ΑΝΤΙΚΛΙΜΑΚΑ
του Κώστα Αθανασίου
Αυτές τις μέρες στο Μεξικό συμπληρώνονται πέντε χρόνια θητείας του Φελίπε Καλδερόν, ενός «πετυχημένου» (λένε κάποιοι) προέδρου, που από την πρώτη στιγμή έθεσε στόχο τη νίκη στον «πόλεμο κατά των ναρκωτικών», τον οποίο ανέθεσε στον στρατό που, υποτίθεται, θα ήταν σε θέση να επιβληθεί στα καρτέλ. Μια πενταετία μετά, ο απολογισμός: 50.000 νεκροί, 10.000 εξαφανισμένοι/ες, 230.000 εκτοπισμένοι/ες, δολοφονίες πολιτών από τον στρατό, συλλήψεις, βασανιστήρια κ.λπ., κ.λπ. Και τα καρτέλ;… Ακλόνητα.
Όλη αυτή η ιστορία έδειξε πόσο αδιέξοδη είναι η προσπάθεια να αντιμετωπιστεί με στρατιωτικούς όρους ένα τέτοιο ζήτημα («η ρίζα του προβλήματος των ναρκωτικών βρίσκεται στις ΗΠΑ, όχι στο Μεξικό», λέει ο Τσόμσκι), αλλά και το πώς ο «πόλεμος κατά των ναρκωτικών» μετατράπηκε πολλές φορές στο τέλειο άλλοθι της γενικευμένης καταστολής. Έτσι κι αλλιώς, οι ιστορίες όλων αυτών των ανθρώπων θα μείνουν για πάντα στο σκοτάδι.
Επίσης στο σκοτάδι μένει μια συγκεκριμένη (και διαφορετική) πτυχή της βίας που ενδημεί τα τελευταία χρόνια στο Μεξικό: η γενικευμένη βία κατά των γυναικών, με κορυφή του παγόβουνου τις μαζικές δολοφονίες γυναικών στον βορρά της χώρας. Οι περιοχές κοντά στη μεθόριο με τις ΗΠΑ είναι το βασίλειο των μακιλαδόρας, των βιοτεχνιών συναρμολόγησης/επεξεργασίας/παραγωγής που ανήκουν σε μεγάλες πολυεθνικές και λειτουργούν με ειδικό ευνοϊκό καθεστώς· εισήχθηκαν στο Μεξικό το 1965 και σήμερα είναι χιλιάδες. Η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων είναι γυναίκες και οι συνθήκες εργασίας στις μακιλαδόρας είναι τρομακτικές και περιλαμβάνουν από υποχρεωτικές περιοδικές εξετάσεις για εγκυμοσύνη, η οποία πρακτικά απαγορεύεται, μέχρι εξαντλητικά ωράρια, ανθυγιεινές συνθήκες, μέχρι περιορισμό στην πόση νερού, ώστε οι εργάτριες να μην πηγαίνουν στην τουαλέτα. Ερευνητές αποκαλούν τις μακιλαδόρας σύγχρονη έκφραση των στρατοπέδων υποχρεωτικής εργασίας, στο πλαίσιο ενός συστήματος εκμετάλλευσης που θεωρεί τις εργαζόμενες αναλώσιμες και το γυναικείο σώμα «ανταλλακτικό νόμισμα ανάμεσα στους ισχυρούς που ελέγχουν την περιοχή».
Η Σιουδάδ Χουάρες είναι μια παραμεθόρια πόλη του Μεξικού γεμάτη από μακιλαδόρας και έγινε παγκοσμίως γνωστή όταν από το 1993 σαρώθηκε από ένα κύμα δολοφονιών γυναικών. Εκατοντάδες γυναίκες δολοφονήθηκαν εκεί, απλώς και μόνο επειδή ήταν γυναίκες και φτωχές (πολλές από αυτές ήταν εργάτριες στις μακιλαδόρας). Επιπλέον, από το 2000 μέχρι σήμερα έχουν δολοφονηθεί στη Σιουδάδ Χουάρες περίπου 30 δημοσιογράφοι που τόλμησαν να ερευνήσουν και να καταγγείλουν αυτές τις δολοφονίες, ενώ «θύματα εκλογής» αποτελούν και τα μέλη φεμινιστικών ομάδων και οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η πλειονότητα των φόνων δεν διαλευκάνθηκε ποτέ· η απάντηση του κράτους ήταν η πλήρης ατιμωρησία, γεγονός που ενισχύει τις κατηγορίες για διαπλοκή των αστυνομικών αρχών του Μεξικού με τις μαφίες, αλλά και για τον κοινωνικό και θεσμικό σεξισμό που κυριαρχεί ατιμώρητος στη χώρα, σε όλα τα επίπεδα — ο πρώην πρόεδρος Φοξ είχε πει την ατάκα ότι «το 75% των μεξικάνικων σπιτιών έχει πλυντήριο, και δεν εννοώ το δίποδο»… Με όλη την ιδιαιτερότητά τους, οι δολοφονίες γυναικών στη Σιουδάδ Χουάρες εντάσσονται στη γενικευμένη βία κατά των γυναικών που σημαδεύει το Μεξικό. Το 2010, στη Χουάρες δολοφονήθηκαν 476 γυναίκες, σχεδόν τριπλάσιες από την περασμένη χρονιά, πολλές λόγω ενδοοικογενειακής βίας. Μάλιστα, σε κάποιες πολιτείες της χώρας έχει τυποποιηθεί νομικά το αδίκημα της «γυναικοκτονίας» [feminicidio].
Με το θέμα των δολοφονιών γυναικών στη Σιουδάδ Χουάρες (Σάντα Τερέσα, στο βιβλίο) καταπιάνεται το πολυβραβευμένο 2666, το ανορθόδοξο μυθιστόρημα-ποταμός του Χιλιανού (ο ίδιος προτιμούσε να αυτοορίζεται Λατινοαμερικάνος) συγγραφέα Ρομπέρτο Μπολάνιο (1953-2003), που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση Κρίτωνα Ηλιόπουλου — ένα «σουρεαλιστικό μυθιστόρημα που δεν μπορεί να περιγραφεί», σύμφωνα με τον Σ. Κινγκ. Η διάχυτη βία και η μυρωδιά του θανάτου που βασιλεύει στην έρημο της Σονόρα και της Τσιουάουα ενσταλάζονται στο βιβλίο σιγά-σιγά, με φευγαλέες αναφορές, ενώ το συγκλονιστικό τέταρτο μέρος του καταγράφει επί 365 εφιαλτικές και σκοτεινές σελίδες, με μια γλώσσα ψυχρή, κλινική, τεχνική, το γαϊτανάκι των φόνων των γυναικών στην πόλη. «Σ’ αυτά τα εγκλήματα κρύβεται το μυστικό του κόσμου», λέει κάποιος.
Δεν αρέσει σε όλους ο Μπολάνιο, κάποιοι θεωρούν τη λογοτεχνία του άνιση· η συντριπτική πλειονότητα των κριτικών ωστόσο εγκωμίασε το εμβληματικό 2666, που θεωρείται το ένα από τα δύο αριστουργήματά του, παρόλο που ο ίδιος δεν είχε ολοκληρώσει την τελική του εκδοχή όταν πέθανε. Ο Μπολάνιο, ένας συγγραφέας που δήλωνε «πιο ευτυχισμένος διαβάζοντας παρά γράφοντας», σηματοδότησε στη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία μια εποχή μετά τη λαίλαπα και τον «κορσέ» των στερεοτύπων του «μαγικού ρεαλισμού» που η ευρωπαϊκή αγορά επέβαλλε σε πολλούς συγγραφείς της ηπείρου. Τα αχαλίνωτα κείμενά του (στους Άγριους ντετέκτιβ υπάρχουν 52 αφηγητές) είναι αφοπλιστικά διαφορετικά.
Μια κριτική στο TLS έγραφε ότι «δεν υπάρχει λογικό τέλος σε ένα βιβλίο του Μπολάνιο». Η λογοτεχνία, σύμφωνα με τον Χιλιανό συγγραφέα, είναι «επικίνδυνη υπόθεση», ένα πεδίο ρίσκου. Αυτό το λογοτεχνικό πεδίο του ρίσκου, λοιπόν, φάνηκε ιδανικό για να αποτυπώσει ο Μπολάνιο με τον πιο τραγικό τρόπο τι σημαίνει η βόρεια παραμεθόριος περιοχή του Μεξικού για τις χιλιάδες γυναίκες που αναγκάζονται να ρισκάρουν να δουλέψουν εκεί, στερημένες από κάθε άλλη επιλογή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου