Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Παύλος Σιδηρόπουλος 6 Δεκεμβρίου 1990 -- Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος 6 Δεκεμβρίου 2008







               

                  Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος:

           «Θα το δεις, εγώ θα γίνω διάσημος μια μέρα»




                      Παύλος Σιδηρόπουλος :

                         Άντε και Καλή Τύχη Μάγκες




  

   - Αλέξανδρος

Αν έχεις μεγαλώσει στα βόρεια προάστια, η ζωή του Αλέξη Γρηγορόπουλου σού μοιάζει με στερεότυπο αναγνωρίσιμο. Μητέρα κοσμηματοπώλης, πατέρας πολιτικός μηχανικός, ένα διαμέρισμα στο Ψυχικό με πισίνα, το σχολικό να σε γυρίζει σπίτι κι ο καθηγητής για τα ιδιαίτερα μαθήματα να σε περιμένει εκεί. Είναι κάπου στα 14 που το στερεότυπο αρχίζει να σε στενεύει. «Δεν ήταν καθόλου φλωράκι Ψυχικού», είναι το πρώτο που λέει η Αννα, η συμμαθήτριά του. Που θα πει, δεν ήθελε πια να είναι. Οι κολλητοί του τον φώναζαν Gregory, φορούσε φόρμες και αθλητικά, είχε μαλλιά ανάκατα με λαστιχάκι στον καρπό για να τα πιάνει όταν έπαιζε στο γκρουπάκι του κιθάρα.
Ο φίλος του που μου μιλάει προσπαθεί να θυμηθεί. «Αν ήσουν μαζί του σε συναυλία», λέει, «θα σε ρώταγε αν εκείνος θα το έπαιζε καλύτερα το κομμάτι. Αν ήσουν σε Ιντερνετ καφέ, θα σε ρώταγε πώς να κερδίσει στο παιχνίδι». Ο μικρός κάνει παύση. «Μόνο αν ήταν τώρα εδώ, δεν ξέρω τι θα ρώταγε…». Απ’ τον τρόπο που τονίζει το «τώρα», δεν γίνεται να μην καταλάβεις τι σκέφτεται. Ρωτάω κάτι, ίσα για να τον επαναφέρω.
«Ποιο ήταν το αγαπημένο του τραγούδι;». Το παιδί κομπιάζει. Μες στο παράλογο σύμπαν που ξημέρωσε απ’ το Σάββατο το πρωί, φοβάται πως αν ονομάσει μια απ’ τις ροκ μπαλάντες που τραγουδούσε με την κιθάρα ο Αλέξης, θα είναι σαν να τον λέει «αναρχικό» ή «ταραξία» ή ποιος ξέρει τι άλλο. Ξαφνικά το να ζεις την εφηβεία έγινε ύποπτο.

«Ηταν ήσυχος»

«Αλεξάκο, γεια...» – ένα χαρτάκι στο πεζοδρόμιο της Μεσολογγίου. Το «Α» του ονόματος σε κύκλο, κι ένα κερί κρατάει το χαρτί, να μην το πάρει ο αέρας. «Κάψτε – σπάστε – διασκεδάστε», στον τοίχο από πάνω, με μαύρο σπρέι. Ο Αλέξης δεν είχε σπάσει, ούτε κάψει ποτέ τίποτα. Γιατί δεν διασκέδαζε έτσι. «Ο Αλέξης», λέει ο φίλος του, «ήταν ήσυχος. Αν τον κούραζε το μάθημα, αν βαριόταν, θα μπορούσε να τον πάρει ο ύπνος μες στην τάξη, σαν μικρό παιδί. Δεν φοβόταν τους καθηγητές, αλλά δεν τον έδιωξαν απ’ του Μωραΐτη λόγω κακής διαγωγής. Δεν του άρεσε να διαβάζει, αυτό ήταν όλο». Τον ρωτάω για το μοιραίο βράδυ. Ο μικρός μετράει μία - μία τις λέξεις του: «Ολα τα άλλα παιδιά εκείνο το βράδυ ήταν πιο υποψιασμένα», λέει. «Δεν ήταν κακά παιδιά. Απλά, ήξεραν πού βρίσκονται. Ισως αυτό να έφταιγε – πως ο Αλέξης ήταν έτσι αθώος». Σαν να ακούω τη μάνα του Μιχάλη Καλτεζά: «Ο Μιχάλης» λέει –23 χρόνια μετά– «ήταν ζωηρό παιδί αλλά ήταν ανυποψίαστο. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως κάποιος μπορεί να θέλει να του κάνει κακό».
«Ελάτε αν σας βαστάει τσογλάνια». Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που είπε ο Επαμεινώνδας Κορκονέας πριν ευθυγραμμίσει την κάννη του με την καρδιά του παιδιού απέναντι. Στο «γιατί;» των συναδέλφων την επομένη, τραύλισε πως είδε σαν σε όραμα τον εαυτό του νεκρό σ’ ένα κρεβάτι, και τη γυναίκα με τα παιδιά του να κλαίνε που τον σκότωσαν στα Εξάρχεια. Και χωρίς να του επιτεθεί κανείς, πυροβόλησε. Γιατί είδε να του συμβαίνει αυτό, που ανάγκασε τη μάνα ενός παιδιού να ζήσει μία ώρα μετά.

«Δεν έχει σφυγμό!»

«Του σήκωσα την μπλούζα. Αιμορραγούσε». Μιλάει το παιδί που ήταν δίπλα στον Αλέξη. Αυτό που νομίζοντας πως ζει ακόμα, πάλευε να τον σύρει στο πεζοδρόμιο, να τον σώσει. «Βλέπω στο μυαλό μου συνέχεια την ίδια εικόνα», λέει ο Φώντας Παπαδημητρίου, που καθόταν δέκα μέτρα παραπέρα, σ’ ένα καφέ. «Μια φιγούρα ανθρώπου να κείτεται στο έδαφος, και μια άλλη φιγούρα να προσπαθεί να τον σύρει, να τον σηκώσει ξανά». Αν δεν έχεις δει άνθρωπο να πεθαίνει, είναι δύσκολο να το καταλάβεις: «Νόμιζα πως γλίστρησε το παιδί. Πως ήταν βρεγμένο το έδαφος και γλίστρησε».
«Δεν έχει σφυγμό!» – το αγόρι δίπλα στον Αλέξη ουρλιάζει. Σκυμμένο πάνω του, παίρνει τον πρώτο άνθρωπο που σκέφτεται στο τηλέφωνο. Τη μάνα μιας φίλης του, που είναι δικηγόρος. Οι αστυνομικοί στο βάθος, δύο σκιές που φεύγουν. Η δικηγόρος είναι η κυρία Χρύσα Πετσιμέρη. Τον Αλέξη τον ξέρει από παιδί. Μπαίνει στον Ευαγγελισμό σε κατάσταση αλλοφροσύνης. «Φέραν ένα παιδί σκοτωμένο εδώ. Πού είναι;». Σχεδόν αδιάφορα κάποιος της δείχνει στο βάθος. Στα κρεβάτια των ασθενών ο Αλέξης μόνος του, κάτωχρος. Ούτε γιατρός ούτε κανείς. Η μπλούζα σηκωμένη. Μια γάζα στην καρδιά. Νοσοκόμες περνούν και ούτε κοιτούν. «Είναι ζωντανό το παιδί;» – η κυρία Πετσιμέρη σταματάει μία. «Δεν ξέρω!». «Τι θα πει δεν ξέρετε;». «Οχι κυρία μου, δεν είναι ζωντανό. Νεκρό είναι». Η νοσοκόμα σχεδόν ενοχλημένη. Η κυρία Χρύσα κάνει παύση. «Του χάιδεψα τα μαλλιά. Σαν να χάιδευα του παιδιού μου τα μαλλιά».
Στον Ευαγγελισμό, τον Αλέξη τον παρέλαβαν οι νοσηλεύτριες σαν «άγνωστο». «Με το τραύμα που είχε, δεν μπορούσε να είχε σωθεί» λέει μια νοσηλεύτρια. Η κοινωνική υπηρεσία άδειασε τις τσέπες του παιδιού. Μια ταυτότητα με ημερομηνία γέννησης 25 Ιουνίου 1993, κι ένα κινητό. Η πρώτη καταχώριση έγραφε «μαμά». Η κοινωνική λειτουργός πάτησε το πλήκτρο κλήσης. Στο Ψυχικό, η μητέρα του Αλέξη άκουγε το κινητό της να χτυπά από το κινητό του γιου της, και μετά μια ξένη φωνή: «Ο γιος σας χτύπησε. Πάρτε μια φίλη σας κι ελάτε».
«Μια αξιοπρεπέστατη κυρία, δεν μπορείτε να φανταστείτε». Ετσι λέει η νοσοκόμα που οδήγησε τη μάνα στην αίθουσα των γιατρών. Ενας αστυνομικός από το Ανθρωποκτονιών με πολιτικά καθισμένος σ’ ένα τραπέζι. Δίπλα η μάνα, και μια φίλη της να την κρατάει. Η κυρία Χρύσα, η δικηγόρος, μπαίνει στην αίθουσα, πάει να της μιλήσει. Η μάνα την κοιτάει. «Πες μου. Τι έκανε το παιδί μου και το σκοτώσανε;». «Τι να της απαντήσω; Η κόρη μου ήταν κι αυτή καλεσμένη στη γιορτή στα Εξάρχεια, έτυχε και δεν πήγε. Ο Αλέξης είχε βγει να τον κεράσει ο φίλος του ο Νίκος που γιόρταζε. Τι να της απαντήσω;».

Ο φίλος του ο Νίκος

Ο Νίκος ζούσε στα Εξάρχεια κι ήταν πολύ φίλος με τον Αλέξη. Ο πιτσιρίκος που μου μιλάει γι’ αυτόν, δεν ήταν τόσο φίλος του. «Εγώ ήμουν “το παιδί του διπλανού θρανίου”», λέει. Μου εξηγεί πως εκείνο το βράδυ ο Νίκος είχε καλέσει την παρέα σ’ ένα Ιντερνετ καφέ. Ο Αλέξης δεν γινόταν να μην πάει. «Τέσσερα χρόνια πριν, ήταν ήδη μαζί με τον Νίκο απ’ την πρώτη μέρα που τους θυμάμαι στου Μωραΐτη. Την τελευταία μέρα, ήταν ακόμη με τον Νίκο». Ο Νίκος ήταν ο καλύτερος φίλος του Αλέξη. Ή μάλλον, είναι.
Ο Νίκος αγριεύει και φωνάζει στους δημοσιογράφους όταν τον παίρνουν τηλέφωνο. Δεκαπέντε χρονών, κοντούλης κι αδύνατος. Ενας απ’ τους δημοσιογράφους λέει πως τον τρομάζει αυτό το παιδί – δεν έχει ξαναδεί μάτια εφήβου έτσι θολά απ’ την οργή. Ο Νίκος δεν μιλάει σε κανέναν. Τα κανάλια τον έπιασαν μόνο στα πλάνα της κηδείας: ένα παιδί που κρατάει το φέρετρο. Που κρατιέται απ’ το φέρετρο. Κοιτάζω τη γυναίκα που οδηγεί στην πομπή. «Γιατί, αγόρι μου;». Η εικόνα είναι μακρινή, δεν έχει ήχο. Αλλά η γυναίκα το φωνάζει τόσες φορές, που διαβάζω τα χείλη της. «Γιατί, αγόρι μου;».

Ηρωας στα πανό

«Μία μέρα πριν, λέγαμε τι θα κάνουμε όταν τελειώσουμε το σχολείο». Η συμμαθήτρια του Αλέξη σε κοιτάζει σαν να μη σε βλέπει. «Ο Αλέξης μου είπε “εγώ δεν είμαι σίγουρος τι θα γίνω. Αλλά θα μάθουν όλοι το όνομά μου. Θα το δεις. Εγώ θα γίνω διάσημος μια μέρα». Μια μέρα μετά.
Το περασμένο Σάββατο, ο Αλέξης έγινε ο «ήρωας» στα πανό των αναρχικών. Την Κυριακή, έγινε ο «γνωστός - άγνωστος» στην ιστοσελίδα του CNN. Την Τρίτη, ο «δεκαπεντάχρονος Αλέξανδρος» στους μελό επικήδειους των καναλιών. Από σήμερα και μέχρι να «εξοστρακιστεί» η επόμενη σφαίρα στο στήθος κάποιου παιδιού, θα είναι ο «Ανδρέας – Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, ετών 15» πάνω στη μαρμάρινη πλάκα.

                                              Της Μαριλης Μαργωμενου 

πηγη:http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_1_14/12/2008_296045

            


                   

Το πρωί του Σαββάτου 6 Δεκεμβρίου 2008, σε ένα συμπόσιο ψυχοθεραπευτών για τα προβλήματα της νεολαίας στο κέντρο της Αθήνας το μήνυμα ήταν σαφές: Η κοινωνικοπολιτική πίεση που ασκείται στους νέους ανθρώπους ήταν αναπόφευκτο πως, κάποια στιγμή, θα ξέσπαγε με απρόβλεπτες συνέπειες. 

πηγη:tvxs.gr                   


                                  



  - Παύλος

 Πριν από 22 ακριβώς χρόνια, στις 6 Δεκεμβρίου 1990, «έφυγε» ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής ροκ μουσικής. Ο συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής Παύλος Σιδηρόπουλος, παρόλο που έζησε μόλις μέχρι την ηλικία των 42 ετών, άφησε πίσω του αξιοσημείωτη μουσική κληρονομιά με αντοχή στο χρόνο και επιρροή στους νέους καλλιτέχνες.

Ο Παύλος Σιδηρόπουλος γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου 1948 στην Αθήνα. Ήταν δισέγγονος του Αλέξη Ζορμπά και ανιψιός της ποιήτριας Έλλης Αλεξίου.
Ως παιδί, δεν σπούδασε μουσική - παρόλο που το ταλέντο του είχε φανεί από πολύ νωρίς - διότι δεν το θέλησε ο πατέρας του. Στα εφηβικά του χρόνια άρχισε να ακούει κυρίως ροκ εντ ρολ.
Η μουσική του πορεία ξεκίνησε το 1970 στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδαζε μαθηματικός στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Εκεί, γνώρισε τον Παντελή Δεληγιαννίδη, με τον οποίο δημιούργησαν το ντουέτο «Δάμων και Φιντίας». Στη συνέχεια, κατέβηκαν στην Αθήνα και μέσα στη διετία 1970-71 ηχογράφησαν για τη δισκογραφική εταιρεία Lyra τον πρώτο τους μικρό δίσκο 45 στροφών, με τα τραγούδια «Ξέσπασμα» και «Ο κόσμος τους». Επιπλέον, συμμετείχαν στη ζωντανή ηχογράφηση «Ζωντανοί στο Κύτταρο» με τα κομμάτια τους «Απογοήτευση» και «Ο γέρο-Μαθιός».
 


Ένα από τα ομορφότερα τραγούδια του Παύλου Σιδηρόπουλου: «Στην Κ.»


Το 1972 ενσωματώθηκαν στη ροκ μπάντα «Μπουρμπούλια». Καρπός αυτής της συνεργασίας ήταν ένας δίσκος που, μεταξύ άλλων, περιλάμβανε το γνωστό τραγούδι «Ο Ντάμης ο ληστής», το οποίο, εξαιτίας του φόβου της λογοκρισίας, μετονομάστηκε σε «Ο Ντάμης ο Σκληρός».
Εν μέσω δικτατορίας, το σχήμα διαλύθηκε και τα «Μπουρμπούλια» ακολούθησαν τον Διονύση Σαββόπουλο.
Από το 1974 έως το 1976, ο Σιδηρόπουλος συνεργάστηκε με τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Μετά τις πρώτες πρόβες, ο ίδιος είχε αναφέρει: «O Μαρκόπουλος σχεδόν απαγόρεψε στον οποιονδήποτε φίλο του να με πλησιάσει. Με σύστηνε πάντα με χαμόγελο ως "ο ροκ επικίνδυνος τρόπος ζωής", αλλά φαίνεται ότι ασκούσα κάποια έλξη πάνω του γι' αυτόν ακριβώς τον τρόπο ζωής». Συμμετείχε ως τραγουδιστής σε τρεις δίσκους του Μαρκόπουλου: «Θεσσαλικός κύκλος», «Μετανάστες» και «Οροπέδιο».
Στο μεταξύ, αρνήθηκε να κάνει τη στρατιωτική του θητεία. Σχετικά με αυτό, είχε πει: «Την άνοιξη του 1976 με ενάμιση μήνα Τρίπολη, είκοσι μέρες 401 και τέσσερα ηλεκτροσόκ, πήρα τρελόχαρτο".
 


«Ληστέψανε τη τράπεζα και τι με νοιάζει εμένα
δεν είμαι με κανένα.
Σου λεω καλά της κάνανε γιατί μας προκαλούσε
γεμάτη εκατομμύρια ενώ κι ο θεός πεινούσε»


Στα τέλη του 1977, δημιούργησε, μαζί με τους Βασίλη και Νίκο Σπυρόπουλο, το γκρουπ «Σπυριδούλα» και κυκλοφόρησαν έναν από τους πιο επιτυχημένους  δίσκους της ελληνικής ροκ δισκογραφίας, τον «Φλου». Ωστόσο, και αυτό το συγκρότημα διαλύθηκε, αφήνοντας πίσω του έναν ολοκληρωμένο ροκ ήχο και μια σειρά συναυλιών.
Το 1979, δημιούργησε το σχήμα «Εταιρία Καλλιτεχνών».Έπαιζαν ροκ εντ ρολ της δεκαετίας 1955-1965, αλλά και δικά τους κομμάτια, τα οποία, αν και σχεδίαζαν να δισκογραφήσουν, αυτό δεν έγινε ποτέ.
Την ίδια περίοδο, ο Σιδηρόπουλος έκανε και το κινηματογραφικό του ντεμπούτο ως πρωταγωνιστής στην ταινία του Αντρέα Θωμόπουλου «Ο Ασυμβίβαστος», ενώ  ερμήνευσε και τα τραγούδια της ταινίας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται τα πολύ γνωστά "Να μ' αγαπάς" και "Κάποτε θα 'ρθουν".  Σε συνέντευξή του, είχε αναφέρει σχετικά: «Μια μέρα,  με πήρε τηλέφωνο ο Αντρέας και μου είπε:  "Έχω γράψει ένα έργο για πάρτη σου, μοιάζει πολύ με τη ζωή σου." Η αλήθεια είναι ότι εγώ το βρήκα λίγο μελό. Ο Αντρέας μου επεσήμανε ότι στην πορεία θα  το άλλαζε και θα το έκανε πιο πειστικό και ανθρώπινο, αλλά τελικά δεν το έκανε. Ομολογώ ότι συμμετείχα στην ταινία με μαύρη καρδιά».
 


Σκηνή απο την ταινία «Ο ασυμβίβαστος»


Στη συνέχεια, έπαιξε στην ταινία «Αλδεβαράν» με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Πουλικάκο, η οποία προβλήθηκε μόνο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Στη μικρή καριέρα του ως ηθοποιός, περιλαμβάνεται και μια τηλεοπτική εμφάνιση στο σήριαλ του Κώστα Φέρρη «Οικογένεια Ζαρντή», που προβλήθηκε από την ΕΡΤ1.
Η συνεχής αλλαγή συνεργατών στη μουσική σταμάτησε το 1980. Ο Σιδηρόπουλος κατέληξε σ' ένα σχήμα, τους «Απροσάρμοστους», και, με μικρές αλλαγές, έπαιξε μαζί τους μέχρι το τέλος.
Το 1982 κυκλοφόρησαν το δίσκο «Εν Λευκώ», ο οποίος αντιμετώπισε προβλήματα λογοκρισίας για προτροπή στη χρήση ναρκωτικών και για προσβολή της δημοσίας αιδούς. Το 1985 κυκλοφόρησαν σε παραγωγή Δημήτρη Πουλικάκου το δίσκο «Zorba the freak» και το 1989 το «Χωρίς Μακιγιάζ» που ήταν ζωντανά ηχογραφημένος στο «Μετρό».
Στο μεταξύ, ο Σιδηρόπουλος όλα αυτά τα χρόνια δεν έκανε δική του οικογένεια, παρόλο που, όπως επισημαίνουν  κοντινά του πρόσωπα, ερωτευόταν με πάθος και δινόταν ολοκληρωτικά. Για τις γυναίκες και τη σχέση του μαζί τους έλεγε χαρακτηριστικά: "Η γυναίκα είναι ο καθρέφτης μας. Είναι το πλάσμα που αγαπάμε στο έπακρο και μισούμε στο έπακρο ταυτοχρόνως, όπως εμπεριέχουμε το Σατανά και το Θεό μαζί...".
Στις αρχές της δεκαετίας του '80, η υγεία του είχε ήδη αρχίσει να κλονίζεται, λόγω της χρήσης ναρκωτικών. Το φθινόπωρο του 1979, όταν ήταν 31 ετών, ξεκίνησε η σχέση του με την ηρωίνη. Στην αρχή, ο ίδιος πίστευε ότι δεν είχε τίποτα να χάσει και ότι θα μπορούσε να ξεμπλέξει εύκολα. Ωστόσο, σύντομα αντιλήφθηκε το αδιέξοδο, κάτι που φάνηκε τόσο στους στίχους των κομματιών του, όσο και σε συνεντεύξεις του. Πολλές φορές έκανε προσπάθειες να ξεφύγει και κατόρθωνε για κάποια χρονικά διαστήματα να παραμείνει "καθαρός". Δυστυχώς, όμως, παρ’ όλες αυτές τις προσπάθειες που γίνονταν κυρίως ατομικά και χωρίς ποτέ να ενταχθεί σε κάποιο πρόγραμμα αποτοξίνωσης, τελικά δεν τα κατάφερε.
 


Εν κατακλείδι, 1978 (Άλμπουμ: Φλου). Στίχοι: Παύλος Σιδηρόπουλος
«Κατά τα άλλα εσείς
που 'σαστε υγιείς
και αξιοπρεπείς
βοηθήστε μας και λίγο.
Δώστε μας πνοή
στέγη και τροφή
μια ιδέα στεγανή
που να μην μπάζει κρύο».


Την άνοιξη του 1990, έφυγε από τη ζωή η μητέρα του, στην οποία είχε μεγάλη αδυναμία, γεγονός που τον κατέβαλε ακόμα περισσότερο. Λίγους μήνες αργότερα, αντιμετώπισε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας με το χέρι του (η διάγνωση του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών της 18ης Αυγούστου του 1990 ήταν «πάρεση βραχιόνιου αριστερού πλέγματος») και η κακή ψυχολογία του επιδεινώθηκε. Παρ’ όλο που η κατάσταση του χεριού του ήταν πολύ σοβαρή και πιθανώς μη αναστρέψιμη, ετοίμασε με το συγκρότημά του, τους "Απροσάρμοστους", τον καινούργιο του δίσκο (πρόκειται για το μεταθανάτιο άλμπουμ Άντε και Καλή Τύχη Μάγκες) και έδωσε συναυλίες.
Στις 6 Δεκεμβρίου του 1990, έπεσε σε κώμα στο σπίτι μιας γνωστής του στο Νέο Κόσμο και άφησε την τελευταία του πνοή κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο "Ευαγγελισμός", χάνοντας τη μάχη με την ηρωίνη.
Κηδεύτηκε στις 10 Δεκεμβρίου του 1990, στο κοιμητήριο του Κόκκινου Μύλου στη Νέα Φιλαδέλφεια, παρουσία ελάχιστων επωνύμων αλλά πλήθος κόσμου που είχε κατακλίσει το χώρο για να του πει το τελευταίο αντίο.

πηγη:tvxs.gr


Δείτε αυτή την ιστοσελίδα ,αξίζει...: http://pavlos-sidiropoulos.gr/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου