F
«Η Μαρίκα έζησε όπως και το λαϊκό τραγούδι: σύντομα αλλά συγκλονιστικά», Στ. Περπινιάδη
Το κανονικό της όνομα ήταν Ευαγγελία Αταμιάν, όμως δεν έμελλε ποτέ να γίνει γνωστή μ' αυτό. Από την πρώτη φορά που ανέβηκε στο πάλκο μέχρι την στιγμή που έφυγε από την ζωή, σαν σήμερα το 1957, την φώναζαν Μαρίκα Νίνου.
Η Μαρίκα ήταν αρμένικης καταγωγής. Όπως συμβαίνει με κάθε μύθο, υπάρχουν πολλές εκδοχές για την γέννησή της. Ο δημοσιογράφος Πάνος Γεραμάνης στη συλλογή «Μαρίκα Νίνου - τα μεγάλα πορτρέτα» ισχυρίζεται ότι η Νίνου γεννήθηκε το 1918 στον Καύκασο. Ο Κώστας Χατζηδουλής, στο βιβλίο του «Βασίλης Τσιτσάνης - η ζωή μου, το έργο μου», αναφέρει ως τόπο γέννησης την Κωνσταντινούπολη και η ανηψιά της, Γκιούλα Αταμιάν-Ανσεριάν, υποστηρίζει πως η μικρή Ευαγγελία γεννήθηκε εν πλω το 1922, πάνω στο καράβι «Ευαγγελίστρια» που έφερνε τη μάνα της και την οικογένειά της από τη κατεστραμμένη Σμύρνη στον Πειραιά.
Μεγάλωσε στις προσφυγικές γειτονιές της Κοκκινιάς και της άρεσε να ψέλνει κάθε Κυριακή στην Αρμένικη εκκλησία. Ήταν τόσο καλλίφωνη, που ο κόσμος έκλαιγε στο άκουσμα της φωνής της. Στο σχολείο, μάλιστα, έμαθε και μαντολίνο. Ήταν μόλις 17, όταν παντρεύτηκε για πρώτη φορά, τον επίσης Αρμένιο Χάικ Μεσποριάν. Αποκτά ένα γιο, αλλά χωρίζει γρήγορα, λόγω "ασυμφωνίας χαρακτήρων". Το 1944, γνωρίζει τον δεύτερο σύζυγό της, ακροβάτη και ζογκλέρ Νίνο Νικολαΐδη. Ο Νίνος, η Ευαγγελία και ο γιος της, Οβανές, είχαν μάλιστα και το δικό τους νούμερο, το "Δυόμιση Νίνο". Τότε υιοθέτησε για πρώτη φορά το καλλιτεχνικό Μαρίκα Νίνου, εμπνευσμένο από την Μαρίκα Κοτοπούλη.
Όταν η Μαρίκα έφτασε τα 26, το "Δυόμιση Νίνο" τα πήγαινε αρκετά καλά. Όμως εκείνη είχε πάντα το μυαλό της στο τραγούδι και ξημεροβραδιαζόταν στο νυχτερινό κέντρο Πιγκάλς, δίπλα στον Μανώλη Χιώτη και στον Γιώργο Μητσάκη. ''Καλέ κύριε Μητσάκη, πες και στον κύριο Χιώτη να βγω να πω κι εγώ ένα τραγουδάκι'', λέει ένα βράδυ όλο νάζι στον Γιώργο Μητσάκη και εκείνος της κάνει το χατίρι. Με τα τραγούδια του Χιώτη, το "Ώρες σε κρυφοκοιτάζω" και "Θα σου πω το μυστικό μου" έκανε και την πρώτη της ηχογράφηση, τον Ιούνιο του 1948.
Γρήγορα πιάνει δουλειά με τον Στελλάκη Περπινιάδη, ο οποίος έχει ξετρελαθεί μαζί της. ''Έμεινε κοντά μου επί πέντε συνεχείς μήνες και αφού έμαθε όλα τα μυστικά της δουλειάς και όλα τα τραγούδια της εποχής, και επειδή ήταν άριστη στη δουλειά της, ζήτησε αύξηση, γιατί έπαιρνε μόνο 25 δραχμές μεροκάματο, την οποία αύξηση δεν της έδωσαν. Τότε ήρθε και μου είπε ότι τη ζητούν να πάει στου "Τζίμη του Χοντρού", όπου εργαζόταν ο Τσιτσάνης, με μεροκάματο 90 δραχμές. Της είπα να πάει να δουλέψει με τον Τσιτσάνη, όπου όχι μόνο θα έπαιρνε καλό μεροκάματο, αλλά θα την βοηθούσε και ο Βασίλης, που ήταν καλός συνθέτης. Ο Τσιτσάνης την πήρε έτοιμη από μένα στα μυστικά της δουλειάς και στην τεχνική, αλλά με την κατάλληλη προετοιμασία και με το καλό υλικό που της ετοίμασε δημιούργησε τη μεγάλη Μαρίκα Νίνου, που όλοι μας γνωρίσαμε'' εξομολογείται ο Περπινιάδης στην αυτοβιογραφία του.
Πράγματι, η γνωριμία τους σφράγισε τη ζωή και την καριέρα της Μαρίκας. Όπως λέει ο ίδιος ο Τσιτσάνης, «Την άκουσα και δεν άργησα να καταλάβω το ταλέντο της. Κατάλαβα πως με δουλειά θ' άφηνε εποχή. Είχε μια ξεχωριστή ερμηνευτική ικανότητα, είχε το κάτι άλλο (...). Γίναμε ντουέτο και κάθε βράδυ στου «Τζίμη» γινόταν χαλασμός κόσμου(...). Η Μαρίκα στο πάλκο ήταν ασυναγώνιστη, οι κινήσεις της ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Όταν τραγουδούσε είχε τέτοια εκφραστικότητα και τέτοια μεταδοτικότητα στο κοινό, που δεν πρόκειται να γεννηθεί άλλη (...). Το κέφι που δημιουργούσε η Νίνου στο πάλκο έφτιαχνε μια ατμόσφαιρα που μπορούσε να χαλάσει ο κόσμος στο μαγαζί. Αυτό ήταν έμφυτο. Ήταν γεννημένη για το πάλκο».
Η συνεργασία τους ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 1949. Με το πρώτο τους ντουέτο, το "Ξημερώνει και βραδιάζει", η Μαρίκα στρέφεται η νέα "βασίλισσα" του ρεμπέτικου τραγουδιού. Ο Τσιτσάνης εμπνέεται απ' αυτήν. Στα πρώτα δύο χρόνια που δουλεύουν μαζί ο Τσιτσάνης γράφει 97 τραγούδια, μερικά από τα πιο σπουδαία της καριέρας του: "Σεράχ", "Είμαι μια δυστυχισμένη", "Τα καβουράκια", "Ζαΐρα", "Απόψε κάνεις μπαμ", "Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα" και άλλα πολλά. Είχε μείνει μάλιστα ιστορική η φράση "όταν τραγουδούσε η Νίνου με τον Τσιτσάνη, ακούγονταν σε όλη την Αχαρνών".
Τα επόμενα τρία χρόνια, η σχέση τους φθείρεται από τις φήμες που την ακολουθούν. ''Κάποτε έκλεισαν με τον Τσιτσάνη να πάνε να τραγουδήσουν στη Νέα Υόρκη. Η Νίνου πήρε βίζα. Ο Τσιτσάνης όχι, καίτοι είχε φίλο τον αρχηγό του ΙΔΕΑ. "Δεν θα πας" της είπε ο Τσιτσάνης. "Θα πάω" απάντησε η Νίνου. Και πήγε μόνη της", γράφει χαρακτηριστικά ο γνωστός στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Έχει ήδη μάθει ότι πάσχει από καρκίνο της μήτρας. Όμως, έχει κλείσει μια πολύ καλή συμφωνία με το κοσμικό κέντρο Βυζάντιον και τη δισκογραφική εταιρεία Liberty. Η Μαρίκα, ακόμα και άρρωστη, δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να τραγουδάει.
Γυρνάει στην Ελλάδα, ξαναπηγαίνει στου "Τζίμη", και ηχογραφεί και το "Αγάπη που έγινες δίκοπο μαχαίρι" από την ταινία "Στέλλα" του Κακογιάννη. Η αρρώστεια της απαιτεί να ξαναπάει στην Αμερική. Οι τραγουδίστριες Ρένα Ντάλια και Εύα Στυλ κάνουν έρανο στα μαγαζιά που εμφανίζονται για να καλύψουν τα έξοδα νοσηλείας της.
Ξέροντας πως ο χρόνος της είναι μετρημένος, επιστρέφει. "Ήταν καλοκαίρι του 1956", λέει η Γκιούλα Αταμιάν-Ανσεριάν. "Ξαφνικά, ανοίγει η πόρτα και βλέπουμε έναν άλλο άνθρωπο. Δεν τη γνωρίσαμε καν. Τόσο άσχημα ήταν. Πολύ αδύνατη και με διαφορετικό χρώμα. Ήταν τόσο διαφορετική, που φοβήθηκα και δεν την πλησίασα. Τότε είχε πάρει ένα σπίτι με γραμμάτια. Ήταν λίγο πριν φύγει από τη ζωή, βαριά άρρωστη. Επειδή ήθελε να το ξεχρεώσει και είχε υπογράψει συμβόλαιο με κέντρο, πήγε στο κέντρο μόνη της, είπε ένα τραγούδι και λιποθύμησε πάνω στην πίστα". Πέθανε λίγους μήνες μετά, στα 35 της.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, το μεγαλύτερο κεφάλαιο στη ζωή της, δεν πήγε στην κηδεία της.
Το όνομα της Μαρίκας Νίνου έγινε συνώνυμο με το ρεμπέτικο τραγούδι και η φωνή της σφράγισε μια ολόκληρη εποχή. Θα γράψει ο Μάνος Χατζιδάκις, το 1974, αφιερώνοντας στη μνήμη της τον δίσκο του ''Πέριξ'': ''Η Μαρίκα Νίνου, δίχως να το ξέρει, με το μαχαίρι της φωνής της, χάραξε μέσα μας βαθιά τα ονόματα των θεών της ταπεινοσύνης και της βυζαντινής παρακμής''.
Η ταινία "Ρεμπέτικο" του Κώστα Φέρρη είναι βασισμένη στη ζωή της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου