμε τον πειρασμό να παραπέμψουμε ωστόσο σε ένα χαρακτηριστικό κείμενο της κατάληψης του δημαρχείου του Αγίου Δημητρίου τον Δεκέμβρη του 2008, σχετικά με το τι είναι βία: http://katadimadim.blogspot.gr/search?updated-max=2008-12-13T14:56:00%2B02:00&max-results=30&start=327&by-date=false .
[22] Για την Αριστερά της Νίκης και της Ανατροπής, των Σπύρου Αλεξίου και Βασίλη Γάτσιου, http://www.antarsya.gr/node/1315 .
[23] Για τη συγκυρία και το ερώτημα της εξουσίας, του Γιώργου Καλαμπόκα, http://www.anasynthesi.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=478&Itemid=502 .
[24] “Ξέροντας τις δυσκολίες, ή μάλλον σπουδάζοντας τις δυσκολίες, και ξαναοργανώνοντας τις αναγκαιότητες, τις δικές μας και της εποχής, εξασκώντας την υπομονή μας και ανανεώνοντας τις αποφάσεις μας.”. Από το πρόσφατο κείμενο του Θανάση Σκαμνάκη στο Πριν, «Στις υγρές μας παλάμες», http://aristerovima.gr/blog.php?id=4392 .
[25] Από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου: «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο».
[27] Άρης Χατζηστεφάνου, “Τρέχα σύντροφε…”, Unfollow, Ioύνιος 2013, http://info-war.gr/2013/06/%CF%84%CF%81%CE%AD%CF%87%CE%B1-%CF%83%CF%8D%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%B5/
ΠΗΓΗ:http://ilesxi.wordpress.com/
ΠΗΓΗ:http://ilesxi.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου