Τρίτη 7 Ιουνίου 2011

Οι ερμηνείες της χρονιάς

thumb
Της Ιωάννας Μπλάτσου
Τα θεατρικά πηγαδάκια, πριν και μετά το τέλος μιας παράστασης, καθώς και οι κριτικές, αποτελούν ένα καλλιτεχνικό βαρόμετρο για τις ερμηνευτικές «θερμοκρασίες» κάθε σεζόν. Από μια πληθώρα παραστάσεων, που ξεπέρασαν τις 350, κάποιες ερμηνείες ξεχώρισαν και συζητήθηκαν.
Οι καλύτερες αντρικές ερμηνείες
Δημήτρης Καταλειφός: Ο ηθοποιός που επιβεβαιώνει περίτρανα τη φράση του σερ Λόρενς Ολίβιε: «Σπουδαίος ηθοποιός είναι αυτός που σε πείθει ότι ο ρόλος που παίζει δεν θα μπορούσε να παιχτεί από κανέναν άλλο». Στον ομώνυμο ρόλο του «Επιστάτη» του Χάρολντ Πίντερ, σε σκηνοθεσία Αντώνη Αντύπα, αυτός ο μετρ της θεατρικής τέχνης είναι επικίνδυνα αστείος, παιδιάστικα κρυψίνους, απειλητικά ανάλαφρος, εριστικά αχάριστος. Έχει μεταμορφωθεί μπροστά στα μάτια μας στο «ακαταλόγιστο, βρομερό ζώο» που περιγράφει ο Πίντερ ισορροπώντας πάνω στην κόψη της κειμενικής και υπαρξιακής αμφισημίας.
Λευτέρης Βογιατζής: Το απόλυτο άνθος του κακού στο «Θερμοκήπιο» του Χάρολντ Πίντερ. Ο Λευτέρης Βογιατζής, ως Ρουτ – ρίζα – των δεινών μιας τυφλής εξουσιαστικής δύναμης, παγώνει το αίμα του θεατή με τον νωχελικό σαδισμό του και την αρρωστημένη επιβεβαίωση που παρέχει η αυθαιρεσία της κυριαρχικής του θέσης. Ο Βογιατζής, ακόμα κι αν καταργούνταν οι επιχορηγήσεις, θα ήταν από τους ελάχιστους καλλιτέχνες που θα μπορούσε να επιβιώσει βασιζόμενος στην ποιότητα της δουλειάς του, ακόμα και στην ευγενική χορηγία των χιλιάδων φανατικών θεατών του, οι οποίοι φαντάζομαι δεν θα είχαν αντίρρηση να προσφέρουν τον οβολό τους στο όραμα του αγαπημένου τους θεατρανθρώπου.
Δημοσθένης Παπαδόπουλος: Ίσως ο πιο ολοκληρωμένος ηθοποιός της γενιάς του. Εδώ, σε συνεργασία με τον Δημήτρη Τάρλοου, έναν άλλο άξιο εκπρόσωπο της ίδιας γενιάς στον ρόλο του σκηνοθέτη, συνθέτουν μια τολμηρή σκηνική πρόταση με αφορμή τον μονόλογο του Δημήτρη Δημητριάδη «Λήθη». Επί 60’ γυμνός κι εγκιβωτισμένος σε ένα γυάλινο κουβούκλιο, ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος μεταμορφώνεται σε ένα ζωντανό γλυπτό του Φράνσις Μπέικον φέροντας μέσα από την άλλοτε υπαρξιακά ραπιστική κι άλλοτε ενδοσκοπικά αποστασιοποιημένη ερμηνεία του το σύνολο των μεγάλων σχολών της υποκριτικής τέχνης. Πραγματικά σπουδαίος.
Νίκος Καραθάνος: Πλέον δίπλα στον κινηματογραφικό «Συρανό ντε Μπερζεράκ» του Ζεράρ Ντεπαρντιέ θα θυμόμαστε και τον θεατρικό τού Νίκου Καραθάνου. Γιατί μέσα από τον αμετανόητο ονειροπόλο του Εντμόν Ροστάν ο Καραθάνος προφανώς μοιράστηκε με το κοινό του μερικές πολύ δικές του και μύχιες σκέψεις. Γιατί στον τελικό του μονόλογο, μαζί με τον ίδιο δακρύζουν και όλοι οι συνάδελφοί του πάνω στη σκηνή – αυτό δεν το έχω δει ποτέ! – μα και σύσσωμη η πλατεία του Εθνικού Θεάτρου όταν δηλώνει πως ξέρει ότι «θα βασιλεύει πάντα η βλακεία, η ανοησία και η ανυποληψία» όμως επίσης ξέρει ότι «ποτέ κανείς δεν θα (του) πάρει τα φτερά (του)».
Νίκος Κουρής: Ένας Μακιαβέλι με σάρκα και οστά στην κατά Γιάννη Χουβαρδά «Εμίλια Γκαλότι» του Γκότχολντ Εφρεμ Λέσινγκ. Δαιμόνιος, αδίστακτος, χθόνιος, ενορχηστρωτής κάθε αυλικής φαυλότητας και ραδιουργίας, ο Μαρινέλι του Νίκου Κουρή αστράφτει ερμηνευτικά μέσα σε έναν στυλιζαρισμένο αλά Matrix κόσμο ειλημμένων αποφάσεων. Το δε εωσφορικό του γέλιο στο κλείσιμο της παράστασης στοιχειώνει ακόμα και αυτό το ανάλαφρο «Sway» του Ντιν Μάρτιν. Η επαγγελματική χημεία του ηθοποιού με τον σκηνοθέτη του και καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου εξελίσσει κι αναδεικνύει απρόσμενα τα ταλέντα του.
Δημήτρης Ήμελλος: Όποιον ρόλο και να του δώσεις, συνθέτει ένα ερμηνευτικό διαμάντι. Πέρσι, στο «Ύστατο σήμερα» σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή, καθήλωσε το κοινό αρχικά παίζοντας μόνο με τις εκφράσεις του προσώπου του. Φέτος, στο «Θερμοκήπιο», επίσης σε σκηνοθεσία Βογιατζή, «ευδοκιμεί» ως φιλόδοξος, δουλοπρεπής, μεθοδικός κι αδίστακτος Γκιμπς, ρόλος στον οποίο έχει επενδύσει όλη την υποδόρια δύναμη που χαρακτηρίζει τη σκηνική του ταυτότητα.
Δημήτρης Λιγνάδης: Όσο ωριμάζει υποκριτικά, τόσο πιο πολύ του πάνε οι γοητευτικά σκοτεινοί ρόλοι. Φέτος, στον ρόλο του φθονερού και ραδιούργου Σαλιέρι στο «Amadeus» του Πίτερ Σάφερ, ενσαρκώνει τη μεγαλειώδη ρήση του Κίρκεργκορ «ο φθόνος δεν είναι παρά ένας συντετριμμένος θαυμασμός».
Άλκης Κούρκουλος: Τα τελευταία 4-5 χρόνια βρίσκεται στην καλύτερη ερμηνευτική του περίοδο. Φέτος, στο «Fool for love» του Σαμ Σέπαρντ, είναι εντελώς «λυμένος» πάνω στη σκηνή δείχνοντας να απολαμβάνει κάθε στιγμή του πάνω στο σανίδι. Γεμάτος ενέργεια, με πολύ καλή κίνηση και σωστή αίσθηση του χιούμορ, χαρίζει στον ρόλο του Έντι τη δέουσα ορμητική τρυφερότητα αλλά και την καθηλωτική απελπισία ενός αδιέξοδου έρωτα. Επίσης, πρέπει κατεπειγόντως να παίξει κωμωδία.
Γιώργος Γάλλος: Ο ηθοποιός που απογείωσε την comme il faut «Φρεναπάτη» (Πιέρ Κορνέιγ) του Δημήτρη Μαυρίκιου. Ως παράφορος, φανφαρόνος Ματαμόρος, «οπλαρχηγός στη δούλεψη και γυναικάς στη σχόλη», οργώνει με αέρα τη σκηνή μέσα στην εντυπωσιακή πανοπλία του, δίνοντας, μαζί με την Ευγενία Αποστόλου (Λίζα, υπηρέτρια), ρυθμό και νεύρο στην παράσταση. Επίσης, με ευκολία και χωρίς στόμφο πέρασε στο κοινό τις συνιζήσεις στον λόγο του Κορνέιγ.
Όμηρος Πουλάκης: Η έκπληξη της σεζόν. Παρά τη σύντομη θεατρική του διαδρομή, στα «Ορφανά» του Ντένις Κέλι (σκηνοθεσία Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος) επένδυσε με αξιοθαύμαστο βάθος και πειστική υφέρπουσα βιαιότητα έναν περιθωριακό νεαρό Βρετανό που σκοτώνει εν ψυχρώ έναν μετανάστη γιατί έτυχε να βρεθεί στον δρόμο του. Ο Λίαμ του Ομήρου Πουλάκη μοιάζει σα να έχει πραγματικά αποκοπεί από το πεζοδρόμιο μιας μεγαλούπολης και να έχει προσγειωθεί στη σύμβαση της θεατρικής πράξης στο Θέατρο Νέου Κόσμου.
Βασίλης Μαυρογεωργίου: Το «αιώνιο παιδί» της θεατρικής μας σκηνής στην πιο απρόσμενη – και ώριμη – ερμηνεία του. Αγνώριστος υποκριτικά, στον «Φρανκενστάιν» της Μαίρη Σέλεϊ, σε σκηνοθεσία Θέμελη Γλυνάτση στην KNOT Gallery, υποδύεται τον επιστήμονα που «ήθελε να γίνει Θεός», τον Βίκτορ Φρανκενστάιν, και το Πλάσμα που δημιούργησε. Εγχείρημα ερμηνευτικά πολύ δύσκολο, σχεδόν αδιανόητο. Όμως, υπό την ακριβή σκηνοθετική καθοδήγηση του σκηνοθέτη του, ο Μαυρογεωργίου μεταμορφώνεται κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια των θεατών υιοθετώντας μια κινησιολογική προσέγγιση που σηματοδοτεί ξεκάθαρα τους δύο ρόλους.
Χάρης Φραγκούλης: Άρτι αποφοιτήσας από τη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου – και δη με άριστα – και ήδη, στην πρώτη του επαγγελματική δουλειά, στέκεται επάξια απέναντι στο υποκριτικό μέγεθος που λέγεται Δημήτρης Καταλειφός. Ο Χάρης Φραγκούλης ως Μικ (μικρός αδερφός) στον «Επιστάτη» του Πίντερ (σκηνοθεσία Α. Αντύπας) θέτει την πρώτη σοβαρή υποψηφιότητα για τα επόμενα Βραβεία Δημήτρης Χορν.
Οι καλύτερες γυναικείες ερμηνείες
Σοφία Χιλλ: Η ηθοποιός που μάγεψε ακόμα και τον Νο 1 κριτικό της Μεγάλης Βρετανίας Μάικλ Μπίλινγκτον, στο «Alarme» του Θεόδωρου Τερζόπουλου. Ως βασίλισσα Ελισάβετ μεταμορφώνεται σε ένα απόκοσμο πλάσμα, κάτι ανάμεσα σε μυθική Σφίγγα και απειλητική έχιδνα, που συρίζει την υπεροχή της στα μούτρα της αιώνιας αντιπάλου της Μαρία Στιούαρτ (Αγλαΐα Παππά), τυλιγμένη στο κουκούλι της ανοησίας και της αυταπάτης της εξουσίας, που επωάζει τη ζωώδη κενότητα και τη φαύλη αγριότητα.
Μάγια Λυμπεροπούλου: Η grande damme του Εθνικού Θεάτρου στον πιο απρόσμενο ρόλο της καριέρας της. Στην «Τριλογία του παραθερισμού» του Κάρλο Γκολντόνι σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, η έμπειρη ηθοποιός, στον κόντρα ρόλο της γηραιάς κυρίας με έφεση στους νεαρούς άντρες, διατηρεί το αναγκαίο κύρος για να μη γίνει χυδαίος ο ρόλος αλλά και τη δέουσα αλαφράδα που ξεσηκώνει τους θεατές.
Στεφανία Γουλιώτη: Στην «Εμίλια Γκαλότι» (σκηνοθεσία Γιάννης Χουβαρδάς) της δόθηκε δευτερεύων ρόλος και με την τεχνική της αρτιότητα τον έκανε πρωταγωνιστικό. Στην «Τρισεύγενη» του Κωστή Παλαμά (σκηνοθεσία Λυδία Κονιόρδου) της δόθηκε ο ομώνυμος πρωταγωνιστικός ρόλος και τον απογείωσε στη σφαίρα της «άμοιαστης κι ασύγκριτης νεραϊδογυναίκας». Φέρει την «ακυβέρνητη» ελευθερία της Τρισεύγενης, το «απ’ αλλού φερμένο» της φύσης της με μια απαράμιλλη ερμηνευτική tour de force. Δυναμική, εργατική και ταπεινή, η Στεφανία Γουλιώτη είναι η νέας κοπής πρωταγωνίστρια του Εθνικού Θεάτρου.
Εύη Σαουλίδου: Δύο διαφορετικές παραστάσεις, δύο αστραφτερές και μελετημένες στη λεπτομέρειά τους ερμηνείες. Από τον «Χρυσό Δράκο» του Ρόναλντ Σίμελπφενιχ (σκηνοθεσία Κατερίνα Ευαγγελάτου) στην «Τριλογία του παραθερισμού» του Γκολντόνι (σκηνοθεσία Νίκος Μαστοράκης), η Εύη Σαουλίδου επενδύει με σοβαρότητα και αρκετή δουλειά, σε σημείο περφεξιονιστικό, στην τέχνη της.
Λήδα Πρωτοψάλτη : Είναι πάντα συγκινητική και βαθιά ανθρώπινη σε όποιον ρόλο κι αν αναλάβει, χωρίς φυσικά να υπολείπεται ερμηνευτικής διαύγειας. Σαράντα χρόνια στη Στοά, αθόρυβα – χωρίς δημοσιοσχετίστικους κρότους και εγωπαθή καλλιτεχνικά παραληρήματα –, αλλά ουσιαστικά, η Λήδα Πρωτοψάλτη δεν έχει προδώσει στιγμή τον εαυτό της. Φέτος, στο «Άννα, είπα!» του Παναγιώτη Μέντη, σε σκηνοθεσία του συνοδοιπόρου της Θανάση Παπαγεωργίου, ερμηνεύει με ορθολογιστική ευαισθησία την ψυχικά τραυματισμένη Άννα χωρίς να υποκύπτει σε εύκολους μανιερισμούς νεανικότητας ή ιδρυματοποιημένης συμπεριφοράς.
Υρώ Μανέ: Ολική επαναφορά. Μια αγνώριστη Υρώ Μανέ αποκαλύφθηκε στο κοινό με τον «Συμβολαιογράφο», την «τραγική κωμωδία» του Νίκου Βασιλειάδη, σε σκηνοθεσία Γιώργου Καραμίχου. Χωρίς να χάσει το ισορροπημένο κωμικό της ένστικτο, που την έχει καθιερώσει στο κοινό, δοκιμάζεται γενναία και στη δραματική ερμηνευτική της γκάμα, ισορροπώντας αξιοθαύμαστα ανάμεσα στις αλέγρες και τις τραγικές αποχρώσεις του ρόλου τής ανέραστης Ερασμίας, στο λαϊκό και το ποιητικό ιδίωμα του ιδιοσυγκρασιακού μονολόγου του Βασιλειάδη.
Φωτεινή Μπαξεβάνη: Έναν ρόλο περιβόλι συνέθεσε με τη «Λωξάντρα» της η Φωτεινή Μπαξεβάνη με τη σκηνοθετική αρωγή του Σωτήρη Χατζάκη. Με έναν κόντρα στην ηλικία της ρόλο, γίνεται η συμβολική, αρχετυπική τροφός - μητέρα - πατρίδα που αγκαλιάζει, φροντίζει και νουθετεί όχι μόνο τα θεατρικά παιδιά της, αλλά και τους ίδιους τους θεατές. Της άξιζε και με το παραπάνω, λοιπόν, της Φωτεινής Μπαξεβάνη να της δοθεί ρόλος πρωταγωνιστικός σε κρατική σκηνή, καθώς η ίδια τον τίμησε με τη δουλειά της και το ταλέντο της.
Επίσης: Από αυτή τη λίστα δεν θα μπορούσαν να λείψουν κάποιες εξαιρετικές γυναικείες ερμηνείες σε παραστάσεις που επαναλήφθηκαν τη φετινή σεζόν: η Νένα Μεντή ως «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», η Ελένη Κοκκίδου ως «Γυναίκα της Πάτρας», η Άννα Κοκκίνου ως «Λα Πουπέ», η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ως «Λα Τσούνγκα», η Ντίνα Κώνστα ως «Μάνα Μητέρα Μαμά» και η Λυδία Φωτοπούλου με την Αννα Καλαϊτζίδου στο «Τι είδε ο μπάτλερ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου