Σήμερα το απόγευμα η Νίκαια βροντοφώναξε ΟΧΙ στους μαχαιροβγάλτες της Χρυσής Αυγής!
Πάνω από 2000 ντόπιοι και μετανάστες δώσαμε βροντερό παρόν στην πλατεία Αγ.Νικολάου κι ενωμένοι διατρανώσαμε την απόφαση μας να μην επιτρέψουμε στους μαχαιροβγάλτες της Χρυσής Αυγής να αλώσουν την πόλη μας. Στην πορεία συμμετείχαν η πακιστανική κοινότητα, η Κίνηση “Απελάστε το Ρατσισμό”, η ΚΕΕΡΦΑ, η Ανταρσυα, ο Σύριζα, αλλά και άλλες συλλογικότητες και αντιρατσιστές που δεν θέλουν η Νίκαια να μετατραπεί σε Άγιο Παντελεήμονα. Παρών ήταν και ο πρώην δήμαρχος Νίκαιας, Στέλιος Μπενετάτος, επικεφαλής της δημοτικής παράταξης του ΚΚΕ “Δημοκρατική Ενότητα”.
Η πορεία ξεκίνησε με πολύ παλμό από την πλατεία του Αγ.Νικολάου, πέρασε από την οδό Λαοδικείας, από το αστυνομικό τμήμα Νίκαιας και κατέληξε πάλι στην πλατεία του Αγ.Νικολάου ενώ τα συνθήματα που δονούσαν την ατμόσφαιρα ήταν:
“ΟΥΤΕ ΣΤΗ ΝΙΚΑΙΑ ΟΥΤΕ ΠΟΥΘΕΝΑ, ΤΣΑΚΙΣΤΕ ΤΟΥΣ
ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΣΕ ΚΑΘΕ ΓΕΙΤΟΝΙΑ”
πηγη:http://anarhogatoulis.blogspot.gr/2012/07/blog-post_06.html#more
4 + 1 ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΗΣ
«Οι μετανάστες μας ρίχνουν τα μεροκάματα. Μας παίρνουν τις δουλειές!»
Αν οι μετανάστες ρίχνουν τα μεροκάματα και μας παίρνουν τις δουλειές, πώς δικαιολογούνται οι εξαγγελίες για 150.000 απολύσεις στο δημόσιο τομέα, στον οποίο δεν εργάζονται μετανάστες; Γιατί υπάρχουν άνεργοι γιατροί, δικηγόροι, δάσκαλοι, κλάδοι στους οποίους η παρουσία μεταναστών είναι ανύπαρκτη; Και δηλαδή, για να έχουμε καλό ερώτημα: οι μετανάστες πλουτίζουν εις βάρος μας; Οι μετανάστες μας ζητάνε κάθε πρωί επίμονα το νοίκι; Οι μετανάστες μας κόβουν τους μισθούς και μας απολύουν; Οι μετανάστες διαλύουν τις συγκοινωνίες και εξαφανίζουν τις συντάξεις;
«Οι μετανάστες είναι πολλοί. Δεν τους σηκώνει η χώρα!»
Φαίνεται όμως πως και οι ντόπιοι “είμαστε πολλοί” και η “χώρα δεν μας σηκώνει”! Τα αφεντικά μας μετρούν, μας ξαναμετρούν και όλο και περισσεύουμε. Με τις μαζικές απολύσεις, την περικοπή επιδομάτων για τους ανέργους, τις έγκυες γυναίκες κ.ο.κ. δείχνουν έμπρακτα πώς θα ξεφορτωθούν το βάρος (ναι, εμείς είμαστε αυτοί). Κι αν οι μετανάστες είναι σήμερα αυτοί που “δεν χωράνε” οδηγούμενοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ανά την επικράτεια, αύριο θα είναι οι άνεργοι, οι άποροι, οι γυναίκες, οι άστεγοι. Οπότε για το οικονομικό σύστημα όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε, όλοι περισσεύουμε.
«Δεν τους προσκαλέσαμε. Να φύγουν!»
Ούτε οι ίδιοι προσκάλεσαν όλους του στρατούς του κόσμου στα μέρη τους. Μετά το 2001, με το εγκληματικό πρόσχημα του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας” οι χώρες προέλευσης των μεταναστών που ζούνε σήμερα στη χώρα μας (Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ιράκ…) ισοπεδώθηκαν, αναγκάζοντάς τους να τις εγκαταλείψουν. Το ελληνικό κράτος όχι μόνο δεν ήταν (και είναι) αμέτοχο σε αυτούς τους πολέμους, αλλά συμμετείχε εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των ελληνικών αφεντικών που πάνω στα πτώματα είδανε επενδύσεις.
«Και μένα τι με νοιάζουν όλα αυτά; Εγώ θέλω την ησυχία μου…»
Τα μεταναστευτικά ρεύματα από την Ελλάδα αυξάνονται με ραγδαίους ρυθμούς. Αυστραλία, Αμερική, Γερμανία… Η καπιταλιστική κρίση όμως δεν είναι ελληνικό φρούτο. Όταν ακούμε για κρίση η επόμενη λέξη που μας έρχεται στο μυαλό πρέπει να είναι η μετανάστευση. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες που ήδη εγκαταλείπουν μαζικά τη χώρα μόνο ροδοπέταλα δεν θα συναντήσουν στο δρόμο τους. Η εργασιακή επισφάλεια, τα εξοντωτικά ωράρια, ο ρατσισμός δεν θα αφορούν πλέον μόνο τους προερχόμενους από τις λεγόμενες χώρες του τρίτου κόσμου, αλλά και τους μέχρι προσφάτως ευημερούντες Ευρωπαίους (βλ.εμάς). Οπότε στην εικόνα του μετανάστη πρέπει να βλέπουμε την εικόνα από το δικό μας μέλλον. Στο χέρι μας είναι να κατανοήσουμε πως ντόπιοι και μετανάστες βράζουμε στο ίδιο καζάνι της φτώχειας, και μόνο με κοινούς αγώνες θα καταφέρουμε να το τουμπάρουμε.
«Και σαν τι να γίνει δηλαδή…;»
Όλοι εμείς, ντόπιοι και μετανάστες, μπορούμε να «χτίσουμε» δομές αλληλεγγύης (π.χ συλλογικές κουζίνες, χαριστικά παζάρια ρούχων) σε κάθε γειτονιά -από το Μαντούκι μέχρι τη Γαρίτσα- με σκοπό να λειτουργήσουν σαν κινήσεις αντιμετώπισης της φτώχειας που αντιμετωπίζουμε όλοι, αλλά και σαν πεδία γνωριμίας και συγκρότησης σχέσεων μεταξύ μας. Μπορούμε επίσης δημιουργώντας πρωτοβουλίες/ομάδες ατόμων να προστατεύουμε τους μετανάστες γείτονές μας από τις εξώσεις που αυξάνονται το τελευταίο διάστημα, εκφράζοντας έτσι έμπρακτα πως, στις γειτονιές μας τα κοινά της στέγης και του φαγητού είναι κτήμα όλων!
ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΕΛΑΙΑ
μεσω indymedia
πηγη:http://anarhogatoulis.blogspot.gr/2012/07/41.html
"Το πρόσωπο του τέρατος και ο φόβος μήπως το συνηθίσουμε"
Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά.
(...)
Από την ώρα που ο Frankenstein γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, o κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένιση του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται. Κι εγώ με τη σειρά μου δεν φοβάμαι τίποτα περισσότερο, απ το μυαλό της κότας. Απ το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή μ ένα σκύλο, ή τέλος πάντων, μ ένα ζώο δυνατό πού βρυχάται. Τί να τους πω και πώς να τους το πω; Και μήπως δεν είναι εξευτελισμός, αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω τις σκέψεις μου, κάτω από φράσεις απλοϊκές και ηλίθια νοήματα, για να καθησυχάσω τυχόν τη φιλυποψία μιας κότας, που όμως έχει άνωθεν τοποθετηθεί για να μας ελέγχει και να μας καθοδηγεί;
Η υποταγή ή ο εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, ή συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να μιλάμε; Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή, πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοήθα να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος, που προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά.
Το τέρας σχηματίζεται από τα ζώα κι απ τους εχθρούς.
Θα σας θυμίσω μια συνομιλία τότε, μέσα στη τάξη του σχολείου. Με πλησιάζει ένας ψηλός συμμαθητής, μ ένα δυσάρεστο έκζεμα στο δέρμα του προσώπου του, στραβή τη μύτη και ξεθωριασμένα τα μαλλιά του, ακατάστατα. Ήταν η πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς.
- Πώς λέγεσαι, ρωτάει, ενώ πλάι του είχαν σταθεί αμίλητοι δυο άλλοι, δικοί του φίλοι.
- Βασίλης, του απαντώ.
- Και που μένεις, εκείνος εξακολουθεί.
- Πάνω στο λόφο, του λέω και τον κοιτώ στα μάτια. Εκείνος χαμογέλασε κι άφησε να φανούν τα χαλασμένα δόντια του. Μου λέει:
- Εγώ μένω στην απέναντι όχθη. Είσαι λοιπόν εχθρός. Και μου δίνει μια στο κεφάλι με το χέρι του, που με πονάει ακόμα τώρα σαν το θυμηθώ. Τον κοιτάζω έτοιμος να κλάψω. Μα συγκρατιέμαι. Αυτός σκάει στα γέλια και χάνεται. Προς το παρόν. Γιατί θα τον ξαναδώ: Εισπράκτορα, εκπαιδευτή στο στρατό, τηλεγραφητή, κλητήρα στο υπουργείο, αστυνόμο, μουσικό στην ορχήστρα, παπά στην ενορία, συγκάτοικο στην πολυκατοικία, γιατρό σε κρατικό νοσοκομείο και τέλος νεκροθάφτη, όταν πετύχει να με θάψει.
(...)
Πώς θ αντιδράσουμε και πώς δε θα συμβιβαστούμε με το τέρας;
(...)
Κυριακή, 30 Ιουλίου 1978 -Από το βιβλίο: «Τα Σχόλια του Τρίτου», Εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1980.
(...)
Από την ώρα που ο Frankenstein γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, o κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένιση του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται. Κι εγώ με τη σειρά μου δεν φοβάμαι τίποτα περισσότερο, απ το μυαλό της κότας. Απ το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή μ ένα σκύλο, ή τέλος πάντων, μ ένα ζώο δυνατό πού βρυχάται. Τί να τους πω και πώς να τους το πω; Και μήπως δεν είναι εξευτελισμός, αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω τις σκέψεις μου, κάτω από φράσεις απλοϊκές και ηλίθια νοήματα, για να καθησυχάσω τυχόν τη φιλυποψία μιας κότας, που όμως έχει άνωθεν τοποθετηθεί για να μας ελέγχει και να μας καθοδηγεί;
Η υποταγή ή ο εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, ή συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να μιλάμε; Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή, πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοήθα να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος, που προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά.
Το τέρας σχηματίζεται από τα ζώα κι απ τους εχθρούς.
Θα σας θυμίσω μια συνομιλία τότε, μέσα στη τάξη του σχολείου. Με πλησιάζει ένας ψηλός συμμαθητής, μ ένα δυσάρεστο έκζεμα στο δέρμα του προσώπου του, στραβή τη μύτη και ξεθωριασμένα τα μαλλιά του, ακατάστατα. Ήταν η πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς.
- Πώς λέγεσαι, ρωτάει, ενώ πλάι του είχαν σταθεί αμίλητοι δυο άλλοι, δικοί του φίλοι.
- Βασίλης, του απαντώ.
- Και που μένεις, εκείνος εξακολουθεί.
- Πάνω στο λόφο, του λέω και τον κοιτώ στα μάτια. Εκείνος χαμογέλασε κι άφησε να φανούν τα χαλασμένα δόντια του. Μου λέει:
- Εγώ μένω στην απέναντι όχθη. Είσαι λοιπόν εχθρός. Και μου δίνει μια στο κεφάλι με το χέρι του, που με πονάει ακόμα τώρα σαν το θυμηθώ. Τον κοιτάζω έτοιμος να κλάψω. Μα συγκρατιέμαι. Αυτός σκάει στα γέλια και χάνεται. Προς το παρόν. Γιατί θα τον ξαναδώ: Εισπράκτορα, εκπαιδευτή στο στρατό, τηλεγραφητή, κλητήρα στο υπουργείο, αστυνόμο, μουσικό στην ορχήστρα, παπά στην ενορία, συγκάτοικο στην πολυκατοικία, γιατρό σε κρατικό νοσοκομείο και τέλος νεκροθάφτη, όταν πετύχει να με θάψει.
(...)
Πώς θ αντιδράσουμε και πώς δε θα συμβιβαστούμε με το τέρας;
(...)
Κυριακή, 30 Ιουλίου 1978 -Από το βιβλίο: «Τα Σχόλια του Τρίτου», Εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1980.
πηγη:http://poetrybar.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου