Τα διηγήματα της Γεωργίας Σωτηροπούλου για μετανάστες και ντόπιους στην οδό Σωκράτους
«Θα κρεμάσω στο μπαλκόνι αυτού του σπιτιού ένα πανό που θα λέει: λαδώστε αλλιώς χανόμαστε, λαδώστε γιατί αλλιώς θα τραβήξετε όσα τράβηξα εγώ! Έχω τη φιλοδοξία να φαίνεται ακόμα κι απ' την Πλατεία Γκαζιού». Η Γεωργία Σωτηροπούλου προσπάθησε (ακόμα προσπαθεί) να χτίσει ένα σπίτι στο κέντρο της Αθήνας. Επί ενενήντα δυο ημέρες, μέσα στον ήλιο και το καυσαέριο, πήγαινε στο Πολεοδομικό Γραφείο του Δήμου της Αθήνας στην οδό Σωκράτους, κινώντας όλες τις νόμιμες διαδικασίες, αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Εκατόν εξήντα έγγραφα συγκέντρωσε απ' αυτά τα δρομολόγια κι ακόμα περισσότερες εμπειρίες.
«Το σύστημα που έχουμε φτιάξει απαγορεύει τη νομιμότητα. Το δίκιο είναι στατιστικώς αποδιδόμενο. Αν είσαι μειονότητα, αν δεν κάνεις ό,τι κάνουν όλοι οι υπόλοιποι, έχεις άδικο» μας λέει η συνταξιούχος πλέον βιοχημικός, που όλες αυτές τις μάχες με το ελληνικό δημόσιο τις έχει καταγράψει σ' έναν ανέκδοτο μέχρι σήμερα τόμο με τίτλο «Πολεοδομική Οδύσσεια». «Έστειλα ένα αντίτυπο στον πρώην δήμαρχο Αθηναίων. Ο δικηγόρος μου όμως με συμβούλευσε να μην το εκδώσω γιατί πιθανότατα θα στεναχωρούσε πολλούς και πολύ» συνεχίζει και προσθέτει ότι σκοπεύει να το στείλει και στον νυν δήμαρχο της πόλης.
«Έχω μια υποψία ότι ο Δήμος της Αθήνας θα συνεχίσει να με εμπνέει. Μιλάμε για ανεξάντλητα αποθέματα έμπνευσης» αυτοσαρκάζεται η ίδια που για περίπου τριάντα χρόνια υπήρξε διευθύντρια Βιοχημικού Εργαστηρίου στο Νοσοκομείο «Αγία Όλγα». Η ζωή, μετά τη σύνταξη, προσφέρει αρκετό ελεύθερο χρόνο. Η Γεωργία Σωτηροπούλου τον αξιοποίησε στα σεμινάρια του ΕΚΕΒΙ, όπου παρακολούθησε μαθήματα δημιουργικής γραφής στο διήγημα με τον συγγραφέα Ανδρέα Μήτσου. Με το πρώτο της βιβλίο «Η Ωραία Ελλάς και άλλες ιστορίες» (Λιβάνης, 2009) προσπάθησε να φέρει στο προσκήνιο όλους αυτούς που η κοινωνία θεωρεί περιθωριακούς, «τα πρεζόνια, τους παλιατζήδες, τους τσιγγάνους και γενικότερα όλους αυτούς τους ενδιαφέροντες ανθρώπους που συνάντησα κοντά στην Πλατεία Αβησσυνίας», ιστορίες που διαδραματίζονται στο Μοναστηράκι, για ανθρώπους και τα «πάρε-δώσε» τους με τις Αρχές, πολεοδομίες, αστυνομίες, δικαστήρια.
Φέτος η συγγραφέας επέστρεψε με δεκατέσσερα νέα διηγήματα, τη δεύτερη συλλογή της «Οδός Σωκράτους» (Επτάλοφος, 2011), μια συνέχεια του πρώτου βιβλίου ουσιαστικά, που φέρει τον τίτλο ενός δρόμου ο οποίος συμβολίζει τη μεταμόρφωση της ελληνικής πρωτεύουσας και εν γένει της ελληνικής κοινωνίας τα τελευταία χρόνια. Επίκεντρο των ιστοριών της η κοινή μοίρα ντόπιων και μεταναστών. «Η οδός Σωκράτους είναι το σύμβολο της κατάπτωσης της Ελλάδος των τελευταίων σαράντα ετών. Εκεί σήμερα συγκεντρώνονται πόρνες, νταβατζήδες και οι κάθε είδους διεφθαρμένοι Έλληνες. Υπό μία έννοια υπάρχει μια συμπύκνωση της κοινωνίας μας σήμερα: πορνεία, νταβατζιλίκι, διαφθορά».
Κάποτε εκεί τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Κυκλοφορούσαν δικηγόροι και δικαστές, δημοσιογράφοι (εκεί βρίσκονταν τα γραφεία της «Καθημερινής» της Ελένης Βλάχου) και γιατροί, πολιτικοί, επιστήμονες και άνθρωποι του πνεύματος. «Το κέντρο της Αθήνας έχει καταληφθεί από μετανάστες. Περί αυτού πρόκειται. Σ' αυτήν την εν εξελίξει κατάσταση όμως οι Έλληνες δεν είναι απόντες. Κοροϊδεύουμε εαυτούς, υπάρχει μεγάλη υποκρισία. Η εκμετάλλευση αυτών των ανθρώπων είναι μια διαδικασία που ξεκινά απ' τους ταξιτζήδες που τους κατεβάζουν απ' τον Έβρο μέχρι τους δουλέμπορους συμπολίτες μας που τους εξαθλιώνουν. Η ίδια η ελληνική κοινωνία τους εκμεταλλεύεται. Ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων συμμετέχει σ' αυτό. Οι διεφθαρμένοι Έλληνες, δυστυχώς, δεν αποτελούν εξαίρεση αλλά τον κανόνα. Εξαίρεση είναι αυτοί που βλέπουν αλλιώς τα πράγματα και το παλεύουν, οι σκεπτόμενοι, αυτοί που ειλικρινά ανησυχούν».
Στις ιστορίες της Σωτηροπούλου οι μετανάστες κερδίζουν τη συμπάθεια και οι ντόπιοι ζωγραφίζονται με τα μελανότερα χρώματα. «Οι μετανάστες στα διηγήματά μου έχουν πολλά κοινά. Κατ' ουσίαν κυνήγησαν ένα χάρτινο όνειρο που κάποιοι Έλληνες τους το πούλησαν κι ύστερα τους εκμεταλλεύτηκαν. Οι διεφθαρμένοι Έλληνες, απ' την άλλη, κινούμενοι σ' ένα περιβάλλον παντελούς έλλειψης ηθικών αρχών χρησιμοποιούν μετανάστες και ντόπιους ως προϊόντα των συναλλαγών τους. Πρόκειται για εφοριακούς, γιατρούς, δικηγόρους, μηχανικούς, ανθρώπους των ανώτερων στρωμάτων δηλαδή και κατά κανόνα μορφωμένους, που έχασαν το μέτρο και καταπάτησαν τα πάντα. Αν αυτοί λοιπόν ενήργησαν έτσι γιατί ο φτωχότερος να αποδειχθεί πιο ηθικός; Τι είναι η ηθική στατιστικό μέγεθος ή μήπως είναι ταξικό θέμα;» διερωτάται η ίδια.
Υπενθυμίζουμε στη Γεωργία Σωτηροπούλου ότι υπάρχουν και μετανάστες εκμεταλλευτές των μεταναστών. «Σαφώς, αλλά ποιο παράδειγμα τους δίνουμε; Στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές, σε πολλούς δήμους της Αττικής, πουλήθηκαν ψήφοι που αγοράστηκαν από μετανάστες για 100 ευρώ. Μου το είπαν οι ίδιοι. Αφού τα πήρατε, τους είπα, μαυρίστε τους κιόλας! Έτσι είναι η εκδίκηση της γυφτιάς. Προφανώς το παράδειγμα που δίνουμε είναι ότι στην Ελλάδα υπάρχει αγοραπωλησία ψήφων. Φταίει, λοιπόν, ο κατά τ' άλλα υπεράνω υποψίας υποψήφιος που εκλέγεται μ' αυτούς τους τρόπους και τον θαυμάζουνε κι από πάνω».
Τα διηγήματά της είναι γραμμένα με ένταση και οικονομία. Η ίδια επανέρχεται συνεχώς στη συζήτησή μας στην ηθική διάσταση των πραγμάτων, κάτι που περνάει και στο βιβλίο. Ποιος είναι ο θύτης και ποιος το θύμα στην κατάσταση που ζούμε; «Οι ιστορίες μου είναι όλες αληθινές αλλά δεν έχουν αληθινό τέλος. Έχω αποδώσει, μέσω της μυθοπλασίας, δικαιοσύνη όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ. Αυτό είναι το πλεονέκτημα της γραφής. Στην πραγματικότητα κανένας ήρωάς μου δε βρήκε δικαίωση» μας λέει η συγγραφέας για τους υπαρκτά πρόσωπα του βιβλίου, τα περισσότερα απ' τα οποία δε μιλάνε ελληνικά «γι' αυτό ανέλαβα να καταγράψω τις ιστορίες τους».
Θαυμάζει τον Ντοστογιέφκσι που τις κληροδότησε την αμφιβολία και την κεντρίζει ο Ρασκόλνικοφ απ' το «Έγκλημα και τιμωρία». «Ποιός δικαιούται να είναι ο τιμωρός για τον άλλο σ' αυτό που ζούμε;» μας ρωτάει «ειλικρινά δεν ξέρω». Σήμερα η ίδια μένει στη Ραφήνα. Επισκέπτεται όμως συχνά το κέντρο της πόλης. Πρόσφατα μέτρησε σαράντα δυο πόρνες στην οδό Αριστοτέλους έξω απ' το Υπουργείο Υγείας στην Ομόνοια μέρα μεσημέρι. «Αναρωτιέμαι οι υπουργοί πώς μπαίνουν εκεί μέσα, υπογείως ή με ελικόπτερο;». Την ρωτάμε αν φοβάται να κινηθεί στο κέντρο. «Πηγαίνω στην περιοχή όπως πήγαινα, δε φοβάμαι καθόλου. Δεν θα εκδιώξω τον ίδιο μου τον εαυτό απ' την πόλη μου. Αν είναι να συμβεί το μοιραίο, ας συμβεί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου