«Το θερμοκήπιο» του Χάρολντ Πίντερ |
Εξαιρετική παράσταση από τη Νέα Σκηνή στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων |
του Παναγιώτη Φραντζή Μπαίνοντας στο θέατρο και αφού κλείσουν, σε απόλυτο συντονισμό, οι δύο πόρτες ο θεατής βρίσκεται μέσα σε έναν υποφωτισμένο χώρο με δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες φακέλους στοιβαγμένους σε μεταλλικά ράφια· μια ψυχρή κρατική υπηρεσία χωρίς αμφιβολία, πριν την εποχή της μηχανοργάνωσης, ή ξεχασμένη από το χρόνο, πράγμα που υπογραμμίζεται από το ντύσιμο και το φέρσιμο, τη λεκτική πειθαρχία των δύο αντρών που συνομιλούν για έναν «ασθενή» ο οποίος δεν αναφέρεται ποτέ με το όνομά του μα με τον αριθμό εισαγωγής του στο απροσδιόριστο αυτό ίδρυμα. Ο ένας είναι ο διευθυντής Ρουτ, πρώην συνταγματάρχης, που τηρεί απαρέγκλιτα τις παραδόσεις. Αν και ο ίδιος μπορεί να είχε κάποτε τις αμφιβολίες του, μετατράπηκε με τον καιρό σε εξάρτημα της μηχανής. Έχασε τον εαυτό του μέσα στο σύστημα που διοικεί. Γεμάτος έπαρση και παραξενιές, δείχνει να τα έχει χαμένα γενικώς, είναι τουλάχιστον αφηρημένος. Ο άλλος, είναι ο Χιγκς. Ο δεύτερος στην ιεραρχία και πιο προσεκτικός από τα στελέχη του ανώτερου προσωπικού, ψυχρός, εκτελεστικός, υπολογίζοντας με ακρίβεια τις κινήσεις και τις αντιδράσεις του. Το δίδυμο Βογιατζής -Ημελλος διαπρέπει στους δύο αυτούς ρόλους. Τα κωμικά στοιχεία του διαλόγου τους, που καθορίζει την ποιότητα της παράστασης πιάνοντας με αριστοτεχνικό τρόπο το πιντερικό ύφος, συμπληρώνονται από μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και ίντριγκας γύρω από την ίδια τη θέση του διευθυντή που κινδυνεύει από εσωτερικές μηχανορραφίες. Τις οποίες όμως θα επισκιάσει ένας απρόσμενος παράγοντας που θα εισβάλει στο προσκήνιο, παραμένοντας αθέατος, στο τέλος του έργου. Καταλαβαίνουμε περισσότερα για το χαρακτήρα του ιδρύματος από τη μεταχείριση που υφίσταται το νεότερο μέλος του προσωπικού, ο Λαμ, στην ανάκρισή του από τον Χιγκς και τη δεσποινίδα Κατς – την αινιγματική και δόλια γυναίκα που ανήκει στο ανώτερο προσωπικό, και έχει πιάσει το νόημα του τέλους της παλιάς εξουσίας περνώντας χρόνο στο κρεβάτι του Ρουτ αλλά και του Χιγκς. Στην ανάκριση του Λαμ (lamb=αμνός) περνάει στο έργο η εμπειρία του ίδιου του Πίντερ ο οποίος σε ανύποπτο χρόνο και για λόγους οικονομικής δυσχέρειας είχε πάρει μέρος σε επ’ αμοιβή πειράματα νευρο-ψυχολογικών αντιδράσεων. Στο πρόσωπο του αθώου Λαμ ο Πίντερ σαρκάζει την αφέλεια και τις φιλοδοξίες των νεαρών στελεχών, οποιουδήποτε πολιτικού ή οικονομικού οργανισμού, ενώ με τις μηχανορραφίες και την υποκρισία των παλαιότερων, των ενσωματωμένων στο σύστημα στελεχών, ο επικριτικός τόνος αλλάζει αφορώντας στη συνολική κατηγορία της ιεραρχίας. Στο δεύτερο μέρος της παράστασης, όλα κινούνται γύρω από το εορταστικό «διάγγελμα» που αναμένουμε να απευθύνει ο κύριος Ρουτ στους κρατούμενους του ιδρύματος. Για να αντιληφθούμε σύντομα την πικρή επικαιρότητα του έργου – όταν ένας ιδιόρρυθμος πρώην στρατιωτικός παίρνει το μικρόφωνο μέσα στη νύχτα των Χριστουγέννων παραπαίοντας από το ποτό και ψελλίζοντας με όσο κύρος του απομένει πράγματα που δεν πιστεύει ούτε ο ίδιος ούτε βέβαια όσοι τον ακούν: δείχνει κατανόηση για τις θυσίες και τις κακουχίες που έχουν υποστεί οι άνθρωποι που διοικεί, ζητά «υπομονή» και κυρίως να μην χάνουν την πίστη τους. Αυτό που βλέπει ο πολιτικά διορατικός Πίντερ στα 1958 και αφήνει στο συρτάρι του, καθώς στην Αγγλία εκείνη την περίοδο «κυριαρχεί το ανώδυνο εμπορικό θέατρο», είναι η ίδια η ηθική κατάρρευση της διευθύνουσας κοινωνικής τάξης. Και μόνο ο πρόσφατος διασυρμός του Ντομινίκ Στρος Καν, του εύστοχα χαρακτηρισμένου και ως αρχίατρου του ΔΝΤ, για τη γνωστή υπόθεση, έρχεται να «κουμπώσει» με το ασυγχώρητο ολίσθημα του Ρουτ, το οποίο ήταν η αρχή του τέλους του. Το σκεπτικό του Πίντερ περιλαμβάνει επίσης τη βίαιη εξέγερση των τροφίμων του ιδρύματος, αλλά και την επιστροφή τους στο «μαντρί» υπό τον έλεγχο άξιων στελεχών του «κατώτερου προσωπικού». Στην παράσταση ηθελημένα αυτό το σημείο καμπής συσκοτίζεται, μέσα στην τυπικότητα με την οποία οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι αντιμετωπίζουν τα γεγονότα και ο νέος επικεφαλής του ιδρύματος αναλαμβάνει καθήκοντα. Το βέβαιο είναι πως έχοντας απολαύσει πραγματικό θέατρο, ο θεατής εγκαταλείπει το χώρο του εγκλεισμού του μετά από δύο ώρες και δέκα λεπτά και έχει σίγουρα πολλά να σκεφτεί για την εκτός σκηνής αιχμαλωσία του και τους ιθύνοντες αυτού του ιδιόμορφου πειράματος εντός του «αναρρωτήριου» που ονομάζεται χώρα μας. |
Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου