Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

“Έφυγε” ο Νίκος Κοεμτζής…



Λιπόθυμος βρεθηκε σήμερα το μεσημέρι στο μοναστηράκι ο Νίκος Κοεμτζής. Βρισκόταν ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο επι δύο ώρες προτού ειδοποιηθεί ασθενοφόρο απο περαστικούς. Οταν μεταφέρθηκε στην πολυκλινική Αθηνών διαπιστώθηκε απλώς ο θάνατός του. Σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ ο θάνατός του 74χρονου Κοεμτζή αποδίδεται σε παθολογικά αίτια, αλλά προανάκριση διενεργεί το αστυνομικό τμήμα Ακροπόλεως..
Η είδηση του θανάτου του μου έφερε αυτομάτως στο μυαλό την ταινία “Παραγγελιά” του Τάσιου, τα ποιήματα της Γώγου αλλα και κάποια Σαβ/κα που τον πετύχαινα παλιότερα στο μοναστηράκι… μου εφερε ακόμη στο μυαλό ενα παλιό άρθρο που είχε γράψει ο Φώτης Σπυρόπουλος στο τεύχος 7 του περιοδικού The Art of Crime. Για όσους δεν θυμούνται ή δεν ετυχε να ακούσουν ως τώρα, μια μικρή εξιστόρηση της ζωής του Νίκου Κοεμτζή:


Παραγγελιά: ένα μακρύ ζεϊμπέκικο…

του Φώτη Σπυρόπουλου

α. Δικηγόρου, ΩΜΦ Ποινικών Επιστημών Νομικής Αθηνών

Νίκο, τι έχεις καμωμένο;
(στίχος από το τραγούδι “Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο” του Δ. Σαββόπουλου)
Στην έξοδο των δικαστηρίων της Ευελπίδων τις καθημερινές και στην οδό Ανδριανού στο Μοναστηράκι τα Σαββατοκύριακα ένας εβδομηντάρης με καφέ ή μαυρά ρούχα κι ένα καπέλο που “θυμίζει Ρωσία” πουλάει ένα βιβλίο.…
Είναι ο Νίκος Κοεμτζής. Σκότωσε τρεις και μαχαίρωσε άλλους εφτά.
Για μια «παραγγελιά». (;)

Έγραψε τη ζωή του σε βιβλίο – «Το μακρύ ζεϊμπέκικο». Ο Διονύσης Σαββόπουλος διάβασε το βιβλίο και το έφτιαξε τραγούδι. Ο Παύλος Τάσιος άκουσε το τραγούδι και έφτιαξε ταινία.
Σήμερα πουλάει το βιβλίο του για να βγάζει τα προς το ζην.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή…
Ο Νίκος Κοεμτζής ήταν ένας μικροκακοποιός – «φτωχοδιάβολος», γεννημένος σ’ ένα φτωχοχόρι της Πιερίας και κυνηγημένος από μικρό παιδί για τις αριστερές πολιτικές πεποιθήσεις αυτού και της οικογένειάς του.
Η περιπλάνησή του σε καιρούς φτώχειας και πολιτικού διωγμού τον οδηγεί στη Θεσσαλονίκη όπου κάνει διάφορες δουλειές και έπειτα στην Αθήνα. Φλερτάρει με την παρανομία και μπαίνει για πρώτη φορά φυλακή το 1967-68.
Τον Φεβρουάριο του 1973 –μόλις έχει αποφυλακιστεί- βρίσκεται σε ένα νυχτερινό κέντρο (στο μπουζουξίδικο «Νεράιδα») με τον μικρότερο αδερφό του Δημοσθένη και την παρέα τους. Ο Δημοσθένης «κάνει παραγγελιά» στην ορχήστρα τις «βεργούλες» («Τα δυο σου χέρια πήρανε …» – ζειμπέκικο του Μάρκου Βαμβακάρη) και σηκώνεται να χορέψει. «Άγραφος νόμος» τότε στα μαγαζιά αυτά ήταν ότι στην παραγγελιά χορεύει μόνο αυτός που την έκανε. Τρεις ασφαλίτες, όμως, που βρίσκονταν στο μαγαζί -και ξέρανε πολύ καλά τίνος ο αδερφός χορεύει- σηκώθηκαν και χόρευαν γύρω του. Γίνεται παρεξήγηση και οι ασφαλίτες αρχίζουν να χτυπούν τον Δημοσθένη. «Παραγγελιά, ρε!!!» φώναξε ο Νίκος· έβγαλε τη φαλτσέτα και θέρισε: 3 αστυνομικοί νεκροί και 7 τραυματίες … Καταδικάστηκε σε θάνατο και βίωσε την επί έτη αναμονή της εκτέλεσής του (βλ. παρακάτω death row phenomenon). Έμεινε στη φυλακή 23 χρόνια.
“Το μακρύ ζεϊμπέκικο” – το βιβλίο
Μέσα στη φυλακή αρχίζει να διαβάζει και να μαθαίνει να γράφει. Ο Νίκος Κοεμτζής ξεκίνησε –με τα λιγοστά γράμματα που ήξερε- αυτήν εδώ την αυτοβιογραφία για να δώσει υλικό στον δικηγόρο του για την υπεράσπισή του στο δικαστήριο. Ο λόγος του αποπνέει μια αυθεντική “λαϊκή” οσμή – χωρίς υπερβολή, θυμίζει Μακρυγιάννη.
Περιγράφει τη ζωή του ως παιδί. Μια ιστορία μεγάλης φτώχειας – της χειρότερης ίσως δυνατής που θα μπορούσε να βιωθεί στην οικονομικά κατεστραμένη τότε ελληνική επαρχία. Ο Νίκος Κοεμτζής παρουσιάζει τον εαυτό του ως νέο Όλιβερ Τουίστ – είμαστε, όμως, σχεδόν σίγουροι ότι δεν έχει διαβάσει ποτέ μέχρι τότε το βιβλίο του Καρόλου Ντίκενς! Ο πατέρας του είχε χαρακτηριστεί κομμουνιστής γιατί είχε βγει στο βουνό με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Το 1945 οι «χωροφύλακες» κυριολεκτικά «σπάζουν στο ξύλο» τον πατέρα του μικρού Νίκου μπροστά στα παιδιά του μα και τον –ανάπηρο από τον πόλεμο του 1913- παππού του. Από τότε ο Νίκος Κοεμτζής σιχαινόταν όποιον φορά στολή, όπως λέει. Ο πατέρας του μπαίνει φυλακή ως πολιτικός κρατούμενος κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και μετά την αποφυλάκισή του η πολυμελής οικογένειά του μετακομίζει κυνηγημένη «από χωρίου εις χωρίον» κάνοντας αγροτικές εργασίες για να εξασφαλίσει τα προς το ζην.
Η φτώχεια τον οδηγεί στη Θεσσαλονίκη όπου περνά την εφηβεία του και κάνει διάφορες δουλειές (γράφει ότι επειδή ήταν “ξύπνιος και καταφερτζής” είχε πετύχει να γίνει το καλύτερο «μαναβάκι» της αγοράς). Έπειτα –το 1958- κατεβαίνει στην πρωτεύουσα. Αρραβωνιάζεται αλλά ο αρραβώνας διαλύεται γιατί η Αστυνομία δημιουργεί προβλήματα στην ευηπόληπτη οικογένεια της αρραβωνιαστικιάς του εξαιτίας του και επειδή δεν δέχεται να γίνει «ρουφιάνος της Αστυνομίας».
Ο εργοδότης του δεν του δίνει τα λεφτά που του χρωστάει· ο Κοεμτζής κάνει “μήνυση” (μάλλον εννοείται αγωγή) και το δικαστήριο συνεχώς αναβάλλεται. Τότε τον κλέβει· και μπαίνει φυλακή. Εκεί υφίσταται σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια (ας μην ξεχνάμε ότι μιλούμε για την περίοδο της δικτατορίας)· μόλις λίγα χρόνια μετά η περιπτωσή του θα αποτελέσει ίσως την κλασσικότερη επιβεβαίωση της παραδοχής ότι «η βία γεννά βία».
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ο Νίκος Κοεμτζής περιγράφει αρχικά την προφυλάκισή του στις Φυλακές Κορυδαλλού και τη συναντησή του με τον αδελφό του και το φίλο του που είχε πέσει κι αυτός θύμα του θανατηφόρου μαχαιριού του. Η υγεία του είναι πολύ άσχημη και δεν μπορεί να περπατήσει από τις σφαίρες που του είχαν ρίξει στα πόδια οι ατυνομικοί όταν τον συνέλαβαν – όλοι νομίζουν πως θα μέινει ανάπηρος. Τους ζητάει λοιπόν να του θυμήσουν τί ακριβώς έγινε κείνο το βράδυ γιατί αυτός δεν θυμάται τίποτα κι έτσι εξιστορεί το «ατύχημα» (όπως χαρακτηριστικά αναφέρει) εκείνης της βραδιάς.
«… στο μυαλό μου στριφογυρίζανε χίλιες σκέψεις. Έψαχνα να βρω μια λύση να διορθώσω το κακό που σκόρπισα… υπέφερα τρομερά και προσπαθούσα απεγνωσμένα να ξεχωρίσω μια εικόνα από τη σφαγή, και δεν μπορούσα. Κι ούτε τώρα μπορώ, αν κι αγωνίζομαι ακόμα. … Ως φαίνεται, την ώρα που σκορπούσα το θάνατο χωρίς να δουλεύει το μυαλό μου και κινιόμουν σαν ένα ρομπότ, με είχε κυριέψει ο δαίμονας ή το κτήνος που φωλιάζει μέσα μου. …».
Κι εδώ αρχίζουν και οι περιγραφές για τη φυλακή και γενικότερα για το σωφρονιστικό σύστημα της εποχής (που δεν είναι και τόσο μακρινή): «Μέσα στη φυλακή συναντάς ειδών-ειδών ανθρώπους, υπάρχουν οι ευαίσθητοι και οι αναίσθητοι. Οι πιο πολλοί από τους ευαίσθητους ψάχνουνε να βρούνε μια σανίδα σωτηρίας. Οι αναίσθητοι πάλι έχουνε πωρωθεί και κοιτάζουνε πώς να περάσουνε την ημέρα τους με το χάχα-χούχα. Είναι σαν τα ζώα, και οι πιο πολλοί κοιτάζουνε, όταν βλέπουνε κανέναν μικρό να πέφτει στη φυλακή για πρώτη φορά, να τον κάνουνε σαν τα μούτρα τους, ανήθικο και πορωμένο, να μη σέβεται καμιά απολύτως ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Με μια λέξη, ρουφιάνοι είναι, μπινέδες είναι, παιδεραστές είναι, όλα τα κακά απάνω τους τα έχουνε.
Γι’ αυτό θα ήταν σωστό το Υπουργείο Δικαιοσύνης να μη βάζει τους υπότροπους κρατούμενους με τους πρωτάρηδες. …».

Στο «μακρύ ζεϊμπέκικό» του (είναι ο τίτλος της αυτοβιογραφίας του – για ένα ζεϊμπέκικο που ποτέ δεν χόρεψε κι όμως κράτησε τόσα χρόνια) ο Νίκος Κοεμτζής συνεχίζει εξιστορώντας την δίκη του. Τα ΜΜΕ τον παρουσιάζουν ως αιμοβόρο κτήνος και βαφτίζουν τους όποιους επικίνδυνους εγκληματίες «Κοεμτζήδες». Μπορούμε, επίσης, για μια ακόμη φορά (πέρα από τις προσωπικές μας εμπειρίες στα δικαστήρια) να διακρίνουμε την απόσταση μεταξύ των γεγονότων και όσων ακούγονται κατά την ακροαματική διαδικασία. Η λάβρα απολογία του και η ανάληψη από μέρους του όλων των ευθυνών κλέβουν την παράσταση…
Το πλέον συγκλονιστικό σημείο του βιβλίου του ίσως είναι η περιφραγή της ζωής του ως μελλοθάνατου στο «σπίτι του πόνου» (τις φυλακές) της Αλικαρνασσού. Ο Κοεμτζής κρατείται στην απομόνωση, σ’εναν τάφο για ζωντανούς και μέσα στη βρωμιά. Έρχεται σε επαφή μόνο με τον δεσμοφύλακά του και με κάποιους κρατούμενους-ρουφιάνους που του βάζουν στο διπλανό κελί οι αστυνομικοί για να «τσεκάρουν τη συμπεριφορά του». Περιμένει από μέρα σε μέρα να εκτελεστεί. Μια μέρα τον επισκέφτηκε ένας ηγούμενος – μόλις είδε τους παπάδες πίστεψε ότι ήρθαν να τον πάρουν για να τον «ρίξουν». Η Ελλάδα της δικτατορίας δεν είχε έως τότε φανταστεί τη σημασία και τις επιπτώσεις του «συνδρόμου του διαδρόμου του θανάτου» (death row phenomenon/syndrome) – ακόμη και η έντονη αγωνία και ο τρόμος τον οποίο αισθάνεται ο υποβαλλόμενος σε μια τέτοια επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία αναμονής του θανάτου του συνιστούν (σύμφωνα και με την μετέπειτα νομολογία του ΕΔΔΑ – πρβλ. απόφαση Soering vs UK) απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση αντίθετη και με το ά. 3 της ΕΣΔΑ. Εξάλλου, η πολιτική βούληση είχε ήδη γίνει σαφής: ενώ η ΕΣΔΑ έχε κυρωθεί από την χώρα μας με τον ν. 2329/1953, κατά την περίοδο της δικτατορίας -από το 1967 έως το 1974 – οπότε και λαμβάνει χώρα και η δίκη και καταδίκη του Νίκου Κοεμτζή- η Ελλάδα, προκειμένου να αποφυγει την αποπομπή της από το Συμβούλιο της Ευρώπης, αποχώρησε κι έτσι έπαψε να είναι μέλος της ΕΣΔΑ. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, η Ελλάδα επανακύρωσε την ΕΣΔΑ με το ν.δ. 53/1974 και επανεντάχθηκε στο Συμβούλιο της Ευρώπης (βλ. Στ. Ματθίας, Γ. Κτιστάκις, Λ. Σταυρίτη, Κ. Στεφανάκη, Η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Ευρώπη, εκδ. ΔΣΑ, Αθήνα 2006, σελ. 26).
Μέσα στο κελί του γράφει ποιήματα – για να μην τρελαθεί. Προσπαθεί να αποτυπώσει στο χαρτί τις χιλιάδες σκέψεις του… Η πιο συνταρακτική είναι η σκηνή κατά την οποία βγάζει μόνος του (γιατί ο γιατρός της φυλακής δεν του δίνει σημασία!) από το πόδι μια σφαίρα που είχε ξεμείνει από τη μέρα που τον συνέλαβαν…
Το βίβλίο κλείνει με έναν λιτό επίλογο: « … Τον Μάρτιο του 1977 τρεις αρχιφύλακες μου ανάγγειλαν ότι είχα κατέβει από τον θάνατο, λεγοντάς μου: “Η πολιτεία έδειξε κατανόηση· τώρα εξαρτάται από σένα να γίνεις καλύτερος”. Τους απάντησα ότι χειρότερος μπορεί να γινόμουν, καλύτερος όχι. Πριν κατέβω στα ισόβια, το Υπουργείο Δικαιοσύνης επί κυβερνήσεως Καραμανλή διέταξε τη μεταγωγή μου από τις φυλακές Ηρακλείου Κρήτης στις πειθαρχικές φυλακές κολάσεως της Κέρκυρας. Έμεινα στην κόλαση από τις 21 Ιουλίου 1976 μέχρι το 1982.… Αποφυλακίστηκα στις 29 Μαρτίου 1996.».
Η επιθυμητή προσέγγιση του βιβλίου στον εν λόγω άρθρο ακροβατεί μετάξύ καλλιτεχνικής και εγκληματολογικής κριτικής. Ας σταθούμε, όμως, τέλος, λίγο παραπάνω στην εγκληματολογική αξία του συγκεκριμένου βιβλίου (θεώρηση η οποία λίγο πολύ ισχύει και για τα καλλιτεχνικά έργα που ακολούθως παρουσιάζονται) η οποία είναι αδιαμφισβήτητη. Η μελέτη των αυτοβιογραφιών εγκληματικών -πρακτική που υιοθετήθηκε από την οικολογική Σχολή του Σικάγο- μπορεί να μας οδηγήσει σε πολύτιμα συμπεράσματα σχετικά με το πώς βαραίνει και ποια σημασία δίνει ο ίδιος ο δράστης στην πράξη του και σε ποιον ηθικό κώδικα υπακούει. Η θεώρηση του εγκληματικού φαινομένου μέσα από τα μάτια του ίδιου του δράστη μπορεί να βοηθήσει κάθε επιστήμονα να αναλύσει και να προτείνει εν τέλει καλύτερες πολιτικές πρόληψης. Επιπρόσθετα, μέσα και από τη μελέτη της συγκεκριμένης αυτοβιογραφίας ανακαλύπτουμε – σελίδα με σελίδα – την πραγμάτωση των θεωριών της κοινωνικής αντίδρασης με βάση και την «αυτοεκπληρούμενη προφητεία» της ετικέτας (βλ. Κ. Δ. Σπινέλλη, Εγκληματολογία, Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, 2η εκδ., εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2005, σελ. 275-278) και το μέγεθος της κοινωνικής ευθύνης στην κατασκευή του εγκληματία μέσα από το αιματηρό του passage à l’ acte.
“Παραγγελιά” – η ταινία
Το 1980 ο σκηνοθέτης Παύλος Τάσιος βρίσκει στο έγκλημα του Κοεμτζή την έμπνευση για την ταινία του. Κινηματογραφεί, λοιπόν, το φονικό εκείνης της αποφράδας μέρας σε μια ταινία με τον τίτλο «παραγγελιά».
Στο cast της ταινίας συμμετέχει η αφρόκρεμα της υποκριτικής. Στον ρόλο του Νίκου Κοεμτζή ο (εκπληκτικός και στην καλύτερη κινηματογραφική του στιγμή) Αντώνης Αντωνίου και στον ρόλο του Δημοσθένη Κοεμτζή ο Αντώνης Καφετζόπουλος. Τους πρωταγωνιστές πλαισιώνουν η Όλια Λαζαρίδου, ο Νικήτας Τσακίρογλου, ο Γιώργος Κοτανίδης, η Βίκυ Βανίτα, ο Χρήστος Τσάγκας, ο Γιάννης Μποστατζόγλου, ο Τάκης Βλαστός κ.α. Τέλος, η Κατερίνα Γώγου πρωταγωνιστεί παράλληλα και όχι μέσα στην εξιστόρηση του περιστατικού – εν είδει αφηγήτριας -καταγράφοντας με δικά της ποιήματα τα οποία απαγγέλει το νόημα ύπαρξης της ταινίας.
Το σκηνικό είναι ένα μπουζουξίδικο της εποχής. Στο γύρισμα συμμετέχουν γνωστοί τραγουδιστές όπως η Ελένη Ροδά και ο Γιώργος Καμπουρίδης.
Το σενάριο του Παύλου Τάσιου εξελίσσεται σε πραγματικό χρόνο με κάποιους εγκιβωτισμούς της σκηνής του φονικού ενώ η εξέλιξη της ιστορίας έχει διακοπεί από της αφήγηση της Κατερίνας Γώγου. Η ταινία ξεκινά (και τελειώνει επίσης) με τα σκαμμένα πρόσωπα ανθρώπων που συναντάμε καθημερινά – ο πρωταγωνιστής είναι ένας απ’ αυτούς, ένας από εμάς. Έπειτα, ακολουθεί η σκηνή όπου το μπουζουξίδικο ετοιμάζεται για να ανοίξει… Θα ακολουθήσει όμως μια βραδιά διαφορετική…
Το δεύτερο μέρος της ταινίας αποτελεί μια σχηματική παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο η αστυνομία φθάνει στην σύλληψη του εγκληματία.
Αδιαμφισβήτητα κορυφαίες στιγμές της ταινίας αποτελούν η κραυγή «παραγγελιά!» πριν ο πρωταγωνιστής ορμήσει στην πίστα με το μαχαίρι του καθώς και η σκηνή της σύλληψης: «Να σημαδέψεις καλά… Σκότωσέ με να ξεβρωμίσει η κοινωνία σας… Όχι στα πόδια… »

Σε ολόκληρη την ταινία δεν ακούγεται καθόλου το όνομα Κοεμτζης. Μάλιστα, το σενάριο του Τάσιου αποτελεί μια κινηματογραφική διασκευή των πραγματικών γεγονότων και γι’ αυτόν τον λόγο δεν αποτυπώνει ακριβώς -ως ιστορικά- τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς. Εξάλλου, δεν είναι αυτός ο στόχος του…

Γιατί η ταινία του Τάσιου θα είχε ελάχιστο ενδιαφέρον και νόημα ύπαρξης αν απλώς έστηνε μια αναπαράσταση του εγκλήματος με ύφος ντοκυμαντερίστικο. Ο σκηνοθέτης έχει δηλώσει τους σκοπούς του: «Είμαι μαζί του στο βαθμό που δεν τον αφήνουν να εκφραστεί ελεύθερα και επαναστατεί η καταπιεσμένη του φύση» επιθυμώντας να πάρει αποστάσεις από τυχόν ταυτίσεις με τον δράστη. Και αυτή ακριβώς είναι η ουσία του έργου. Τίθεται ως θέμα το σε ποια κοινωνία και υπό ποίες συνθήκες οδηγείται ένας άνθρωπος να συμπεριφερθεί έτσι: η Ελλάδα της Χούντας, της πολιτικής και καλλιτεχνικής φίμωσης, των κοινωνικών ανισοτήτων, της καταδίκης πολιτικών πεποιθήσεων, των πολιτικών βασανιστηρίων και δολοφονιών και της κοινωνικής καταπίεσης, που δεν επιτρέπει συλλογικούς τρόπους έκφρασης και καλλιεργεί, τοιουτοτρόπως, βίαια και εγκληματικά ξεσπάσματα. «Και μέσα κι έξω φυλακή»· σε μια πρόταση ο πρωταγωνιστής έχει κλείσει όλο το κοινωνικό (μα και προσωπικό του) αδιέξοδο της εποχής…
Καταλυτική, επομένως, η παρουσία της Κατερίνας Γώγου η οποία εμφανίζεται απαγγέλοντας τα ποιήματά της χορεύοντας, κλαίγοντας, φωνάζοντας. Στα ποιήματά της αφουγκράζεται την πραγματικότητα γύρω της και παίρνει ξεκάθαρη πολιτική θέση:«Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο στόχος…».
Ποιήματα που δυστυχώς μπορούν να είναι διαχρονικά όσο υπάρχει οποιουδήποτε είδους περιθώριο. Ποιήματα που ελάχιστοι έχουν σκεφτεί μέχρι σήμερα να αναλύσουν:
«…Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεϊμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι
Η ΜΟΝΑΞΙΑ,
Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΑΣ ΛΕΩ,
ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΛΕΩ,
ΕΙΝΑΙ ΤΣΕΚΟΥΡΙ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΑΣ
ΠΟΥ ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΤΑ ΚΕΦΑΛΙΑ ΣΑΣ
ΓΥΡΙΖΕΙ ΓΥΡΙΖΕΙ ΓΥΡΙΖΕΙ ΓΥΡΙΖΕΙ ΓΥΡΙΖΕΙ ΓΥΡΙΖΕΙ ΓΥΡΙΖΕΙ ΓΥΡΙΖΕΙ…
»

Η μουσική της ταινίας, που έγραψε ο (τότε διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος της ΕΡΤ) Κυριάκος Σφέτσας και επένδυσε τα εν λόγω ποιήματα, κυκλοφόρησε σε δίσκο (ΕΜΙ-1981) με τίτλο “ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ” και απέσπασε το βραβείο καλύτερης μουσικής στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1980 όπου η ταινία πήρε συνολικά πέντε βραβεία.

Επιμύθιον
Ο Νίκος Κοεμτζής σκότωσε και εξέτισε την ποινή που η Πολιτεία του επέβαλε για τα εγκλήματά του αυτά. Ούτως ή άλλως, κάθε προσπάθεια ηρωοποίησης όσων διαπράττουν τέτοια εγκλήματα πέφτει αδιαμφισβήτητα στο κενό ακόμα κι αν η ιστορία αυτού του ανθρώπου συγκίνησε την καλλιτεχνική δημιουργία. Ίσως, λοιπόν, αν κάποια στιγμή έρθουμε σε επαφή με όλα τούτα τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα να πρέπει να κινούμαστε κυρίως με την πυξίδα των ερωτημάτων του πώς γεννιέται ένας εγκληματίας και ποια ενδεχομένως η κοινωνική ευθύνη. Έτσι όπως «σωφρονίζεται» ο εγκληματίας εκτίοντας την ποινή του, έτσι και η ίδια η κοινωνία πρέπει να προβληματίζεται όταν ένα μέλος της την απορρίπτει καταφεύγοντας στο έγκλημα. Και όσα παραπάνω αναλύθηκαν όπως και κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα μπορούν να αποτελέσουν αδιαμφισβήτητα την θρυαλλίδα μιας τέτοιας εγκληματολογικής ανάλυσης η οποία έχει πολλά να προσφέρει στην ανάπτυξη του κοινωνικού διαλόγου, στην κατανόηση του εγκληματικού φαινομένου και τελικά στην πρόληψή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου